Skip to main content

Η σωτηρία του επιχειρείν της Θεσσαλονίκης σε… 120 δόσεις

Τις τελευταίες μέρες οι πάντες δείχνουν να εναποθέτουν, πλέον, τις ελπίδες τους στις 120 δόσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία και εφορίες.

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή σε όσους ασχολούνται με την ελληνική επιχειρηματικότητα. Όταν σε έναν μικρομεσαίο νομό της χώρας υπάρχουν 137 καταστήματα λιανικής πώλησης υποδημάτων –μποτάκια, γόβες, αθλητικά, περιπάτου, παντόφλες κ.λπ.-  κάτι στραβό συμβαίνει. Επειδή οι άνθρωποι που ζουν στη συγκεκριμένη περιοχή δεν είναι… σαρανταποδαρούσες, η απορία για το πως επιβιώνουν οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι βάσιμη. Και η απάντηση πρόδηλη: Επιβιώνουν επειδή… κλέβουν. Την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία, τους πελάτες, τους εργαζομένους τους, ενδεχομένως και τον ίδιο τους τον εαυτό. Σύμφωνα με όλα τα οικονομικά μοντέλα η διατήρηση της λειτουργίας μιας τέτοιας επιχείρησης, σε τέτοιες ανταγωνιστικές συνθήκες και στη συγκυρία που διαμορφώνουν αφενός οι υψηλοί φόροι και εισφορές και αφετέρου η συρρίκνωση της αγοράς των καταναλωτικών ειδών λόγω της κρίσης και της ύφεσης, δεν μπορεί να γίνει με διαφορετικό τρόπο. Εάν υπήρχε άλλος δρόμος, αυτός που τον εφαρμόζει είναι αυτομάτως υποψήφιος για Νόμπελ Οικονομίας.

Τα τελευταία νέα από την Ελληνική Στατιστική Αρχή και την Τράπεζα της Ελλάδος επιβεβαιώνουν αυτή την αφύσικη και καθαρά ελληνικού τύπου κατάσταση από άλλη πλευρά. Σε μια δεκαετία μείωσης του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος κατά 25% -χοντρικά από το 2008 μέχρι το 2017- στην Ελλάδα πτώχευσαν μόνο 3.222 επιχειρήσεις, κατά μέσο όρο 320 το χρόνο. Αυτή η… συμπεριφορά του συστήματος, συγκρινόμενη με το 2007, την τελευταία καλή –δηλαδή ανοδική- χρονιά για την ελληνική οικονομία, όταν ο αριθμός των πτωχεύσεων ήταν μεγαλύτερος από 500, αποδεικνύει επίσης ότι στο ελληνικό υπόδειγμα υπάρχουν πολλές στρεβλώσεις. Πολλά ελληνικά παράδοξα, που εξηγούν γιατί η οικονομία της χώρας μας δεν μπορεί να επανέλθει στην κανονικότητα, παρά τα δάνεια, παρά τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών και –κυρίως- παρά το κόστος που πληρώνει η κοινωνία. «Το σύστημα είναι ένοχο», όπως έλεγε ένα λαϊκό τσιτάτο από τη δεκαετία του 1960 ακόμη.  

Ο πολυκερματισμός των ελληνικών επιχειρήσεων, που στη συντριπτική τους πλειοψηφίας είναι μικρές και πολύ μικρές, όπως και ο συνακόλουθος υπερεπαγγελματισμός που υπάρχει σχεδόν σε όλους τους κλάδους και σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας –στη Θεσσαλονίκη κατά κόρον- είναι ένα από τα βασικά προβλήματα, στην προσπάθεια της χώρας να ανακάμψει. Πρόκειται για θέμα που δεν είναι αμιγώς οικονομικό, ενώ θα έπρεπε. Σχετίζεται σαφώς με τη νοοτροπία που κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία, η οποία μεταθέτει ακόμη και τα πιο παράλογα ζητήματα στην πολιτική. Πληροφορίες από ανθρώπους οι οποίοι λόγω της ιδιότητας τους βρέθηκαν πολύ κοντά στην τρόικα από την αρχή, δηλαδή από το 2010, επιμένουν ότι οι ξένοι τεχνοκράτες αντιλήφθηκαν το πρόβλημα από νωρίς, από το πρώτο εξάμηνο. Μόνο που δεν μπόρεσαν ούτε να το λύσουν, ούτε καν να το αναδείξουν. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και οι Έλληνες παράγοντες που αντιλήφθηκαν τι συμβαίνει. Ούτε οι υπουργοί, ούτε οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων αποφάσισαν να σηκώσουν το βάρος των κακών ειδήσεων. Διότι μπορεί – για παράδειγμα- στα δύσκολα χρόνια να έκλεισε το ένα στα τέσσερα μαγαζιά, αλλά πρώτον, αυτό από μόνο του δε φτάνει και δεύτερον, οι επόμενες κινήσεις εμπόρων και επαγγελματιών είχαν λίγο – πολύ τα ίδια χαρακτηριστικά που οδήγησαν στα λουκέτα. Όσοι δε βγήκαν στη σύνταξη ξεκίνησαν κάποια άλλη δραστηριότητα, σε έναν πιθανότατα εξίσου κορεσμένο κλάδο, επιτείνοντας το πρόβλημα. Κανείς και ποτέ στο πλαίσιο μιας συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου ενός Επιμελητηρίου –πρόκειται για το θεσμό που θεωρητικά τουλάχιστον καλύπτει το σύνολο της επιχειρηματικότητας σε έναν νομό- δεν τόλμησε να πει «συνάδελφοι είμαστε πολλοί και άρα πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις με αυτό το δεδομένο». Αντίθετα στα απειράριθμα υπομνήματα που συντάχθηκαν και προωθήθηκαν στους αρμόδιους της πολιτείας, το πνεύμα είναι «πάρτε μέτρα για να σωθούν οι μικρομεσαίοι».

