Skip to main content

Η βιομηχανία του Βορρά κινδυνεύει από τα απόνερα του Μαρινόπουλου

Έρχονται στο προσκήνιο ανάλογες απαιτήσεις και άλλων αλυσίδων, που παρότι δεν έχουν πρόβλημα, θέτουν ζήτημα ισοτιμίας και αθέμιτου ανταγωνισμού.

Τα απόνερα της υπόθεσης «Μαρινόπουλου» βιώνουν πολλές παραγωγικές επιχειρήσεις της Βορείου Ελλάδος –ιδιαιτέρως του αγροδιατροφικού τομέα.

Μετά το υποχρεωτικό «κούρεμα» οφειλών από 30% έως 50% προκειμένου να διασωθεί η μεγαλύτερη λιανεμπορική αλυσίδα της χώρας, στο προσκήνιο έρχονται τώρα ανάλογες απαιτήσεις και των άλλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, οι οποίες αν και δεν έχουν πρόβλημα, ζητούν από τους προμηθευτές τους ανάλογες εκπτώσεις, επικαλούμενες ζητήματα ισοτιμίας και αποφυγής αθέμιτου ανταγωνισμού.

Το θέμα ετέθη από αρκετές πλευρές στην τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, που έχει στη δύναμή του εκατοντάδες παραγωγικές μονάδες που προμηθεύουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Όσοι μίλησαν περιέγραψαν την κατάσταση με μελανά χρώματα, καθώς είναι σαφές ότι η μεταποίηση μετά τον ισχυρό –αλλά απολύτως υποχρεωτικό- κλονισμό που υπέστη κατά τη διαδικασία διάσωσης του Μαρινόπουλου δεν έχει άλλα περιθώρια απωλειών, αφού κάθε επιχείρηση έχασε από αρκετές χιλιάδες έως μερικά εκατ. ευρώ. Γι’ αυτό άλλωστε –σύμφωνα με πληροφορίες- η μεγάλη πλειοψηφία των προμηθευτών έχει απαντήσει ή σκοπεύει να απαντήσει αρνητικά στις σχετικές προτάσεις των υπόλοιπων σούπερ μάρκετ, σε μια αντίδραση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «άτυπα οργανωμένη».  

Η ιδιομορφία της υπόθεσης έχει να κάνει και με το χρόνο αυτών των συζητήσεων, καθώς κάθε χρόνο τέτοια εποχή ξεκινούν οι συζητήσεις για τις συμφωνίες του επόμενου χρόνου, οι οποίες πιθανότατα θα επηρεαστούν από το κλίμα που διαμορφώνεται. Το δίμηνο Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου οριστικοποιούνται τα δεδομένα του 2017, σε ότι αφορά τις τιμές, τον τρόπο πληρωμής, τα μπόνους κ.λπ. Όπως φαίνεται οι περισσότεροι μεταποιητές – προμηθευτές του λιανεμπορίου θεωρούν τις μεθοδεύσεις των σούπερ μάρκετ εκβιαστικές και αναζητούν τρόπους για να αντιδράσουν. Μια δύσκολη εξίσωση αφού οι περισσότερες βιομηχανίες τροφίμων και καταναλωτικών ειδών εξαρτώνται απολύτως από την παρουσία τους στα ράφια των μεγάλων σούπερ μάρκετ, τα οποία διακινούν το 75% - 80% των προϊόντων της χώρας.

Πριν από λίγες εβδομάδες –και ενώ βρίσκονταν σε πλήρη εξέλιξη οι συζητήσεις για τη διάσωση της Μαρινόπουλος- η πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Λούκα Κατσέλη είχε προβλέψει το τι θα ακολουθήσει. Μάλιστα είχε εκφράσει την εκτίμηση ότι το μεγάλο πρόβλημα στην οικονομία θα εμφανιστεί όταν και τα υπόλοιπα σούπερ μάρκετ ζητήσουν από τους προμηθευτές τους ανάλογες εκπτώσεις. Όπως είχε τονίσει η ολιγοπωλειακή διάρθρωση των περισσότερων κλάδων της ελληνικής οικονομίας, που εν πολλοίς οφείλεται στο μικρό της μέγεθος, έχει ως αποτέλεσμα αφενός την άμεση διάχυση των προβλημάτων που εμφανίζονται και αφετέρου τις διαβρωτικές τους συνέπειες.  

