Skip to main content

Οι τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου πετάνε στον αέρα της Θεσσαλονίκης

Ένας πολιτικός και ένας δημοσιογράφος στη διάρκειας τηλεοπτικής συνέντευξης αποκάλυψαν ότι πολλές φορές διαβάζουν πρώτα το τέλος ενός βιβλίου.

Σε μια πολιτική συνέντευξη σε μεγάλο ιδιωτικό κανάλι στις αρχές της εβδομάδας φευγαλέα η συζήτηση ήρθε στα βιβλία. Σε μια κουβέντα που τα βιβλία δεν έχουν καμία θέση, ξαφνικά βρέθηκαν για λίγα λεπτά στο επίκεντρο. Ο πολιτικός, που αυτή τη στιγμή δεν παίζει μπάλα στο τερέν, αλλά περιφέρεται στην εξέδρα και στα πέριξ του γηπέδου, αποκάλυψε ότι πολλές φορές διαβάζει πρώτα το τέλος ενός βιβλίου και μετά πηγαίνει στις πρώτες σελίδες. Καλό; Το καλύτερο όμως ήταν αυτό που ακολούθησε, η αντίδραση του μεγαλοδημοσιογράφου. Ο οποίος αντί όπως θα ήταν πιο λογικό να επισημάνει ότι «αν πρόκειται να διαβάζουμε ένα βιβλίο από το τέλος τότε γιατί ο συγγραφέας το έγραψε από την αρχή;», υπερθεμάτισε ότι και ο ίδιος συχνά κάνει το ίδιο. Διαβάζει πρώτα τις τελευταίες 20 σελίδες και μετά τις πρώτες, ενώ στο ενδιάμεσο μπορεί να παίρνει κάποια γεύση και από τη μέση του βιβλίου.

Εντάξει, θα σκεφτεί κανείς, περί ορέξεως…  Όπως λέει και ο τροβαδούρος:

«Ξεφύγαν απ’ τα χέρια μου οι πίσω μου σελίδες /
κι ας μου κοστίσαν ακριβά σε κόπους και θυσίες. /
Χέι, με περιφρονούνε τώρα και τραβάνε, /
σαν τρελές μέσα στη μπόρα».

Τουλάχιστον οι δύο αυτοί άνθρωποι ανοίγουν κι από κανένα βιβλίο, έστω από το τέλος ή από τη μέση. Το ότι το διαφημίζουν από τηλεοράσεως είναι ένα ζητηματάκι, αλλά –θα πει κάποιος άλλος- τόσα ακούγονται καθημερινά στους τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, σε αυτό που μάθαμε να ονομάζουμε δημόσιο λόγο. Ένα παραπάνω, ένα λιγότερο δεν έχει και μεγάλη σημασία.

Ενδεχομένως στις μέρες μας τίποτα να μην έχει σημασία. Προ ετών επώνυμος δημοσιολόγος, από αυτούς που περισσότερο ασκούν εξουσία και λιγότερο την ελέγχουν, βρέθηκε σε νυχτερινό κέντρο. Σα να λέμε μπουζουξίδικο. Κάποια στιγμή ο άνθρωπος μεράκλωσε και θέλησε να χορέψει. Τότε δύο άνδρες, η συνοδεία του, διότι όσοι δημοσιολογούντες περισσότερο ασκούν εξουσία και λιγότερο την ελέγχουν κυκλοφορούν με προστασία επειδή –λέει- είναι αναγνωρίσιμοι και… κινδυνεύουν, ανέβηκαν στην πίστα, έκαναν χώρο, ώστε ο πρωταγωνιστής μας να φέρει τις βόλτες του. Χόρεψε, λοιπόν, ένα ζεϊμπέκικο. Χαλάλι του. Μόνο που το τραγούδι που έπαιζε η ορχήστρα ήταν χασάπικο. Τι Λωζάνη, τι Κοζάνη.  

Το θέμα έχει ενδιαφέρον μόνο αν το συνδέσει κανείς με την απαιτούμενη συγκέντρωση που κάθε άνθρωπος οφείλει να έχει όταν ασχολείται με κάτι στα σοβαρά. Είτε είναι μαθητής στο δημοτικό, είτε είναι ο Μέσι που θέλει να κερδίσει το Champions League, είτε όλα τα ενδιάμεσα. Ακόμη και υπουργός και μεγαλοδημοσιογράφος. Η δημόσια συζήτηση των δύο ανδρών επιβεβαιώνει αυτό που λίγο πολύ όλοι γνωρίζουμε ότι ισχύει στην ελληνική κοινωνία οριζοντίως και καθέτως εδώ και χρόνια. Σε πολλές περιπτώσεις η σκέψη των ανθρώπων κινείται σε ρυθμούς ζάπινγκ, ενώ συχνά η διαδρομή έχει πολύ μοντάζ, αφού ακυρώνουν με τεχνικό τρόπο χρονικές περιόδους και ουσιώδεις ως προς το αποτέλεσμα διαδικασίες. 

