Skip to main content

Η Θεσσαλονίκη κρύβεται ανάμεσα στα εγκαίνια της ΔΕΘ και τη Νοτοπούλου

Η υπόθεση με την υπουργοποίηση της Κατερίνας Νοτοπούλου και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν είναι απ’ όλες τις απόψεις άνευ ουσίας. Και υποκριτική.

Το σκηνικό στήθηκε και φέτος. Η συνάντηση του πρωθυπουργού με τους φορείς της Θεσσαλονίκης έγινε και ήταν πολύωρη. Οι υπουργοί ένας ένας ανεβαίνουν στη Θεσσαλονίκη για να δημιουργήσουν κλίμα ενόψει των εγκαινίων της ΔΕΘ. Ο πρωθυπουργός θα μιλήσει το βράδυ του Σαββάτου στο Βελλίδειο και μετά βεβαιότητος θα αποτιμήσει θετικά το έργο της κυβέρνησης του στην οικονομία. Δεδομένων των ντε φάκτο προεκλογικών συνθηκών ο κ. Τσίπρας θα προβεί σε ανακοινώσεις για του εργαζόμενους, τους συνταξιούχους και την αγορά.

Σε κάποια αποστροφή του λόγου του ενδέχεται να αναφερθεί και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη και τη Β. Ελλάδα, όπου η συμφωνία των Πρεσπών δεν έχει καθίσει καθόλου καλά και ο ίδιος το γνωρίζει άριστα αυτό. Θα ακολουθήσουν στα μέσα της άλλης εβδομάδας οι υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί και το επόμενο Σαββατοκύριακο ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος –όπως κάθε αρχηγός της αντιπολίτευσης- ανεβαίνει αγριεμένος για να καταγγείλει και φουριόζος για να περιγράψει το δικό του αφήγημα για το μέλλον. Πάντα για το μέλλον!

Αν και η συμμετοχή των ΗΠΑ ως τιμώμενη χώρα στην 83η ΔΕΘ δίνει μια λάμψη όχι μόνο στη διοργάνωση, αλλά και στην ίδια τη Θεσσαλονίκη, το έργο του ερχόμενου Σαββατοκύριακου, αλλά και της εβδομάδας που ακολουθεί το έχουμε δει πολλές φορές, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, αλλά ίδιο αποτέλεσμα. Στην πραγματικότητα, πέρα από πολιτική αντιπαράθεση και δημόσιες σχέσεις το πηλίκον είναι μηδέν. Εννοείται ότι θα δουλέψουν τα ξενοδοχεία, οι ταβέρνες και τα μπαρ της πόλης. Η αγορά έχει αποδειχθεί ότι δεν «τσιμπάει» σχεδόν τίποτα, αντίθετα έχει απώλειες από την αρρυθμία της πόλης το πρώτο Σαββατοκύριακο, καθώς η ταυτόχρονη έλευση αξιωματούχων, διοργάνωση διαδηλώσεων και ενίσχυση αστυνομικών δυνάμεων δημιουργούν απόλυτο μπλακ άουτ στην κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης.

Τα μεγάλα νέα δεν ακούγονται, πια, από το βήμα της ΔΕΘ. Όπως ακριβώς και τα μεγάλα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα ούτε ανακοινώνονται, ούτε εκτίθενται στα περίπτερα της. Υπάρχει «δίψα» για δουλειές –γι’ αυτό και πολλοί επιμένουν να επενδύουν στο δεκαήμερο της Θεσσαλονίκης-, αλλά από την προσδοκία μέχρι το αποτέλεσμα ο δρόμος είναι μακρύς και μάλλον λιγότερο λαμπερός από τα αστέρια της σημαίας των ΗΠΑ που στολίζουν τους δρόμους της πόλης. Άλλωστε σε κανένα ανεπτυγμένο μέρος του κόσμους οι ειδήσεις –πολιτικές, επιχειρηματικές, κοινωνικές- δε δίνουν ραντεβού σε ένα σημείο, μία συγκεκριμένη στιγμή. Το αντίθετο συμβαίνει. Ο συνδυασμός τεχνολογίας και παγκοσμιοποίησης έχει δημιουργήσει συνθήκες 24/7, που ευνοεί τη μετάδοση των γεγονότων ακριβώς την ώρα που συμβαίνουν, οποιαδήποτε ώρα της μέρας κι της νύχτας.

Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη τα προβλήματα και τα ανοιχτά θέματα που υπάρχουν δεν θεραπεύονται σε ένα καθορισμένο Σαββατοκύριακο. Ούτε καν σε ένα αναπτυξιακό συνέδριο, σαν κι αυτό της περασμένης άνοιξης, στο οποίο πολλά ακούστηκαν, τα οποία κανείς δεν θυμάται.

