Skip to main content

Η βιομηχανία ανάμεσα στο Μεγάλο Κραχ και τον Μεγάλο Πόλεμο

Από Voria.gr
Ασφαλιστικό, εργασιακές σχέσεις, μειωμένη ρευστότητα, υψηλά επιτόκια και περιορισμός εισαγωγών απασχολούσαν τη βιομηχανία του ελληνικού Βορρά το 1930

Η δεκαετία του 1930 ήταν μια δύσκολη περίοδος. Ξεκίνησε με τις συνέπειες του Μεγάλου Κραχ, που εκδηλώθηκε το 1929 στις ΗΠΑ, αλλά επηρρέασε και την Ευρώπη και τελείωσε με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, καθώς οι συνθήκες οικονομικής ύφεσης συνέβαλαν ώστε στη Γερμανία να έρθει στην εξουσία το ναζιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ. Πολλά απ’ όσα απασχόλησαν τότε τη βιομηχανία του Βορρά είναι ζητήματα που επανέρχονται επί πολλές δεκαετίες ακόμη μέχρι και σήμερα. Ασφαλιστικό, εργασιακές σχέσεις, μειωμένη ρευστότητα, υψηλά επιτόκια, περιορισμός εισαγωγών.

Το 1930, σε εθνικό επίπεδο, η βιοµηχανία αντιπροσώπευε περίπου το ένα τρίτο της υλικής παραγωγής, δηλαδή του πρωτογενούς και του δευτερογενούς τομέα της οικονομίας. Στη Β. Ελλάδα η συνεισφορά της βιοµηχανίας στο υλικό προϊόν ήταν μεγαλύτερη από τον εθνικό μέσο όρο και το άμεσο πρόβλημα ήταν η υπερπαραγωγή. Η ελληνική βιοµηχανία παρουσίασε ετήσιο ρυθµό ανάπτυξης 6 - 7% στην περίοδο 1921 - 1928, ο οποίος στη συνέχεια υποχώρησε στο 2% το 1929 και στο 3% το 1930. Από την άλλη πλευρά, το 1930 δηµιουργήθηκαν 45 νέα εργοστάσια και πραγµατοποιήθηκαν 419 επεκτάσεις υφιστάμενων εγκαταστάσεων. Το όνοµα, λοιπόν, του προβλήµατος ήταν «κορεσµός». Με τον όρο αυτόν τέθηκε έµµεσα από το φθινόπωρο του 1930 το ζήτηµα της απαγόρευσης δηµιουργίας νέων εργοστασίων. Ποιοι κλάδοι όµως θα χαρακτηρίζονταν «κορεσµένοι»; Ζητήθηκε η γνώµη των µελών του Συνδέσµου Βιομηχάνων Μακεδονίας, τα περισσότερα των οποίων απέφυγαν να πάρουν µέρος στη συζήτηση. Τελικά, η ίδια η ζωή και η οικονομία έλυσαν το πρόβλήμα. Όσο η κρίση προχωρούσε, τόσο έκλειναν βιοµηχανίες και ατονούσε το επενδυτικό ενδιαφέρον. Δε χρειάζονταν διοικητικά µέτρα.

Ασφαλιστικές προσδοκίες

Το Μάρτιο του 1931, καθώς η κρίση άρχισε να γίνεται αισθητή, ξεκίνησε στους βιοµηχανικούς και εµπορικούς κύκλους της Αθήνας µία συζήτηση για τις δυνατότητες ίδρυσης Ταµείου Συντάξεων Εργοδοτών, σε µια εποχή που υπήρχαν ελάχιστα ταµεία ασφάλισης στην Ελλάδα. Υπήρξε βέβαια ο αντίλογος ότι οι συζητήσεις αυτές δεν θα έπρεπε να γίνονται διότι ευνοούσαν τα εργατικά αιτήµατα για κοινωνικές ασφαλίσεις. Επακολούθησαν συσκέψεις επιχειρηµατιών στη Θεσσαλονίκη, που τάχθηκαν όλες υπέρ ειδικού ταµείου συντάξεων.

