Skip to main content

Η σκέτη αποτυχία μιας Θεσσαλονίκης σε ρόλο Αθήνας...

Το τριήμερο των εγκαινίων της ΔΕΘ –αυτό που θα ζήσουμε για μία ακόμη χρονιά στο τέλος της εβδομάδας- έχει στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη διάρκεια

Η Θεσσαλονίκη σε ρόλο Αθήνας είναι μια σκέτη αποτυχία. Κι αυτό γιατί μια πόλη που διακρίνεται για τη χαλαρότητα του στιλ ακόμη κι όταν έχει... φούριες υποχρεώνεται ξαφνικά να υποδυθεί την πολυάσχολη πρωτεύουσα που έχει να ανοίξει και να κλείσει χιλιάδες θέματα –ορισμένα εκ των οποίων σοβαρά- μέσα σε λίγες ώρες.

Το τριήμερο των εγκαινίων της ΔΕΘ –αυτό που θα ζήσουμε για μία ακόμη χρονιά στο τέλος της εβδομάδας- έχει στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη διάρκεια. Ξαφνικά στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές του Σεπτέμβρη το σύνολο του πολιτικού προσωπικού –κυρίως οι κυβερνητικοί- και των οικονομικών και θεσμικών παραγόντων ανεβαίνει στην πόλη για να ακούσει και να ανακοινώσει. Να δώσει δήθεν λύσεις σε προβλήματα πολλών –πάρα πολλών- χρόνων και να προσφέρει προοπτική.

Με λίγα λόγια ανεβαίνει για να… πουλήσει ακριβά, κάτι που έχει μικρή αξία, αφού αντιπροσωπεύει διαψεύσεις και ματαιώσεις δεκαετιών. Σε εύπιστους αγοραστές που κάθε χρόνο δίνουν απλόχερα τον ψυχικό και συναισθηματικό οβολό τους. Ένα παιχνίδι αξιών, στο οποίο βασική παράμετρος είναι οι συνεχείς υποτιμήσεις. Ακολουθούν τα εγκαίνια της ΔΕΘ με τον πρωθυπουργό και όλα τα φώτα της δημοσιότητας πάνω από την Έκθεση, την τιμώμενη χώρα που φέτος είναι η Ινδία και την πλατεία της ΧΑΝΘ, όπου συνήθως διαδηλώνουν εργαζόμενοι, άνεργοι, φοιτητές και οπαδοί. Την εβδομάδα που ακολουθεί των εγκαινίων συνεχίζονται οι πολιτικές παρουσίες με την αντιπολίτευση, ενώ σε καθημερινή βάση υπάρχουν «μεγάλες» καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, στο θέατρο Γης, στο θέατρο Δάσους, σε περιφερειακούς χώρους, αλλά και στην ίδια τη ΔΕΘ, που όπως κάθε χρόνο οργανώνει στην αυλή της συναυλίες (Πάολα κ.λπ.). Πέντε δεκαετίες μετά το τριήμερο φεστιβάλ του Γούνστοκ, που άλλαξε τη μοίρα μιας γενιάς στην Αμερική και στον υπόλοιπο πλανήτη, στη Θεσσαλονίκη τα θέατρα, τα πάρκα, οι πλατείες, το ίδιο το εκθεσιακό κέντρο μετατρέπονται σε κανονικά μπουζουξίδικα, ακόμη και αν σε κάποιες ορχήστρες δεν παίζουν μπουζούκια.  

Όλα αυτά για τους κατοίκους της πόλης, δηλαδή για τους κανονικούς ανθρώπους, σημαίνουν μια ατελείωτη και χωρίς καμιά ουσία ταλαιπωρία, αφού –εννοείται- πως η φασαρία και το μπάχαλο σε συνδυασμό με τη δυσκολία στις μετακινήσεις δημιουργούν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Φυσικά υπάρχει πάντα η επίφαση της κινητικότητας ότι κάτι συμβαίνει, αλλά και των οικονομικών συναλλαγών.

Ωστόσο πολλοί Θεσσαλονικείς θα ήθελαν αυτές τις μέρες να κλειστούν στα σπίτια τους, να μην κάνουν τίποτα. Ακόμη καλύτερα να λείπουν. Να βρίσκονται σε διακοπές. Επιθυμίες καταδικασμένες να παραμείνουν ανεκπλήρωτες αφενός γιατί η ζωή, οι δουλειές, τα σχολεία δεν σταματούν ποτέ και αφετέρου γιατί ο Σεπτέμβρης με τις ζέστες και τη γλύκα του αποτελεί κανονική πρόκληση για έξοδο από το σπίτι. Ήδη πολλοί ονειρεύονται να ξημερώσει η Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου. Για να κάνουν ταμείο όταν θα έχουν σβήσει τα πρόσθετα φώτα και οι λιμουζίνες, τα… γκρι κουστούμια της εξουσίας και τα λοξά βλέμματα της παραεξουσίας, θα έχουν επιστρέψει στο φυσικό τους χώρο. Πέριξ του Συντάγματος και της πλατείας Κολωνακίου.

Ονειρεύονται τη μέρα που η Θεσσαλονίκη θα αποκτήσει ξανά τους τακτικούς μέσα στην αταξία τους ρυθμούς της, που ακόμη κι αν δεν μας αρέσουν –άλλωστε δεν φτιάξαμε εμείς την πόλη, τη βρήκαμε χωρίς χιλιαδυό βασικά πράγματα- είναι βέβαιον ότι της ταιριάζουν. Ή τους έχουμε συνηθίσει και μας έχουν συνηθίσει, που είναι το ίδιο…