Αντίστοιχα οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί στις συναντήσεις τους ανά την Ελλάδα με εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων δεν τολμούν να θίξουν ένα τέτοιο θέμα. Το αντίθετο: συζητούν μέτρα και ημίμετρα, που απλώς σπρώχνουν το χρόνο λίγο πιο κάτω, μετακινώντας ελαφρώς τον… τοίχο του αδιεξόδου, που έρχεται συνεχώς πιο κοντά. Ίσως γι’ αυτό πολύ περισσότερες από τις πτωχεύσεις είναι οι περιπτώσεις καταφυγής στις προ-πτωχευτικές διαδικασίες, που ενίοτε διασφαλίζουν κάποιες ανάσες στην επιχείρηση, μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου των διαδικασιών και μιας κάποιας προστασίας από τους πιστωτές, δημόσιο και ιδιώτες.

Αν παρατηρήσει κανείς τις δηλώσεις των τελευταίων ημερών, οι πάντες εναποθέτουν, πλέον, τις ελπίδες τους στις 120 δόσεις προς τα ασφαλιστικά ταμεία και προς την εφορία. Στη Θεσσαλονίκη όλοι οι φορείς –από τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Ελλάδος, που εκπροσωπεί τους μεγαλύτερους του επιχειρείν, μέχρι το Επαγγελματικό Επιμελητήριο των μικρομικρών- στηρίζουν αυτή την προοπτική, σε πρώτη φάση για τα χρέη στα ασφαλιστικά ταμεία. Σε αυτή τη φάση θα ήταν πολύ δύσκολο οι διοικήσεις να πουν –να ψελλίσουν έστω- κάτι διαφορετικό. Τόση είναι η πίεση. Όπως φαίνεται όλοι όσοι χρωστούν –διότι υπάρχουν και οι… καθαροί, οι οποίοι νιώθουν και λιγάκι κορόιδα-, αλλά και όσοι εκπροσωπούν αυτούς που χρωστούν πιστεύουν ότι αν διευκολυνθούν οι οφειλέτες επί μία δεκαετία για τα παλιά τους σωρευμένα χρέη θα καταφέρουν να είναι συνεπείς, εφόσον η κάθε δόση θα είναι μικρή.

Σχεδόν κανείς δεν δίνει σημασία στο ότι την ίδια ώρα για να ευεργετηθούν οφείλουν να είναι εντάξει με τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους. Και γιατί να είναι συνεπείς το 2019, όταν δεν ήταν το 2018; Εάν δεν είχαν πέρσι, γιατί θα έχουν φέτος; Ή διότι πραγματικά δεν είχαν, οπότε οι περισσότεροι θα συνεχίσουν να μην έχουν. Ή διότι είχαν αλλά δεν πλήρωναν, δηλαδή έκλεβαν, επειδή περίμεναν τις 120 δόσεις. Η κατάληξη αυτής της υπόθεσης είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη: Όσοι δεν έχουν θα εξακολουθήσουν –άμεσα ή σε λίγους μήνες- να μην πληρώνουν, διότι το δέλεαρ του να πάρουν ενημερότητα έχει χαμηλό ταβάνι. Όσοι έχουν –κι αυτοί σε έναν χρόνο- θα αρχίσουν να ζητάνε οι 120 δόσεις να γίνουν 240. Έτσι πάει το παιχνίδι, κάτι σαν τη γάτα με το… ποντίκι. Πιθανότατα, λοιπόν, θα καταλήξουμε στα ίδια, με δύο, τουλάχιστον, διαφορές. Πρώτον, όλοι θα έχουν μεγαλώσει περισσότερο και πιθανόν να έχουν μεγαλώσει και τα αδιέξοδα. Δεύτερον, θα έχουν γίνει εκλογές και άρα θα υπάρχει καθαρός πολιτικός χρόνος, κάτι που στην πράξη μάλλον δεν σημαίνει τίποτα, αλλά όλοι θέλουν να νομίζουν ότι κάτι θα σημαίνει. Υπάρχουν κι άλλα δύο σενάρια, τα οποία όμως είναι τόσο θεωρητικά, που δεν… πιάνονται: Η πιθανότητα ενός γενικευμένου θαύματος, προοπτική που δεν υπάρχει. Και οι καθαρές λύσεις που θα οδηγήσουν στην πλήρη αναδιαμόρφωση του επιχειρηματικού και επαγγελματικού τοπίου των μικρομεσαίων στη βάση του ορθολογισμού και των κανόνων της αγοράς, κάτι που δεν συνάδει με την ελληνική ιδιοτυπία (sic) και επομένως είναι προφανώς ανέφικτο σε ορατό χρόνο.