Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη καθρέφτης για τον μικρόκοσμο της πραγματικής οικονομίας

Ο μόνος τρόπος για να βελτιωθεί η μελαγχολική και κοστοβόρα εικόνα είναι να αναβαθμιστεί η άποψη της πολιτείας για το οικονομικό έγκλημα.

Η ειδησεογραφία των τελευταίων ημερών –ας πούμε του τελευταίου δεκαήμερου- είναι αποκαλυπτική για το τι συμβαίνει στον μικρόκοσμο της πραγματικής οικονομίας της Θεσσαλονίκης.

Σημειώστε:

Πρώτον, οι έλεγχοι της ΑΑΔΕ στη Θεσσαλονίκης και την υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα τις ημέρες πέριξ του Πάσχα κατέγραψαν φορολογικές παραβάσεις στο 60% των επιχειρήσεων.  

Δεύτερον, στο βαρόμετρο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης επιχειρηματίες που ρωτήθηκαν εξηγούν άριστα τους λόγους που η φοροδιαφυγή επιμένει και ταυτόχρονα οι ασφαλιστικές εισφορές φαίνονται στους περισσότερους πολύ μεγάλες και σε πλήρη αναντιστοιχία τόσο με την ποιότητα της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, όσο και με το ύψος της σύνταξης που προσδοκούν να εισπράξουν με το πέρας του εργασιακού τους βίου.

Τρίτον, μετά από καταγγελία επιχειρηματία τα ξημερώματα της Τετάρτης οι διωκτικές αρχές εντόπισαν τρία καταστήματα – αποθήκες στη Δυτική Θεσσαλονίκη με χιλιάδες προϊόντα απομίμησης, τα οποία κατάσχεσαν. Το περίεργο της συγκεκριμένης υπόθεσης είναι ότι χρειάστηκε καταγγελία, καθώς –ειδικά τώρα που ο καιρός είναι ηλιόλουστος- οι πλανόδιοι μικροπωλητές προϊόντων – μαϊμού βρίσκονται και πάλι στο πόστο τους,  από την παραλία μέχρι τη Ροτόντα και σχεδόν σε κάθε ανοιχτό πολυσύχναστο σημείο της πόλης.

Οι τρεις αυτές ιστορίες αποδεικνύουν κάτι που ενδεχομένως γνωρίζουμε για τη λειτουργία της παραοικονομίας στην Ελλάδα. Επιπροσθέτως, οι τρεις αυτές ιστορίες με τον τρόπο τους εξηγούν γιατί τα συγκεκριμένα φαινόμενα θα συνεχιστούν εντεινόμενα, εκτός κι αν κατά έναν μαγικό τρόπο οι μηχανισμοί ελέγχου εξελιχθούν σε... κέρβερους. Καθώς τα νήματα της ιστορίας κινούν από τη μια το οικονομικό συμφέρον και από την άλλη η νοοτροπία, το «παιχνίδι» του νόμιμου και διαφανούς εμπορίου –και γενικότερα επαγγελματικής δραστηριότητας- είναι χαμένο. Διότι στην ελληνική εκδοχή αυτού του πάρε – δώσε, το οποίο στη γενικευμένη του έκφραση έχει συμβάλλει ανά τους αιώνες για να πάει ο κόσμος μπροστά, συνυπάρχουν το κέρδος και η νοοτροπία του... κακομαθημένου παιδιού, που τα θέλει όλα δικά του. Αν όχι κατά 100%, σίγουρα όσα το ίδιο θεωρεί ότι δικαιούται, σε πολλές περιπτώσεις ελέω Θεού, βασιλέως, αυτοκράτορος ή... αίματος.  

Κατ’ αρχήν ας δούμε το θέμα με οικονομικούς όρους. Το να κλέβει κανείς στη δουλειά του ή να ξεγελάει την πελατεία του είναι κάτι σαφώς πιο αποδοτικό από το να τηρεί πλήρως τη νομιμότητα, με την προϋπόθεση ότι δεν θα σε πιάσουν στα πράσα.  Όσο, μάλιστα, οι φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται, ο ανταγωνισμός εντείνεται και η καταναλωτική δυνατότητα υποχωρεί, τόσο το κίνητρο για συμμετοχή στη «γκρίζα» οικονομία καθίσταται ισχυρότερο. Αφενός διότι το κέρδος είναι μεγαλύτερο και αφετέρου διότι σε διαφορετική περίπτωση «δε βγαίνει το μαγαζί». Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται και η ιδεολογική προσέγγιση του ζητήματος, που κωδικοποιείται με τις φράσεις «δεν θα δουλεύω εγώ για το κράτος», «δεν θα έχω συνεταίρους τους δημοσίους υπαλλήλους» και άλλα σχετικά και ανάλογα.    

