Skip to main content

Η… Σεβιλλιάνα Στέλλα Χασκίλ στη Θεσσαλονίκη μετά από 55 χρόνια

Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Είχαν αφήσει μια καρέκλα κι ένα μικρόφωνο στη μέση για εκείνην. Όπως ακριβώς στο ρεμπέτικο πατάρι δεκαετίες πριν.

Η Στέλλα, ντυμένη με ένα μαύρο φόρεμα, περίμενε στην άκρη της κουΐντας. Οι τέσσερις μουσικοί είχαν πάρει τη θέση τους στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης. Κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Είχαν αφήσει μια καρέκλα κι ένα μικρόφωνο στη μέση για εκείνην. Όπως ακριβώς στο ρεμπέτικο πατάρι δεκαετίες πριν.

Η αίθουσα κατάμεστη, τα φώτα χαμηλωμένα, η ησυχία απόλυτη. Η ίδια είχε πολλά χρόνια να τραγουδήσει στη Σαλονίκη. Να τραγουδήσει γενικώς. Νόμιζε ότι την έχουν ξεχάσει, μέχρι που της ζήτησαν να εμφανιστεί στο Μέγαρο. Μεγαλεία. Είπε ναι προς χάριν του παλιού καιρού. Αλλά και προς χάριν των τραγουδιών, που τόσο είχε αγαπήσει, και των ανθρώπων που τα είχαν γράψει και τους οποίους, επίσης, είχε πολύ αγαπήσει. Κι ας ήξερε ότι το σπίτι, ο φυσικός χώρος αυτών των τραγουδιών, των ρεμπέτικων τραγουδιών, των δικών της τραγουδιών ήταν οι ταβέρνες. Άκουσε το όνομά της και βγήκε από τις σκέψεις. Προχώρησε αργά, όχι από στιλ ή πόζα, αλλά εξαιτίας του τρακ και της αμηχανίας. Από σεβασμό, για να μη χαλάσει τη στιγμή. Το κοινό ξέσπασε σε χειροκροτήματα. Κάθισε στην καρέκλα, ίσιαξε το φόρεμά της, πλησίασε τα χείλη στο μικρόφωνο και είπε «καλησπέρα σας». Αυτό ήταν –κατά κάποιο τρόπο- και το σύνθημα στους μουσικούς, οι οποίοι άρχισαν να παίζουν. Γλυκά κι ευλαβικά.

Ευγενικά, όπως ταιριάζει στα ρεμπέτικα. Όπως ταιριάζει στη Στέλλα Χασκίλ. Τραγούδησε το «Αράπικο λουλούδι» του Βασίλη Τσιτσάνη, κι έφερε μπροστά στο βλέμμα της τη Θεσσαλονίκη των νεανικών της χρόνων, στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Τη μητέρα της και τις πέντε αδελφές της. Το «Μες τη χασάπικη αγορά» του Μάρκου Βαμβακάρη, που με τα λόγια του ταξίδεψε στις αγορές του κέντρου της πόλης, το Καπάνι και το Μοδιάνο. Τις «Σεβιλλιάνες» του Γιώργου Λαύκα, που πάντα της θυμίζουν τη φυγή της οικογένειας από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, μέσα στην κατοχή για να γλυτώσουν τις διώξεις των Ναζί. Το πρώτο τραγούδι που ηχογράφησε –πιο σωστά φωνογράφησε- το 1946. Το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι» του Απόστολου Καλδάρα, που τραγούδησε με την ψυχή της για μια γειτονιά –την Άνω Πόλη-, που της άρεσε να σεργιανίζει, και μια φυλακή –το Γεντί Κουλέ-, που έτρεμε μόνο στην όψη της.

