Skip to main content

Η σκληρή αλήθεια των αριθμών για τον τουρισμό της Βορείου Ελλάδος

Στη Βόρεια Ελλάδα -της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβανομένης και της Χαλκιδικής εξαιρουμένης, τουλάχιστον εν μέρει- ο τουρισμός παραμένει οικοτεχνία

Η αλήθεια των αριθμών είναι πολλές φορές σκληρή, αλλά το γεγονός ότι καταδεικνύει την πραγματικότητα είναι παρηγορητικό, τουλάχιστον για όσους θέλουν να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις με ρεαλισμό και ορθολογισμό. Σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου στατιστικού δελτίου του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, τον Αύγουστο του 2018 υπήρξε αύξηση των αεροπορικών και μείωση των οδικών αφίξεων στη χώρα, έναντι του Αυγούστου 2017. Αντίστοιχη είναι και εικόνα για την περίοδο Ιανουάριος – Αύγουστος, γεγονός το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την αλλαγή του «μίγματος» των τουριστών φέτος στη χώρα μας, υπέρ αυτών που έρχονται αεροπορικώς.

Ως προέκταση αυτών των στοιχείων το άνοιγμα της «ψαλίδας» μεταξύ αεροπορικών και οδικών αφίξεων φέτος αύξησε και τη Μέση κατά Κεφαλή Δαπάνη του ξένου τουρίστα στην Ελλάδα. Οι τουρίστες που έρχονται αεροπορικώς, κυρίως από τη Δυτική Ευρώπη ή ακόμη και πιο μακρινούς προορισμούς, ξοδεύουν περισσότερα από αυτούς που έρχονται οδικώς και είναι κατά κύριο λόγο από τα Βαλκάνια.

Οι τρεις κυριότερες αγορές της Ελλάδας για τον φετινό Αύγουστο ήταν η Ιταλία, η Βρετανία και η Γερμανία, ενώ οι δημοφιλέστεροι προορισμοί ήταν η Αθήνα, η Μύκονος και η Σαντορίνη. Όσο για τους Έλληνες εγχώριοι δημοφιλείς προορισμοί ήταν τον περασμένο μήνα η Σκιάθος, η Πάργα, τα Χανιά, η Νάξος και η Σκόπελος.

Όπως ο καθένας αντιλαμβάνεται απ’ όλη αυτή την εικόνα η Βόρεια Ελλάδα είναι χαμένη και σε ορισμένες περιπτώσεις… εξαφανισμένη. Ο τουρισμός, η λεγόμενη βαριά βιομηχανία της χώρας, αφορά κατά κύριο λόγο την Αττική, την υπόλοιπη Νότια Ελλάδα και τα νησιά. Αυτό είναι εν μέρει φυσιολογικό και εξηγείται με όρους ιστορίας και γεωγραφίας, ενώ δικαιολογείται από το επίπεδο των υποδομών. Στη Βόρεια Ελλάδα –της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβανομένης και της Χαλκιδικής εξαιρουμένης, τουλάχιστον εν μέρει- ο τουρισμός παραμένει οικοτεχνία. Σε ορισμένες περιπτώσεις έχει φτάσει στο επίπεδο της βιοτεχνίας, αλλά απέχει πολύ από το να γίνει βιομηχανία. Δηλαδή από το να έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

- Να είναι πλήρως οργανωμένη.
- Να προσφέρει υπηρεσίες σταθερού επιπέδου.
- Να διαθέτει προϊόν με τυπικά χαρακτηριστικά, το οποίο να μπορεί να γίνει «πακέτο» και να πουληθεί από τους ανθρώπους του μάρκετινγκ.
- Να διαθέτει τμήμα έρευνας και ανάπτυξης που θα αναζητεί την καινοτομία και τη διαφοροποίηση, σχεδιάζοντας επιμελώς την επόμενη ημέρα και το επόμενο βήμα.
- Να πραγματοποιεί διαρκώς επενδύσεις, ώστε να διευρύνει την απήχηση, να αυξάνει τα έσοδα και να μεγαλώνει την κερδοφορία.