Στην περίπτωση των ασφαλιστικών εισφορών η οικονομική επιβάρυνση άρχισε να αποκτά μεγάλη σημασία σχετικά πρόσφατα. Κυρίως από τη στιγμή που το ύψος των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών συνδέθηκε με το εισόδημα και θεωρείται πρόσθετη φορολογία δια της... πλαγίας. Εκείνο που έρχεται από πολύ παλιά είναι η εμπεδωμένη αντίληψη ότι πληρώνουμε πολλά και για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, προκειμένου να εισπράξουμε μια μικρή σύνταξη. Παράλληλα –κι αυτό διαχρονικό- ούτε το σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης ικανοποιεί τους νεοέλληνες –και ειδικά τους επιχειρηματίες. Οπότε το πληρώνουν με το ζόρι. Ενδεχομένως το χρησιμοποιούν και με το... ζόρι.

Η κοινωνική συμπεριφορά, η εμπορική ηθική και η φορολογική συνείδηση είναι πράγματα που μαθαίνει κανείς. Δε γεννιέται μ’ αυτά. Δεν είναι γραμμένα σε κανένα DNA. Οι νεοέλληνες, σε σημαντικό βαθμό, δεν τα γνωρίζουν κι επειδή ούτε καλά σχολεία έχει η χώρα, ούτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κοινωνική μόρφωση υπάρχει, το πρόβλημα θα διαιωνίζεται. Πιθανόν, μάλιστα, να διογκώνεται. Όπως και ο διαχωρισμός στην αγορά ανάμεσα στους τυπικούς – κορόιδα και τους ιδεολόγους της... ασυνέπειας, εάν όχι της λαμογιάς.

Το ακόμη χειρότερο είναι ότι αυτή η εικόνα συντηρεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, που υπονομεύει το επιχειρηματικό περιβάλλον, τόσο για τους μεγάλους και τους μεσαίους, όσο και για τους μικρο – μικρούς της πιάτσας. Στην προκειμένη περίπτωση το μέγεθος δεν μετράει –η ζημιά είναι ίδια! Επομένως –όπως απέδειξε η ειδησεογραφία στη Θεσσαλονίκη τις τελευταίες δέκα ημέρες- ο δρόμος είναι μονής κατεύθυνσης. Μονόδρομος. Διαρκής ενίσχυση και κινητοποίηση των ελεγκτικών μηχανισμών και καθορισμός πιο αυστηρών ποινών.

Με δεδομένο ότι εδώ και δέκα περίπου χρόνια στην Ελλάδα συντηρούνται συνθήκες οικονομικού πολέμου –κάτι που μάλλον θα διαρκέσει ακόμη επί μακρόν- η αυστηρότητα δικαιολογείται. Ο μόνος τρόπος για να βελτιωθεί αυτή η μελαγχολική, αντιπαραγωγική και κοστοβόρα εικόνα είναι να αναβαθμίσει η ελληνική πολιτεία την άποψη της για το οικονομικό έγκλημα – ας μη τρομάζουν οι λέξεις. Η πάταξη του οικονομικού εγκλήματος πρέπει να γίνει απόλυτη προτεραιότητα, στα όρια του επιπέδου των βαρύτερων εγκλημάτων του ποινικού δικαίου. Φυσικά με όλες τις δικλείδες ασφαλείας περί δικαιοσύνης. Όπως συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την «πρωτεύουσα» του καπιταλισμού, όπου καταγράφεται η μικρότερη «μαύρη» οικονομία ως ποσοστό του ΑΕΠ, κάτω από 6%. Εκεί που σχεδόν πριν από 90 χρόνια ο Αλφόνσο Καπόνε –για τους φίλους του και την ιστορία Αλ Καπόνε- έπεσε στα χέρια των αρχών και της Δικαιοσύνης όχι για τα αναρίθμητα ποινικά του εγκλήματα, αλλά για φοροδιαφυγή.