Skip to main content

Η πλατεία Αριστοτέλους γεμάτη με ζαχαρωμένα τραγούδια

Η «μάχη» που δίνεται είναι για ένα «πουκάμισο αδειανό» και συντηρείται με το ζόρι από το δημόσιο ταμείο ή την τσέπη του μπαμπά...

«Η πλατεία ήταν γεμάτη, με το νόημα που ‘χει κάτι απ’ τις φωτιές. /
Στις γωνίες και τους δρόμους από συντρόφους οικοδόμους, φοιτητές. /
Κι εσύ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου,/
κι ήσουν φως μου, κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή. /
Σε γιορτή που δεν ξανάδα στη ζωή μου τη σκυφτή. /
Η πλατεία ήτανε άδεια και τρελός απ’ τα σημάδια, σαν σκυλί /
με συνθήματα σκισμένα, σ’ έναν έρωτα για σένα έχω χυθεί. /
Στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω, στους διαδρόμους και τους δρόμους, /
και ζητώ πληροφορίες και υλικό. /
Να φωτίσω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό. /
Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ’ το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί /
στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή /
στα παιδιά και τους εργάτες, στους πολίτες, στους οπλίτες, /
στα πλακάτ και τη σκανδάλη που χτυπά. /
Η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά».
 
Το τραγούδι «Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ» γράφτηκε στη δεκαετία του 1960. Τότε που υπήρχαν πλατείες, υπήρχε η ΕΦΕΕ και ο αγώνας για δικαιώματα -σε όποια του μορφή- είχε ρίσκο. Ο Διονύσης Σαββόπουλος (φωτογραφία επάνω) το ξέρει αυτό καλά, το έζησε στο πετσί του. Το συγκεκριμένο κομμάτι βγήκε σε δίσκο το 1975, όταν, πια, το επέτρεψαν οι συνθήκες της λογοκρισίας. Η πλατεία υπήρχε και τότε. Όπως η ΕΦΕΕ, τα αμφιθέατρα, οι συγκεντρώσεις και η διάθεση για αγώνα, για «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», έστω και σε συνθήκες ασφαλείας. Έκτοτε η πλατεία εμφανίζεται, πλέον, κυρίως ως καρικατούρα. Για τους οπαδούς των κομμάτων στη δεκαετία του 1980, που ζητούσαν «Αλλαγή», αλλά εννοούσαν διορισμό στο Δημόσιο. Για τους επιχορηγούμενους στρατευμένους συνθέτες και τραγουδιστές, οι οποίοι πουλούσαν αγωνιστικότητα με τα λεφτά του κράτους –του υπουργείου πολιτισμού, των δήμων, του κόμματος κ.λπ.- μέσα σε ένα νέφος τσίκνας από τις καντίνες, που πουλούσαν λουκάνικα και σουβλάκια. Για τους αγανακτισμένους αντιμνημονιακούς, οι οποίοι ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ –μεταξύ άλλων για να καταργηθεί ο ΕΝΦΙΑ- και ανέδειξαν στην εξουσία τον Τσίπρα που κι αυτός –μεταξύ πολλών άλλων- διατήρησε τον ΕΝΦΙΑ, ψήφισε Μνημόνιο και μοίρασε φιλοδωρήματα.
Είναι οι ίδιες πλατείες που το τελευταίο διάστημα φιλοξενούν «αντιστασιακούς του κορωνοϊού». Κάτι καλόπαιδα, τα οποία μπούχτισαν από την κλεισούρα της καραντίνας και είπαν να βγουν λίγο πιο έξω, να αψηφήσουν τα υγειονομικά μέτρα, να φαντασιωθούν τον «μεγάλο αδελφό» που τους παρακολουθεί, να τα κάνουν μπάχαλο και να αντιπαρατεθούν με τους προτιμητέους αντιπάλους –ή μάλλον εχθρούς- την αστυνομία και τα ΜΑΤ. Κι όλα αυτά με το περίβλημα ενός πάρτι απ’ τα παλιά, με ποτά, μουσική, χορό.

Στο ενδιάμεσο όλων αυτών των ιστορικών γεγονότων και των καθοριστικών για το μέλλον της κοινωνίας δράσεων οι πλατείες στην Ελλάδα –όπως και σε όλο τον κόσμο- χρησιμεύουν για να παίζουν τα παιδάκια, να κάνουν τη βόλτα τους τα σκυλάκια, να ξεδίνουν οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας και να γίνονται ανθοεκθέσεις.