Αυτός που διαβάζει το βιβλίο ξεκινώντας από το τέλος, προφανώς δεν ενδιαφέρεται για το ρυθμό αφήγησης του συγγραφέα, παρά μόνο για μια κάποια –ας την χαρακτηρίσουμε επιεικώς αποσπασματική- αναγνωστική απόλαυση. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που παρακολουθεί καθημερινά τη ζωή –τη δική του και των άλλων- με τηλεοπτικούς όρους. Διότι στην τηλεόραση –και στο σινεμά, αλλά λιγότερο- ο χρόνος εξ’ ανάγκης πυκνώνει. Τεμαχίζεται αυθαίρετα και γι’ αυτό επικίνδυνα. Ο πρωταγωνιστής ξυπνάει, στο επόμενο πλάνο βγαίνει από το σπίτι του και στο τρίτο πλάνο μπαίνει στο γραφείο και καλημερίζει τους συνεργάτες του. Τα ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα μπορεί να χάνονται στην οθόνη, αλλά στην πραγματική ζωή είναι πολύ σημαντικά, αφού οι στιγμές που δεν έχουν τίτλο ενδέχεται να καθορίζουν τις κορυφαίες αποφάσεις και κινήσεις, που τελικά νοηματοδοτούν τα πράγματα που… έχουν τίτλο. Η θέα ενός αδέσποτου που ανέμελο περνάει μπροστά από την πολυκατοικία, το μποτιλιάρισμα, το στρίμωγμα στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ο ήχος ενός ακορντεόν που έρχεται από κάποια μακρινή γωνία, η μοναχική άνοδος με το ασανσέρ. Ο Μέσι μπαίνει στο γήπεδο και συχνά κερδίζει μόνος του το ματς. Η μετάδοση τελειώνει με το σφύριγμα του διαιτητή και τους πανηγυρισμούς στις εξέδρες. Κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να μάθει τι έκανε τις προηγούμενες ημέρες, τους προηγούμενους μήνες, τα προηγούμενα χρόνια, σε όλη του τη ζωή αυτός ο… ήρωας. Πως καταφέρνει να παίζει όπως παίζει, ποια είναι τα κίνητρά του. Αλλά ο Μέσι –και ο κάθε άνθρωπος του θεάματος- κάνει τη δουλειά του. Ο ίδιος ξέρει καλά την κάθε λεπτομέρεια της ζωής του. Για πολλούς ανάμεσα μας –όπως και για πολιτικούς που παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή των ανθρώπων, αλλά και για δημοσιολογούντες, που εκφράζουν απόψεις που επηρεάζουν πολιτικούς που αποφασίζουν για πολλούς άλλους ανθρώπους- τα όρια είναι δυσδιάκριτα. Αν και οι γενικεύσεις δεν ωφελούν, οι περισσότεροι δείχνουν να νοιάζονται μόνο για τη στιγμή, για την ατάκα, για τις εντυπώσεις. Εάν το αποτέλεσμα τους βγει όλα είναι εντάξει. Εάν χάσουν κάποιο στοίχημα, τότε όλα είναι στραβά. Κάτι δεν πάει καλά σε όλο αυτό το σχήμα, συμφωνούμε;