Το «Ακρογιαλιές δειλινά» του αγαπημένου της Βασίλη Τσιτσάνη, που για την ίδια συμβολίζει την εποχή της δόξας, στα κέντρα της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Κωνσταντινούπολης μετά τον πόλεμο. Το «Καρδιά παραπονιάρα» του Απόστολου Χατζηχρήστου, στο οποίο πρωταγωνιστεί η γυναικεία της καρδιά κι ευαισθησία. Όπως και στο Μπιρ Αλλάχ του Γιάννη Σταμούλη, στο οποίο η καρδιά της κόντεψε πρώτα να σταματήσει και μετά να σπάσει. Κάθε στίχος και λυγμός. Κάθε νότα και καημός. Κάθε τραγούδι ένας κόσμος ολόκληρος. Ο δικός της κόσμος, που έπαιρνε σχήμα από την έκφραση της και χρώμα από τη φωνή της. Στη συναυλία δεν ξέχασε τα σεφαραδίτικα τραγούδια, όπως το «Morenica» και το «Ta saliό de la mar la galena», που τραγούδησε με κλειστά τα μάτια στην ισπανοεβραϊκή γλώσσα Λαντίνο, για να θυμηθεί τις ωραιότερες οικογενειακές στιγμές, όταν ήταν μικρή –η Στέλλα γεννήθηκε το 1918.

Μετά από μιάμιση ώρα –στην οποία συμπεριλαμβάνονταν δύο τραγούδια εκτός προγράμματος και μια σεμνή υπόκλιση απ’ όλη την ομάδα προς το κοινό που χειροκροτούσε με πάθος- η Στέλλα αποχώρησε από τη σκηνή με το ίδιο ήρεμο και σιγανό βήμα που είχε προσέλθει. Στο καμαρίνι ζήτησε να πιεί λίγο νερό. Αφού ξεκουράστηκε για 20 λεπτά παρακάλεσε να της καλέσουν ένα ταξί, είχε αρνηθεί κάθε πρόσκληση για τη συνέχεια. Τη συνόδευσαν στην έξοδο, η ώρα ήταν 11. Το φθινοπωρινό βράδυ δίπλα στη θάλασσα ήταν γλυκό και υγρό. Το φώτιζαν οι κολώνες του δήμου και τα φώτα των εμπορικών πλοίων. Ο οδηγός άνοιξε την πίσω πόρτα, εκείνη μπήκε, κάθισε άνετα και αφού βολεύτηκε έσκυψε και κάτι ψιθύρισε στο μπροστινό κάθισμα. Το βαρύ αυτοκίνητο ξεκίνησε. Η Στέλλα Χασκίλ επέστρεψε στην ησυχία, στη μοναξιά και στη σιωπή, όπως σχεδόν 56 χρόνια τώρα, από το Φεβρουάριο του 1954 που έφυγε από τη ζωή.

Η συναυλία που δόθηκε το Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2019 στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης προς τιμήν της Στέλλας Χασκήλ απέδειξε κάτι που όλοι γνωρίζουμε. Οι καλλιτέχνες δεν είναι σαν τους υπόλοιπους ανθρώπους. Τουλάχιστον οι αυθεντικοί, που είναι οι σημαντικότεροι και μετά θάνατον έχουν διαφορετική πορεία. Διότι εξακολουθούν να κυκλοφορούν ανάμεσά στους ανθρώπους. Να επηρεάζουν τη διάθεση, να παρεμβαίνουν στη σκέψη. Ενίοτε να καθορίζουν τα αισθήματά και σχεδόν πάντα τα συναισθήματα. Η Στέλλα Χασκίλ, Εβραία τραγουδίστρια ρεμπέτικων, την οποία θαύμασαν πρώτα απ’ όλα οι μουσικοί του συναφιού της, πέθανε πολύ νέα, μόλις στα 36 της. Στην πραγματικότητα, όμως, παραμένει όσο παρούσα της επιτρέπουν η φωνή της και τα τραγούδια που ερμήνευσε σε πρώτη εκτέλεση.  εξακολουθούν να συγκινούν. Ευτυχώς υπάρχουν οι δίσκοι. Στη σκηνή του Μεγάρου στο ρόλο της Χασκίλ ακούστηκε η Ζωή Τσινιάρη. Μαζί της ο Tomer Katz (μπουζούκι, φωνή), ο άνθρωπος που οργάνωσε το αφιέρωμα.

Ακόμη ο Κωνσταντίνος Γκούβας (μπουζούκι, φωνή), η Μανώλης Ποργυράκης (κιθάρα, φωνή) και ο Ηλίας Κρομμύδας (ακορντεόν, φωνή), ενώ στην Λαντίνο εκδοχή της Χασκίλ εμφανίστηκε η Βίκυ Χαλκιά.