Skip to main content

Οι τέσσερις βασικές ελλείψεις που κρατούν στάσιμη τη Βόρεια Ελλάδα

Οι τέσσερις βασικές ελλείψεις που κρατούν στάσιμη τη Βόρεια Ελλάδα και δεν της επιτρέπουν να αξιοποιήσει τη δυναμική της.

Η βόρεια Ελλάδα, όπως και ο Βορράς σε πάρα πολλές χώρες παγκοσμίως (υπάρχουν πολλές απόψεις για τις αιτίες), αποτελεί το κέντρο της παραγωγής και την ατμομηχανή της χώρας ειδικά στον δευτερογενή τομέα.

Στην Ελλάδα, η εκβιομηχάνιση και τα γεωγραφικά δεδομένα συνέβαλαν ώστε η περιοχή για πολλά χρόνια να αποτελεί την καρδιά της παραγωγικής δραστηριότητας. Στην πορεία των ετών η αποβιομηχάνιση άφησε βαρύ το αποτύπωμά της στη σύγχρονη εξέλιξη του χώρου κι από πρωταγωνίστρια στην παραγωγική δραστηριότητα η περιοχή μετατράπηκε σε πρωταγωνίστρια στην ανεργία.

Συνέβαλαν στη διαμόρφωση αυτής της νέας κατάστασης πολλά περισσότερα από την αποβιομηχάνιση, την οποία άλλωστε έζησε όλη η χώρα. Η προσαρμογή όμως του ελληνικού Βορρά στα νέα δεδομένα άργησε πολύ. Κάποια στιγμή η ισορροπία βρέθηκε, όπως παρέμειναν και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της περιοχής, που ζητούν αξιοποίηση στο σύνολό τους, προκειμένου να ξαναγίνει η ατμομηχανή της χώρας. Χρειάζεται κυρίως πίστη στις αναπτυξιακές δυνατότητες της περιοχής από τις κυβερνήσεις, διότι η συνεισφορά ενός αναπτυξιακού μπουμ στη βόρεια Ελλάδα αφορά στην ευημερία όλης της χώρας.

Η Κεντρική Μακεδονία σήμερα είναι η πρώτη κυρίαρχη αγροτική περιφέρεια της χώρας, με το ένα τέταρτο των αγροτικών προϊόντων να παράγεται σ' αυτό τον τόπο. Είναι πρώτη σε εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και με αύξηση των εξαγωγών συνολικά μέσα στα χρόνια της κρίσης (οικονομικής και υγειονομικής) να είναι της τάξης του 50%. Είναι η περιοχή με το μεγαλύτερο μεταφορικό έργο. Και δεν έχει αναπτυγμένο μόνο τον πρωτογενή τομέα, αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της (πύλη για την Ασία, τα Βαλκάνια και την Κεντρική Ευρώπη, ακόμη και την Ιταλία), αλλά και συγκεκριμένους κλάδους του τριτογενούς τομέα, όπως ο τουρισμός, όπου είναι τα τελευταία χρόνια η περιοχή με τις πιο σημαντικές πρωτιές σε τουριστικές αφίξεις και προφανώς σταθερά πρώτη στον οδικό τουρισμό, δίχως να υπολείπεται στις αφίξεις αεροπορικώς.

Ωστόσο, ο δευτερογενής τομέας είναι η σημαντική ανοιχτή πληγή σε αυτό το επίπεδο της αναπτυξιακής διαδικασίας. Αν εξαιρέσουμε κάποιες δραστηριότητες βιομηχανικές και βιοτεχνικές (λιγνίτης στη Δυτική Μακεδονία κλπ.) που παράγουν πλούτο και εισόδημα σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, μια οργανωμένη προσπάθεια αντιστροφής της καθοδικής πορείας της δευτερογενούς παραγωγής δεν έχει γίνει. Παρότι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα ευνοούν και το συγκεκριμένο παραγωγικό τομέα. Στο ανθρώπινο δυναμικό και τις υποδομές παραγωγής γνώσης και καινοτομίας η περιοχή υπερτερεί. Όπως και σε πολλά άλλα δεδομένα, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν κίνητρα για να γίνουν επενδύσεις σε εργοστάσια.

Τι λείπει; Τέσσερις βασικές ελλείψεις:

1.Απουσιάζει ο οικονομικά ισχυρός ιδιωτικός τομέας. Η επιχειρηματικότητα ή αν θέλετε το πολύ χρήμα προσπέρασε όλα αυτά τα χρόνια τη Θεσσαλονίκη, την Κεντρική Μακεδονία και τη Βόρεια Ελλάδα. Όπως την προσπέρασαν σε μεγάλο βαθμό και οι μεγάλοι επενδυτές σε μονάδες παραγωγής. Εκείνοι που ήρθαν ήταν πολύ λιγότεροι από εκείνους που έφυγαν και επίσης τα μεγέθη γέρνουν προς τη μια πλευρά. Η παλιά -πολύ βολική για την περιοχή και τα οικονομικά της δεδομένα- ισορροπία χάθηκε. Αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρξουν «θεαματικές» επενδύσεις σε οικονομικά μεγέθη, σε θέσεις εργασίας κτλ., τα παραγόμενα προϊόντα να αφορούν κυρίως σε είδη χωρίς ευρεία κατανάλωση (παραδοσιακές επιχειρήσεις) και να χαθεί η πολύτιμη μίξη ντόπιων και νέων επενδυτών.