Παράλληλα µε το ζήτηµα του ταµείου εργοδοτών, πραγµατοποιήθηκε και µία άλλη συζήτηση σχετικά µε το πώς θα καλύπτονταν οι επιχειρηµατίες κατά του κινδύνου εργατικών ατυχηµάτων µε ιδιωτικές αλληλασφάλειες. Σύµφωνα µε τον νόµο 551/1915, αν κάποιος εργάτης ή υπάλληλος πάθαινε ατύχηµα από «βίαιο συµβάν» στον τόπο της εργασίας, ο νόµος του έδινε δικαίωµα αποζηµιώσεως από τον κύριο της επιχείρησης.

Με την κρίση να εξαπλώνεται και να γίνεται πιο αισθητή το 1931 το Δ.Σ. του ΣΒΜ αποφάσισε να διευρύνει τους κόλπους του µε τους εξής τρόπους: Αφενός να εντάξει στο Σύνδεσμο και βιοτεχνικές επιχειρήσεις και αφετέρου να µετονοµαστεί σε Σύνδεσµο Βιοµηχάνων Βορείου Ελλάδος, για να συµπεριλάβει επιχειρήσεις από τη Θράκη, αλλά και τη Θεσσαλία.

Η ενέργεια στο επίκεντρο

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον επέδειξε εκείνη την περίοδο ο ΣΒΜ το ζήτηµα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αποτελούσε παράγοντα ανάπτυξης της βιομηχανίας. Εκείνη την περίοδο συντάχθηκαν περισσότερα από δύο νοµοσχέδια για την εκµετάλλευση των υδατοπτώσεων Τριποτάµου και Βλαδόβου. Πέραν, λοιπόν του γενικού, υπήρχε και ειδικό ενδιαφέρον των εκεί εγκατεστηµένων βιοµηχανιών για τη χρήση των υδατοπτώσεων.

Χαμηλή ρευστότητα, υψηλά επιτόκια

Στη συγκεκριµένη περίοδο –στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930- συνεχίστηκε η υποχρηµατοδότηση των βιοµηχανιών, παρά το γεγονός ότι παρασχέθηκαν πιστώσεις από Κοινοπραξία βρετανικών τραπεζών. Τα κεφάλαια αυτά, όμως, χρησιµοποιήθηκαν για να αναδιατάξουν τις υφιστάµενες οφειλές, µετατρέποντας τις από βραχυπρόθεσµες σε µακροπρόθεσµες. Οι πιστώσεις δεν ήταν µόνον περιορισµένου ύψους, αλλά χορηγούνταν µε διάρκεια πολύ µικρότερη από τη διάρκεια του κύκλου που ξεκινούσε από τη στιγµή κατά την οποία οι βιοµηχανίες αγόραζαν πρώτες ύλες μέχρι να πουλήσουν τα τελικά τους προϊόντα. Στα τέλη του 1931, όµως, η δραχµή είχε σταθεροποιηθεί και οι τράπεζες απαιτούσαν πολύ υψηλά επιτόκια επί των χορηγηθέντων δανείων. Προκειµένου να επιτευχθεί η σταθεροποίηση, η κυβέρνηση απέσυρε από την κυκλοφορία χαρτονόµισµα ύψους 1,3 δισ. δρχ., ποσό εξαιρετικά υψηλό για την εποχή εκείνη.   

Ταυτόχρονα σχεδόν, από το φθινόπωρο του 1931 επιβλήθηκαν περιορισµοί στη χορήγηση συναλλάγµατος για την πραγµατοποίηση εισαγωγών, οι οποίοι όσο περνούσαν οι µέρες γίνονταν και σκληρότεροι, καθώς το συναλλαγµατικό απόθεµα της χώρας µειωνόταν. Μέχρι τις αρχές Μαρτίου 1932 είχαν κλείσει επτά µεγάλα εργοστάσια ελλείψει πρώτων υλών, απολύοντας το προσωπικό τους. Οι βιοµήχανοι της Θεσσαλονίκης που ήταν ενταγµένοι στον Σύνδεσµο δεσµεύτηκαν να περιµένουν µερικές µέρες πριν απολύσουν τους εργάτες, παρά το γεγονός ότι δεν εργάζονταν. Ο ΣΒΒΕ κατέβαλε κολοσσιαίες προσπάθειες να καταγράψει τις άµεσες ανάγκες των βιοµηχανικών επιχειρήσεων και να εξασφαλίσει έγκριση χορήγησης συναλλάγµατος για την ικανοποίησή τους. Κατέγραψε επίσης µέσα σε ελάχιστο χρόνο τις ποσότητες κατά είδος των πρώτων υλών της µακεδονικής βιοµηχανίας, προκειµένου να προγραµµατιστεί η σταδιακή έγκριση συναλλάγµατος από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Ποιο οκτάωρο;