Το στοίχημα παραμένει να πάρει μπροστά η οικονομία της περιοχής, δημιουργώντας προϋποθέσεις συνεχούς –αυτό που λέμε βιώσιμης- ανάπτυξης, που δεν θα εξαρτώνται ούτε από μία συγκεκριμένη ημερομηνία μέσα στη χρονιά, ούτε από μία, δύο ή τρεις υψηλές επισκέψεις, ούτε –πολύ περισσότερο- από την πολιτική ελεημοσύνη του κομματικού παιχνιδιού. Την ανάγκη αυτή είναι βέβαιον ότι την κατανοούν οι πάντες στη Θεσσαλονίκη, αλλά μάλλον κανείς από τους έχοντες λόγο δεν τη θεωρεί στρατηγικό στόχο. Κανείς δεν δουλεύει για μια τέτοια εξέλιξη. Όλοι επιμένουν στη γεωμετρία του κλασικού, κατεστημένου σχήματος της ΔΕΘ και προσπαθούν να βελτιώσουν τις συνθήκες εντός του. Για παράδειγμα, λίγα χρόνια πριν ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αντί πολυπρόσωπων και φωταγωγημένων εγκαινίων, επέλεξε να μιλήσει σε 200 ανθρώπους το πρωί του Σαββάτου. Ή τα τελευταία χρόνια, ο σημερινός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας δεν υποχρεώνει τους εκπροσώπους των παραγωγικών φορέων της Β. Ελλάδος να κατέβουν στο Μέγαρο Μαξίμου, αλλά τους υποδέχεται ο ίδιος στη Θεσσαλονίκη. Μόνο που, όπως αποδεικνύεται συνεχώς και αδιαλείπτως, το σχήμα της θεσμικής επαφής με την κεντρική εξουσία παραμονές και στα εγκαίνια της ΔΕΘ δεν αποδίδει. Απλώς εκτονώνει –αν εκτονώνει δηλαδή- κάτι που αποδεικνύει την ήττα του συστήματος μιας πόλης και μιας περιοχής, που όλο προετοιμάζεται για το επόμενο βήμα, χωρίς μέχρι σήμερα να το πραγματοποιεί.         

ΥΓ. Η υπόθεση με την υπουργοποίηση της κ. Κατερίνας Νοτοπούλου και τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν είναι απ’ όλες τις απόψεις άνευ ουσίας. Και υποκριτική. Μία ακόμη απόδειξη για το χαμηλό επίπεδο του δημοσίου διαλόγου στη Θεσσαλονίκη. Η νέα πολιτική υπεύθυνη για τη Μακεδονία Θράκη δεν τοποθετήθηκε στη συγκεκριμένη θέση λόγω προσόντων και ικανοτήτων, αλλά εξαιτίας της στενής πολιτικής της σχέσης με τον πρωθυπουργό. Επίσης, δεν θα κριθεί ποτέ επί της ουσίας για δύο λόγους:

Πρώτον, ποτέ –ή σχεδόν ποτέ- οι υπουργοί στην Ελλάδα δεν κρίνονται επί της ουσίας. Αρκεί να σκεφτεί κανείς όλο το σκηνικό από την τραγωδία στο Μάτι μέχρι την αποπομπή Τόσκα, μετά από μέρες απλώς για να εκτονωθεί η αφόρητη πολιτική και κοινωνική πίεση.

Δεύτερον, η κ. Νοτοπούλου δεν θα κριθεί για τη θέση της στο ΥΜΑΘ διότι το συγκεκριμένο πόστο δεν έχει αρμοδιότητες. Παράγει τυπικές διευθετήσεις και καλλιεργεί κοινωνικές σχέσεις. Απόδειξη αυτής της πραγματικότητας είναι ο εξαιρετικά περιορισμένος προϋπολογισμός του, που δεν φτάνει για τίποτα. Σε αυτές τις «θέσεις χωρίς αρμοδιότητες» -στην Ελλάδα του συγκεντρωτισμού υπάρχουν πολλές- το θετικό για όσους τις κατέχουν είναι ότι προβάλλονται μόνο τα καλά. Όταν δηλαδή κάποιος πιέζει εμφανώς για να κινητοποιήσει τους καθ’ ύλην αρμοδίους, που βρίσκονται σε άλλα υπουργεία και μπορούν να δώσουν λύσεις. 

Δυστυχώς, πολλοί κάνουν σα να μην ξέρουν οι πάντες τις δυνατότητες του πρώην ΥΜΑΘ και νυν υφυπουργείου Εσωτερικών. Σαν να μην αντιλαμβάνονται ότι στο όνομα ενός ανούσιου συμβολισμού η Ελλάδα διαθέτει ένα ακόμη υφυπουργείο, το οποίο δεν θα έπρεπε να υπάρχει όπως είναι. Σαν να μη γνωρίζουν όλοι ανεξαιρέτως ότι η συγκεκριμένη θέση πολιτικά και διαχειριστικά αποτελεί «πουκάμισο αδειανό». Μια γραφικότητα και τίποτε παραπάνω. Όχι μόνο σήμερα, αλλά από πάντα. Κι όσοι δεν τα ξέρουν όλα αυτά ας ρωτήσουν τους πολιτικούς που θήτευσαν στο Διοικητήριο τις τελευταίες δεκαετίες. Στη Θεσσαλονίκη ζουν αρκετοί.

ΥΓ2. Όσοι ενδιαφέρονται στα σοβαρά για τους θεσμούς στην Ελλάδα έχουν δύο επιλογές για το ΥΜΑΘ. Να ζητήσουν ουσιαστικές αρμοδιότητες και ότι σημαίνει κάτι τέτοιο ή να επιμείνουν στην αξιοπρεπή κατάργησή του.