2.Απουσιάζουν τα ισχυρά οικονομικά κίνητρα και για τους ντόπιους επιχειρηματίες και για τους «εισαγόμενους». Χωρίς ειδικά κίνητρα, που να ξεχωρίζουν την περιοχή ως παραγωγική βάση του δευτερογενούς τομέα, οι νέες επενδύσεις γίνονται σε μεγάλο βάθος χρόνου και με μεγάλη διστακτικότητα. Σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον στην ίδια γειτονιά, ο επενδυτής θα προτιμήσει την εγκατάσταση εκεί που έχει το μικρότερο δυνατό κόστος, τις μεγαλύτερες δυνατές ευκολίες, τις πρώτες ύλες και το ποιοτικό εργατικό δυναμικό, που θα είναι ικανό να προσθέσει υπεραξία στο εγχείρημά του. Το βλέπαμε χρόνια να έρχεται, δεκαετίες, αλλά προτιμήσαμε να κλείσουμε τα μάτια ως Πολιτεία. Κάποτε η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλονίκη ήταν σε θέση ισχύος στον ανταγωνισμό με τους Βαλκάνιους γείτονες. Αυτό με τα χρόνια άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει υπέρ των γειτόνων, όσο και το τελευταίο προπύργιο, αυτό του ασφαλούς επενδυτικού περιβάλλοντος, που ορθώς διαφυλάξαμε, καταρρίπτεται. Όχι επειδή κάνουμε κάτι εμείς λάθος, αλλά επειδή οι γείτονες κάνουν πολλά καλύτερα από εμάς.

3.Απουσιάζουν οι υποδομές. Για την ακρίβεια υλοποιούνται με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, με αποτέλεσμα να έχουμε χάσει ένα σοβαρό άσο που είχαμε στο παρελθόν στο μανίκι μας και αποτελούσε ισχυρό θέλγητρο για επιχειρήσεις και επενδυτές, ειδικά με εξαγωγικό χαρακτήρα. Μόνο τα τελευταία χρόνια οι εξαγωγές έχουν πάρει ώθηση κι ένας βασικός παράγοντας είναι η ολοκλήρωση σημαντικών υποδομών. Η Εγνατία οδός, μια μόνο υποδομή (τεράστιου μεγέθους πάντως), ήταν αρκετή για να δώσει την ώθηση που χρειαζόταν. Ακόμη όμως παλεύουμε με τον σιδηρόδρομο και με άλλους βασικούς οδικούς άξονες, ακόμη παλεύουμε για να ολοκληρώσουμε τις υποδομές στα λιμάνια, ακόμη παλεύουμε για να δημιουργήσουμε οργανωμένους βιομηχανικούς και βιοτεχνικούς χώρους κι ακόμη παλεύουμε με τη γραφειοκρατία στην ίδρυση, αδειοδότηση και λειτουργία μιας επιχείρησης... Μόλις προσφάτως το αεροδρόμιο «Μακεδονία» απέκτησε υποδομές αντάξιες του όρου «Διεθνές»...

4.Απουσιάζει κι ένα εθνικό συνεκτικό σχέδιο για την ανάπτυξη της περιοχής. Μια συμφωνία κυρίων ανάμεσα στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις του τόπου στην κατεύθυνση του συνομολογούμενου στόχου από όλους: Να καταστεί η βόρεια Ελλάδα το παραγωγικό κέντρο της χώρας, με εξωστρεφή χαρακτήρα, τέτοιο που η εξελισσόμενη οικονομική δραστηριότητα να της επιτρέπει να θεωρείται κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης σε πολλά ζητήματα (από το εμπόριο και την καινοτομία μέχρι την παιδεία και την ενέργεια) κι αυτή η προοπτική να μην είναι απλώς στο μυαλό και τα σχέδια των τοπικών φορέων. Διότι οι τοπικοί φορείς είναι αλήθεια ότι παλεύουν για την ανάπτυξη του τόπου τους, όμως αν η προσπάθειά τους δεν «κουμπώνει» πάνω στον εθνικό σχεδιασμό εξελίσσεται με στρεβλώσεις και με ρυθμούς χελώνας, ενώ δεν έχει και το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.

Σήμερα, με την προοπτική που δίνει στη χώρα ο πακτωλός χρημάτων που θα πέσουν την επόμενη δεκαετία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ (με τους ιδιωτικούς πόρους που θα κινητοποιηθούν μιλάμε για 100 δισεκατομμύρια ευρώ), ένα τέτοιο σχέδιο μπορεί να είναι η ευκαιρία για τη Βόρεια Ελλάδα της ανάπτυξης, της δημιουργίας και της πράξης σε αντικατάσταση της σημερινής εικόνας των λόγων, των οραμάτων και της μιζέριας.