Είναι σαφές ότι η μπάλα έχει χαθεί. Από τον Σαββόπουλο, την ΕΦΕΕ και τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα αμήχανα πάρτι του 2020 δεν πέρασαν απλώς επτά δεκαετίες. Δεν χάθηκαν μόνο τα νοήματα. Δεν ξεθώριασαν εντελώς οι ιδεολογίες. Δεν άλλαξαν εκ βάθρων η ατμόσφαιρα, η καθημερινότητα, η ιστορία. Το χειρότερο είναι ότι σε μια μάχη οπισθοφυλακών, η προσπάθεια που γίνεται από ορισμένους είναι να συντηρηθούν όλα αυτά (νοήματα, ιδεολογίες, ατμόσφαιρα, καθημερινότητα, ιστορία) ως καρικατούρες και ως φαντάσματα. Η «μάχη» δίνεται για ένα «πουκάμισο αδειανό» και συντηρείται με το ζόρι από το δημόσιο ταμείο ή την τσέπη του μπαμπά, που κι αυτή έχει άμεση ή έμμεση αναφορά στο κρατικό χρήμα, δηλαδή στο δημόσιο ταμείο. Έτσι για να δικαιωθεί ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (φωτογραφία κάτω), ο οποίος στη δεκαετία του 1960 δημοσίευσε στη συλλογή «Το κορμί και το σαράκι» ένα μικρό, τετράστιχο, ποίημα:  

«Καημένε Μακρυγιάννη να ’ξερες /
γιατί το τζάκισες το χέρι σου. /
Το τζάκισες για να χορεύουν σέικ /
τα κωλόπαιδα».

Είναι ο ίδιος ποιητής, ο οποίος από το 1960 άκουγε το λεγόμενο «έντεχνο τραγούδι» και την εργαλειοποίηση της «μελοποιημένης ποίησης» ως κακέκτυπα των ρεμπέτικων και των λαϊκών. Τόσο πολύ ενοχλήθηκε γι’ αυτό που το 1961 έκατσε κι έγραψε στίχους για ένα τραγούδι, κατά παραγγελία του Βασίλη Τσιτσάνη. Άλλωστε –κατά τον Χριστιανόπουλο- εκείνον και την τέχνη του πρόσβαλαν οι απομιμητές, που μπορεί να δήλωναν ταπεινοί μαθητές του, αλλά απείχαν πολύ από την αμεσότητα, της διεισδυτικότητα και την αυθεντικότητά του.     

«Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας /
ποτέ δε λένε την αλήθεια /
ο κόσμος υποφέρει και πονά /
κι εσείς τα ίδια παραμύθια. /
Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας /
είναι πολύ ζαχαρωμένα /
ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα /
μα δεν ταιριάζουνε για μένα».
 
Οι στίχοι αυτοί του Χριστιανόπουλου δεν άρεσαν στον Τσιτσάνη. Ίσως να αναζητούσε λαϊκότερα θέματα και αμεσότερες εκφράσεις. Τελικά κατέληξαν στον Διονύση Σαββόπουλο. Ο τροβαδούρος έφτιαξε με αυτούς ένα λαϊκό, για τα δικά του μέτρα, κομμάτι. Σίγουρα όχι σαν αυτό που ονειρεύτηκε ο ποιητής, αλλά πάντως ένα τραγούδι που δεν πέρασε απαρατήρητο. Ακούστηκε πολύ. Και ακούγεται ακόμη. Με τους στίχους να παραμένουν επίκαιροι. Και να διατηρούν το νόημά τους για όσα συμβαίνουν και ακούγονται στις πλατείες –για παράδειγμα στην πλατεία Αριστοτέλους ή στην πλατεία Δικαστηρίων στη Θεσσαλονίκη-, όταν σε αυτές δεν παίζουν τα παιδάκια, δεν βγαίνουν βόλτα σκυλάκια, δεν ξεσκάνε ηλικιωμένοι και δεν φιλοξενούν ανθοεκθέσεις. Όταν από τα ηχεία και το πλήθος αντηχούν εμβατήρια. Είτε παλαιάς κοπής, στην ελληνική και διεθνή εκδοχή τους -κάτι μεταξύ του «Μεγάλο ποτάμι φουσκωμένο η οργή του λαού» και του «Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα»-, είτε νεότερης, καθώς τη σημαία του αγώνα από μουσικής απόψεως σηκώνουν τώρα κάτι μεσόκοποι ράπερς. Κάτι τύποι που αν δεν τα χώσουν στις εξουσίες (sic), συχνά με χυδαίο λεξιλόγιο του στιλ «άντε γ……..» δεν καταδέχονται να πιάσουν μικρόφωνο.
 
