Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη καταρρέει και αποσυντίθεται, υπό βροχήν

H Θεσσαλονίκη δεν αντέχει να της συμβεί το παραμικρό. Παραμένει ανοχύρωτη πόλη. Είτε βρέξει, είτε χιονίσει, δηλαδή βρέξει – χιονίσει διαλύεται...

Η Θεσσαλονίκη έχει θάλασσα, το Θερμαϊκό κόλπο. Τελευταία, όμως, τη διασχίζουν και κάτι ορμητικά ποτάμια με ονοματεπώνυμο. Εθνικής Αμύνης, Τσιμισκή, Βενιζέλου. Κι άλλα. Κάποτε λέγαμε «μια βροχή θα μας σώσει». Όπως ζητούσαμε «να χιονίσει, μήπως και δούμε άσπρη μέρα». Τα τελευταία χρόνια οι έμπλεες λαϊκής σοφίας φράσεις ηχούν ειρωνικά, αφού η Θεσσαλονίκη δεν αντέχει να της συμβεί το παραμικρό. Παραμένει ανοχύρωτη πόλη. Είτε βρέξει, είτε χιονίσει, δηλαδή βρέξει – χιονίσει διαλύεται. Χωρίς κάποιος συγκεκριμένος -άνθρωπος, παράγοντας, σύστημα- να αναλαμβάνει την ευθύνη. Όλοι μαζί φταίμε, δηλαδή κανένας. Ούτε καν ο Χατζηπετρής. Το σκηνικό ταιριάζει στις noir ιστορίες συγγραφέων του μεσογειακού νότου και των μεσοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ, στις οποίες πρωταγωνιστούν ταλαιπωρημένοι στιλάτοι αντιήρωες, οι οποίοι πάντα την τελευταία στιγμή καταφέρνουν απλώς να επιβιώσουν σαν σκιές στον πάνω κόσμο, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν να «παλεύουν» με τον εαυτό τους, τις εμμονές τους, τα πάθη τους, τα χάλια τους.

Για τους δήμους του πολεοδομικού συγκροτήματος, την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, την ΕΥΑΘ, για όλους τους δημόσιους φορείς στη Θεσσαλονίκη φταίνε πάντα δύο πράγματα: η μεγάλη ένταση των καιρικών φαινομένων και η ανεπάρκεια των δικτύων υποδομών. Τα τόσα χιλιοστά νερού ανά στρέμμα που έπεσαν –πρωτοφανώς!- σε τόσα λεπτά, ο παρατεταμένος παγετός, οι στενοί σωλήνες του αποχετευτικού, τα μικρά και λίγα φρεάτια.

Το κακό –ή καλό, εξαρτάται πως το βλέπει κανείς- στην υπόθεση είναι ότι όλοι έχουν δίκιο. Αλλά μόνο οι πολίτες την πληρώνουν. Κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με τον καιρό, ιδιαίτερα σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής. Επίσης, κανείς δεν μπορεί να αναζητήσει ευθύνες ανάμεσα σε αυτούς που «δημιούργησαν» την σημερινή Θεσσαλονίκη –ας πούμε την πόλη μετά την πυρκαγιά του 1917. Δε ζουν πια ανάμεσά μας. Κάπως έτσι όλοι βολεύονται και μπορούν με άνεση να μιλήσουν για όλα τα υπόλοιπα, τα ανώδυνα. Για την ανάπτυξη, για την επιχειρηματικότητα, για τα δίκτυα, για τον κοσμοπολιτισμό, για την ένδοξη ιστορία. Η δύσκολη υπόθεση της επίμονης πραγματικότητας, στη Θεσσαλονίκη μοιάζει λιγάκι με το αεροπλάνο που ξαφνικά αρχίζει να στροβιλίζεται και να χάνει ύψος. Όταν ο θαρραλέος επιβάτης φτάνει να ανοίξει την πόρτα του πιλοτήριου για να δει τι ακριβώς συμβαίνει και να ταρακουνήσει τους κυβερνήτες διαπιστώνει ότι στο κόπτιτ δεν υπάρχει κανείς. Απλώς το αεροπλάνο πετάει ακυβέρνητο.

Η καθημερινότητα είναι υπόθεση δύσκολα διαχείρισιμη. Για όλους, παντού στον κόσμο. Ακόμη περισσότερο στην Ελλάδα, όπου οι εξουσίες όλων των βαθμίδων διαχρονικά δρουν ανεξέλεγκτες. Όπου η λογοδοσία είναι απαγορευμένη. Όπου η αξιολόγηση είναι ποινικοποιημένη.  Όπου η κριτική βαφτίζεται αντιπολίτευση. Όπου το μικρό, αλλά χειροπιαστό, κρύβει την ασχήμια του πίσω από το μεγάλο, το οραματικό, το υπερβατικό και μονίμως απραγματοποίητο. Όπου το παρόν θάβεται μονίμως στη ρίζα ενός δένδρου που ονομάζεται μέλλον. Όπου η ποίηση του πεζοδρομίου παραμένει σιωπηλή, δίπλα στον εκκωφαντικό θόρυβο που κάνουν «τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα». Όπου η απλή λογική δεν έχει ιδιαίτερη αξία, αν δε συνοδεύεται από κάποιο μεροκάματο, και βαφτίζεται παραλογισμός, αν τυχόν κόβει κάποιο μεροκάματο.  Όπου οι καθημερινοί άνθρωποι, αυτοί που διαμαρτύρονται για την κατάντια της χώρας,  αυτοί που τα ξέρουν όλα, αυτοί που έχουν άποψη για όλα, έστω ορισμένοι απ’ όλους αυτούς, βρήκαν το ηρωικό κουράγιο «μέσα στη βροχή, μέσα στην μπόρα» να σκύψουν για να απαλλοτριώσουν τα γλαστράκια που παρέσυραν τα νερά της βροχής από τους άτυχους επαγγελματίες της ανθοέκθεσης. Έχασαν που έχασαν τη δουλειά τους, ας μην πάει χαμένος και ο κόπος τους!

Έχοντας όλα αυτά υπόψιν, τίποτε απ’ ότι συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη τις τελευταίες ημέρες δεν κάνει εντύπωση. Καμία από τις ζημιές και τις αβαρίες που έβγαλαν στην επιφάνεια οι μπόρες. Πλημμύρα στο πανεπιστήμιο, ρωγμές στην Έκθεση, αποκλεισμός στο Λευκό Πύργο, ποντίκια στο Δημαρχείο, ταλαιπωρία στους δρόμους, λάσπες στα υπόγεια, διακοπές στην ηλεκτροδότηση, αστάθειες στην υδροδότηση, «κόκκινο» στις τηλεπικοινωνίες. Βασικές υποδομές ταλαιπωρημένες. Κουρασμένες. Ούτε καν οι αμήχανες τυπικές δηλώσεις και οι ακόμη πιο αμήχανες «αξιοπρεπείς» σιωπές είναι ικανές να προκαλέσουν οποιαδήποτε αντίδραση της κοινωνίας. Σα να μην υπάρχουν. Στα χαρτιά όλοι κάνουν ότι μπορούν, δηλαδή τίποτα. Όσα συμβαίνουν είναι εν πολλοίς αποτέλεσμα αυτού του συντονισμένου και απελπισμένου τίποτα, το οποίο μοιάζει να μην αφορά κανέναν. Μια πόλη σε αποσύνθεση –ας πούμε από διάβρωση του χρόνου.