Δυστυχώς για πολλούς από τους παράγοντες του τουρισμού στη Μακεδονία και τη Θράκη η απλή ανάγνωση αυτής της λίστας είναι ικανή να προκαλέσει ίλιγγο. Κι αυτό διότι στις περισσότερες περιπτώσεις η τουριστική παράδοση είναι εξαιρετικά ρηχή, καθώς η προσπάθεια να αναπτυχθεί μετράει μόλις λίγα χρόνια. Για τους μεν επιχειρηματίες προϋποθέτει μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και υπομονή, δηλαδή επένδυση σε χρόνο και χρήμα. Για τις δε οργανωμένες τουριστικές συλλογικότητες –ενώσεις, συλλόγους, ομοσπονδίες κ.λπ.- και τους οργανισμούς του δημοσίου και της αυτοδιοίκησης που ασχολούνται με τον τουρισμό σημαίνει συστηματική δουλειά, ώστε να πειστούν οι επιχειρηματίες τόσο για να επενδύσουν, όσο και για να συνεργαστούν με κοινό όραμα και σκοπό. Όσοι βρίσκονται κοντά στην τουριστική αγορά της Β. Ελλάδος συμφωνούν ότι τέτοιου είδους πλάνα δεν μπορούν να εφαρμοστούν, κατ’ αρχήν λόγω της πολυδιάσπασης του κλάδου. Εκατοντάδες –ή μήπως χιλιάδες;- είναι οι περιοχές της Β. Ελλάδος που έχουν τουριστικές προϋποθέσεις. Η κάθε μία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και εκατοντάδες μικρούς, μεσαίους ή μεγαλύτερους επιχειρηματίες. Οπότε ο καθένας τραβάει το δρόμο του όπως νομίζει και όλοι συγκλίνουν μόνο όταν πρόκειται να αξιοποιήσουν –ή μήπως να ξεκοκαλίσουν;- κάποιο πρόγραμμα κοινοτικής επιδότησης.  

Η τουριστική δραστηριότητα ταιριάζει στους Έλληνες, που είναι επικοινωνιακός και φιλόξενος λαός. Ταιριάζει επίσης στη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα λόγω της σημαντικής ιστορίας, αλλά και της φυσικής ομορφιάς της περιοχής. Μόνο που στις δουλειές, πολύ περισσότερο στη δημιουργία τουριστικής πιάτσας, που θα πολλαπλασιάσει την πελατεία και θα διαφοροποιήσει τις πηγές της για λόγους ασφαλείας, ο αυτόματος πιλότος της αγοράς δεν αρκεί. Μπορεί κάποια στιγμή να παράγει περιορισμένα αποτελέσματα, αλλά ο έντονος ανταγωνισμός που υπάρχει μέσα στη χώρα, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή επιβάλλει την τεχνοκρατική προσέγγιση των θεμάτων.

ΥΓ. Για διαφορετικούς λόγους η Αθήνα, η Μύκονος και η Σαντορίνη διαθέτουν κάτι μοναδικό στον κόσμο. Άρα βγαίνουν εκτός ανταγωνισμού. Η υπόλοιπη Ελλάδα, όμως, που προοδεύει τουριστικά και ζει από την επισκεψιμότητα των ξένων δεν είναι ομορφότερη ή πιο φιλόξενη από τη Βόρεια Ελλάδα. Μόνο μεγαλύτερη παράδοση και καλύτερη προβολή διαθέτουν κάποιες περιοχές, επειδή η συστηματική δουλειά έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια και συνεχίζεται,. Μια δουλειά που για τις περισσότερες περιοχές της Β. Ελλάδος όχι απλώς δεν έχει ξεκινήσει, αλλά δεν έχει καν σχεδιαστεί!