ΥΓ. Κάποιο πρωί του 1966 δύο αναγνωρίσιμοι, αλλά με διαφορετικές επιλογές και πορεία Θεσσαλονικείς, οι οποίοι συμμετείχαν με εμβληματικό τρόπο στη δημιουργική αναταραχή που συνέβαινε τότε στο χώρο του ελληνικού πολιτισμού, τηλεφωνήθηκαν κι έδωσαν ραντεβού για μεσημεριανό στο εστιατόριο «Χρυσό Παγώνι» στην συμβολή της τότε Πρίγκιπος Νικολάου –νυν Αλεξάνδρου Σβώλου- με την Ιπποδρομίου, όπως την έλεγαν τότε και εξακολουθούν να τη λένε σήμερα. Πρώτος έφτασε ο νεότερος, ψηλός, πληθωρικός, ατημέλητα ντυμένος και με πρωτευουσιάνικο ήδη αέρα. Ήταν ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο οποίος στα 22 του είχε κατέβει στην Αθήνα χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, κάνοντας ωτοστόπ σε φορτηγό. Είχε ζήσει ως πλάνητας, είχε γνωριστεί με συνομήλικους του, είχε μάθει να σκαλίζει την κιθάρα από τον Μάνο Λοϊζο και είχε ήδη γίνει γνωστός από τα πρώτα του τραγούδια. Λίγο αργότερα έφτασε ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο οποίος πρόσφατα είχε χάσει τον πατέρα του και ήταν θλιμμένος και μαλακός.

Ντυμένος συντηρητικά, με καφέ κοστούμι και γραβάτα, φρεσκοξυρισμένος. Συζήτησαν για λίγο γύρω από τα θαύματα του τραγουδιού, της ποίησης, της λογοτεχνίας που συνέβαιναν γύρω τους. Και οι δύο έβλεπαν με καχυποψία όλο αυτό το κίνημα του έντεχνου τραγουδιού, που προσπαθούσε να συνδυάσει τους ρυθμούς των ρεμπέτικων και των λαϊκών με την ποίηση και –τα λεγόμενα- βαριά νοήματα. Πάνω στην κουβέντα ο Σαββόπουλος, ο οποίος από την αρχή έγραφε μόνος τους στίχους και τη μουσική των τραγουδιών του, τα οποία, επίσης, τραγουδούσε ο ίδιος –υπ’ αυτή την έννοια βρισκόταν εγγύτερα στον Βαμβακάρη, τον Μπαγιαντέρα και τον Τσιτσάνη, παρά στον Θεοδωράκη, τον Ξαρχάκο και τον Λεοντή-, ζήτησε από τον Χριστιανόπουλο τους στίχους για ένα τραγούδι. Θέλησε με αυτό τον τρόπο να του δείξει την εκτίμησή του. Πήρε μία χαρτοπετσέτα, έβγαλε από την τσέπη του το μολύβι που πάντα κουβαλούσε και με καλλιτεχνικά γράμματα του έγραψε τα λόγια που είχε απορρίψει ο Τσιτσάνης.

«Ευχαριστώ, ευχαριστώ πολύ» είπε ο Διονύσης μόλις τους διάβασε. Το ίδιο βράδυ ο τροβαδούρος, ο οποίος κατά την επίσκεψη του στη γενέθλια πόλη δεν έμενε στο πατρικό του, αλλά στο ξενοδοχείο «Άθως» σκάρωσε τη μελωδία, μια μπαλάντα με βαλκανικό χρώμα, στο δικό του ύφος της εποχής. Όπως θυμόταν αργότερα ο ρεσεψιονίστ που είχε βάρδια –αν και μετά από χρόνια δεν ήταν απολύτως σίγουρος- ο Σαββόπουλος έπαιζε και τραγουδούσε το «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας» όλο το βράδυ στο δωμάτιο του, ξανά και ξανά. Ίσως ήδη να σκεφτόταν και την εκδοχή με τη Δόμνα Σαμίου, που παρουσίασε δέκα χρόνια μετά, αλλά ούτε αυτό είναι σίγουρο. Στον Χριστιανόπουλο, πάντως, το τραγούδι δεν άρεσε. Δεν ήταν του γούστου του, αλλά δεν έφερε αντιρρήσεις. Είπαμε, ο πρόσφατος χαμός του πατέρα, τον είχε μαλακώσει.