Τιμές – χρόνος πληρωμής

Όπως διαμορφώνεται η υπόθεση καθιστά απολύτως επίκαιρα ζητήματα που κατ’ επανάληψη έχουν θέσει οι άνθρωποι της μεταποίησης, ως βασική ρίζα του κακού στις σχέσεις τους με τις λιανεμπορικές αλυσίδες. Ιδιαίτερα ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, που διακρίνεται από ευαισθησία για αυτονόητους λόγους προτίθεται να επαναφέρει στην κυβέρνηση το αίτημα για δύο παρεμβάσεις, ως ουσιαστική προσπάθεια εκσυγχρονισμού της ελληνικής αγοράς:

Πρώτον, η τιμολόγηση με καθαρές τιμές. Στην πράξη σήμερα μία βιομηχανία διαθέτει στο σούπερ μάρκετ προϊόντα για 100 ευρώ, τα οποία τιμολογεί, και εισπράττει 85 ή 90 ευρώ. Τα υπόλοιπα δικαιολογούνται είτε ως προωθητικές ενέργειες (χρεώσεις για το ράφι, για το  μάρκετινγκ, για προσφορές κ.λπ.), είτε ως μπόνους για το τζίρο στο τέλος του έτους. Εκδίδεται παραστατικό για κάποιο πιστωτικό υπόλοιπο και η υπόθεση «κλείνει» κάπως έτσι, αδιαφανώς. Πάγιο αίτημα των προμηθευτών είναι ο συναλλακτικός αυτός κύκλος να πραγματοποιείται στη βάση πραγματικών κινήσεων και τιμολογήσεων. Δηλαδή, ξεχωριστά η αξία των προϊόντων και ξεχωριστά –και τιμολογημένα- αντιστρόφως όλα τα υπόλοιπα, ώστε έσοδα και δαπάνες να εμφανίζονται ξεκάθαρα στα έσοδα και στα έξοδα. Με αυτό τον τρόπο οι πάντες –και το κράτος- θα γνωρίζουν πόση είναι πραγματική αξία του συναλλακτικού κύκλου, ποιες οι τιμές των προϊόντων και ποια τα κέρδη των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων. Η τιμολόγηση με καθαρές τιμές είναι θεσμοθετημένη πρακτική στις περισσότερες από τις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά στην Ελλάδα ενώ έχει συζητηθεί κατ’ επανάληψη εδώ και χρόνια δεν έχει προχωρήσει.  

Δεύτερον, ο σαφής προσδιορισμός του χρόνου πληρωμής των προμηθευτών, τουλάχιστον των ευπαθών προϊόντων, που αποτελούν μεγάλη πλειοψηφία στα ράφια τροφίμων των σούπερ μάρκετ. Σε αντίθεση με πολλές χώρες της Ένωσης, αλλά και σε σχετικές κοινοτικές οδηγίες τις οποίες η Ελλάδα δεν έχει ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο, που προσδιορίζουν το χρόνο αυτό πέριξ των 45 - 60 ημερών, στη χώρα μας ισχύει το εξάμηνο, που μπορεί να γίνει και εννιάμηνο. Αυτή η πρακτική έχει επιπτώσεις τόσο στη λειτουργία των παραγωγικών επιχειρήσεων κατ’ αρχήν στο κόστος παραγωγής, αφού απαιτείται αυξημένη ρευστότητα που συνήθως αναζητείται μέσω τραπεζικού δανεισμού, ενώ ευνοείται η εμφάνιση εκβιαστικών φαινομένων του τύπου «τόσα σήμερα ή το σύνολο με μερικούς μήνες». Επίσης με αυτό τον τρόπο μεγεθύνονται τα πιστωτικά ανοίγματα, που –για παράδειγμα- οδήγησαν τελικώς σε δυσθεώρητα ύψη τις υποχρεώσεις της «Μαρινόπουλος» με τα γνωστά αποτελέσματα.