Όπως σε ένα βιβλίο που –ότι κι αν λένε ο συνταξιοδοτημένος πολιτικός, ο γκριζομάλης παρουσιαστής, ίσως και αρκετοί άλλοι- υπάρχει αρχή, μέση, τέλος, έτσι και στη μουσική κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πλήρως τον καλλιτέχνη δημιουργό, αν δεν φροντίσει να ακολουθήσει το ρυθμό του. Αν δεν συντονιστεί με τους παλμούς του. Για παράδειγμα η κλασική μουσική: αν και για λόγους εμπορικούς τις τελευταίες δεκαετίες κυκλοφορούν δίσκοι με «τα καλύτερα κομμάτια της κλασικής μουσικής» είναι σαφές ότι η αυθεντική προσέγγιση ενός κλασικού έργου δεν μπορεί να είναι άλλη από την ολοκληρωμένη. Από τις πρώτες νότες μέχρι την κορύφωση. Το ίδιο ισχύει και για τις συναυλίες, άσχετα εάν πρόκειται για συμφωνική μουσική, τζαζ, ροκ ή ελληνικά τραγούδια. Οι πομποί -ορχήστρες, μαέστροι, μουσικοί, τραγουδιστές- προτείνουν συνήθως κάτι ολοκληρωμένο, η συνοχή του οποίου, αλλά και η ενσωμάτωση των σημάτων του κοινού  αποτελεί μέτρο της ποιότητάς τους. Διότι η εξουσία της μπακέτας και του μικροφώνου είναι μεγάλη και συχνά χρησιμοποιείται όχι με κοινωνικά, αλλά με απολύτως προσωπικά έως ιδιοτελή κριτήρια. Ξέρουμε ότι ένας τραγουδιστής μπορεί άνετα και χωρίς κόστος να κολλήσει ένα τραγούδι του Χατζιδάκι σ’ ένα δικό του γλυκανάλατο με μοναδική συγκολλητική ουσία το μελιστάλακτο κλαψιάρικο ύφος που διαθέτει και να πουλήσει μια χαρά στους θαυμαστές του, οι οποίοι θα τον αποθεώσουν. Τι Λωζάνη, τι Κοζάνη. Μόνο που κάτι τέτοιο αφορά μόνο τον ίδιο, ενδεχομένως και τους θαυμαστές του, οι οποίοι το επόμενο πρωί δεν θα θυμούνται και πολλά. Κι αν κάτι τέτοιο δε συμβαίνει συχνά στις ορχήστρες είναι επειδή υπάρχει παιδεία, που κάποια πράγματα τα επιτρέπει και κάποια τα απαγορεύει. Διότι τα πάντα –ακόμη και το πιο μικρό- απαιτούν τελικά εκπαίδευση, που οδηγεί στη γνώση και στην εμπειρία. Ακόμη και το διάβασμα ενός βιβλίου, από την αρχή προς το τέλος. Από την αρχή μέχρι το τέλος.

ΥΓ. Οι δύο φιγούρες προχωρούσαν στην παραλία της Θεσσαλονίκης προς το Ποσειδώνιο. Περπατούσαν δίπλα δίπλα, σχεδόν κολλημένες η μία στην άλλη, όπως όταν βρίσκονταν στην κοιλιά της μάνας τους. Ο ένας φορούσε μαύρο ναυτικό πανωφόρι, αγορασμένο στην Αμερική, κάπου στο Μαϊάμι. Σαν κι αυτά που φορούσε ο Νίκος Καββαδίας. Ο άλλος ένα μακρύ σκούρο παλτό, σκούφο και τσιγάρο στο χέρι. Οι δύο τους συζητούσαν με υπόγεια ένταση. Ξαφνικά είδαν στο βάθος ένα φωτισμένο μηχάνημα, που έναντι κάποιων κερμάτων πρόσφερε καφέδες, τσάι και ζεστή σοκολάτα. Τεχνητή νοημοσύνη, πολύ πριν ο όρος αυτός αποκτήσει καθημερινή χρήση. «Ζεστά ποτά, να ο τίτλος μας» γύρισε και είπε ο Χάρης.

Ο Πάνος συμφώνησε με μία καταφατική κίνηση ενθουσιασμού και κλειστά τα μάτια. «Λύθηκε το ένα πρόβλημα μας» σχολίασε ο Χάρης, που ήξερε καλά πως ο τίτλος ενός δίσκου, ενός τραγουδιού, ενός βιβλίου, ενός ποιήματος, ενός οτιδήποτε δείχνει έμπνευση ή… αδιέξοδο και διεκπεραίωση. «Πάμε πίσω, να βάλουμε τώρα τα τραγούδια σε μια σειρά» συνέχισε ο Πάνος, τελειώνοντας με μια μεγάλη γουλιά τον καφέ του και πιάνοντας τον αδελφό του αγκαζέ. Στην επιστροφή προς το κέντρο της Θεσσαλονίκης άρχισαν να τραγουδούν. Ένας ένας ή και οι δύο μαζί τα τραγούδια τους. Χωρίς τον παραμορφωτικό καθρέφτη της σκηνής και τοι κοινού. Χωρίς να περιμένουν χειροκρότημα. Όταν, μάλιστα, οι φωνές τους συνταίριαζαν χωρίς να το συνειδητοποιούν ο ήχος έφευγε πολύ ψηλά κι έφτανε πολύ μακριά. «Γέλα, γέλα πουλί μου γέλα / γέλα, είν’ η ζωή μια τρέλα». Μέχρι τον τέταρτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Βασιλίσσης Όλγας.

Εκεί όπου ένας φοιτητής πάλευε με τα… συγγράμματα. Την άλλη μέρα στο στέκι της παρέας έπιασε παράμερα τον κολλητό του, με τον οποίο είχαν την ίδια τρέλα και τα ίδια κολλήματα. «Ξέρεις Νίκο, χθες αργά το βράδυ άκουσα τους Κατσιμιχαίους να τραγουδούν α καπέλα, στην παραλία. Τους άκουσα καθαρά, με κάποιες διακοπές, αλλά ήταν αυτοί. Πειράζει;».