Την Άνοιξη του 1932 το Δ.Σ. του Συνδέσμου κλήθηκε να διαχειριστεί το νοµοσχέδιο περί κοινωνικών ασφαλίσεων, το νοµοσχέδιο περί εφαρµογής του οκταώρου και η κατανοµή των εισακτέων ποσοτήτων µεταξύ εµπόρων και βιοµηχάνων.
Για τις κοινωνικές ασφαλίσεις η αντίρρηση που διατύπωσε το συµβούλιο ήταν ότι οι σχετικές αναλογιστικές µελέτες υπερτίµησαν τον πραγµατικό αριθµό των µισθωτών στην Ελλάδα και κατέληξαν σε λανθασµένα συµπεράσµατα ως προς τη βιωσιµότητα του συστήµατος.
Ως προς το νόµο περί εφαρµογής του οκταώρου στη βιοµηχανία, το συµβούλιο επισήµανε ότι η γενίκευσή του θα σήµαινε δεύτερη βάρδια στα εργοστάσια και κατά συνέπεια δυσβάστακτη αύξηση του κόστους.  

Ρύθµιση εισαγωγών

Τον Απρίλιο του 1932 θεσπίστηκε νόμος που ρύθμιζε αυστηρά τις εισαγωγές και µάλιστα των βιοµηχανιών, κάτι που έχει αναλογίες με τα σημερινά προβλήματα των εισαγωγών λόγω των capital controls. Η εισαγωγή µηχανηµάτων για τη βιοµηχανία επιτρεπόταν µόνον αν επρόκειτο για ανταλλακτικά ή εξαρτήµατα, για αντικατάσταση άχρηστων, για όσα µηχανήµατα είχε ήδη εκδοθεί απόφαση και τέλος για µηχανήµατα απαραίτητα για τη συµπλήρωση «και ουχί επέκτασιν» του υφιστάµενου µηχανολογικού συγκροτήµατος του εργοστασίου. Μόνον µετά από γνωµοδότηση του Συµβουλίου Βιοµηχανίας και την έκδοση υπουργικής απόφασης επιτρεπόταν η εισαγωγή µηχανηµάτων για επέκταση µονάδων ή για την ίδρυση νέων. Απαγορευόταν επίσης η εισαγωγή µηχανηµάτων ή εξαρτηµάτων που κατασκευάζονταν «καταλλήλως» από την εγχώριο βιοµηχανία.

Τράπεζες και εμπόριο

Ένα άλλο ζήτηµα που απασχόλησε το Σύνδεσμο εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 ήταν οι σχέσεις βιοµηχανίας και τραπεζών. Όπως ακούστηκε σε έκτακτη γενική συνέλευση που κλήθηκε ειδικά για το θέµα αυτό, οι τράπεζες όχι µόνον δεν διευκόλυναν τις βιοµηχανικές επιχειρήσεις αλλά τις έπλητταν «διά πιεστικών µέσων εις τρόπον ώστε η κατάστασις της βιοµηχανίας να είναι θλιβερά».

Άλλο µέγα ζήτηµα για τη βιοµηχανία εκείνης της εποχής ήταν οι σχέσεις της µε το εµπόριο. Ο συνεχής ανταγωνισµός για την κατανοµή των ανεπαρκών συναλλαγµατικών πόρων προξένησε πολλές παρεξηγήσεις. Σε σύσκεψη µεταξύ βιοµηχάνων και Εµπορικού Συλλόγου Αθηνών λέχθηκαν από εµπόρους παραδοξότητες, όπως –για παράδειγμα- ότι τα ελληνικά υφαντουργεία θα έπρεπε να διακόψουν την παραγωγή τους για δύο χρόνια, προκειµένου να διατεθούν τα υφιστάµενα αποθέµατα.