Skip to main content

Η Voria.gr ανοίγει τον φάκελο για το θαλάσσιο μέτωπο της Θεσσαλονίκης

Μεγάλο αφιέρωμα της Voria.gr που θα καταγράφει τα προβλήματα και θα αναδεικνύει τις μεγάλες προοπτικές από την ενοποίηση του παραλιακού μετώπου.

Τα περίπου 54 χιλιόμετρα παραλιακής ζώνης της Θεσσαλονίκης αναγνωρίζονται ως η πιο πολύτιμη κληρονομιά της φύσης στην πόλη. Ένας πραγματικός θησαυρός, που σε συνδυασμό με το Σέιχ Σου, αγκαλιάζει το πολεοδομικό συγκρότημα και του προσδίδει τη μοναδική σύνδεσή του με το φυσικό περιβάλλον.

Για τα υπόλοιπα και την κατάσταση που διαμορφώθηκε μεταξύ Θερμαϊκού και Σέιχ Σου φροντίσαμε όλοι εμείς, που για πολλές γενιές στήσαμε ένα πολεοδομικό συγκρότημα, το οποίο βράζει στο ζουμί του και αναζητά πλέον διέξοδο τόσο προς τη θάλασσα, όσο και προς το βουνό, το δάσος.

Η εντύπωση ότι η πόλη είχε γυρίσει την πλάτη στη θάλασσα μπορεί να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όμως δεν είναι η πλήρης εικόνα. Η πόλη δεν γύρισε την πλάτη μόνο στη θάλασσα, αλλά και στο βουνό. Για να μην είναι θολή η εικόνα, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η Θεσσαλονίκη κλείστηκε στο καβούκι της επί δεκαετίες και αδιαφόρησε και για τους δυο πολύτιμους φυσικούς πόρους της, που καθορίζουν άλλωστε και τη μοναδικότητα της θέσης της.

Τις τελευταίες δεκαετίες αυτή η στρέβλωση αναγνωρίστηκε από όλους και διατυπώθηκε ως επιτακτική η ανάγκη για προστασία, διατήρηση και ανάδειξη των φυσικών αυτών πόρων. Από τους δυο, η παράκτια ζώνη είναι αυτή που μπορεί να έχει και αναπτυξιακό πρόσημο και, αντιμετωπίζει τα μεγαλύτερα προβλήματα.

Ειδικά μετά την ανάπλαση της νέας παραλίας, με τους Θεσσαλονικείς να επιστρέφουν μαζικά στη θάλασσα, το ενδιαφέρον και των αρμόδιων στράφηκε –επιτέλους- στα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο θησαυρός τον οποίο κληροδότησε η φύση στην πόλη και αφέθηκε να απαξιωθεί επί δεκαετίες.

Η προοπτική

Κοινός τόπος επιστημόνων, αυτοδιοικητικών, πολιτικών, υπηρεσιώνκαι πολιτών είναι πλέον ότι η παράκτια ζώνη της Θεσσαλονίκης πρέπει αφενός να προστατευτεί και να αντιμετωπιστούν τα πολλά προβλήματά της, αφετέρου να γίνουν παρεμβάσεις, που θα φέρουν τον κόσμο στη θάλασσα και ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν ένα αναπτυξιακό πλαίσιο, δίνοντας προοπτική σε όλη την πόλη.

Αν σε ένα μικρό τμήμα, που είναι η παλιά και νέα παραλία μπορούν να συγκεντρώνονται, να ψυχαγωγούνται, να περπατούν ή να κάνουν τουρισμό χιλιάδες πολίτες, σκεφτείτε τι μπορεί να γίνει σε ένα παραλιακό μέτωπο (κι ας μην αρέσει στους ειδικούς η λέξη) 54 χλμ. από τα μεγαλύτερα δυνάμει ενιαία μέτωπα στην Ευρώπη και τον κόσμο.... Η προοπτική αυτή ενώνει την πόλη και τους πολίτες, τους πολιτικούς και αυτοδιοικητικούς, όμως δεν είναι κάτι εύκολο.

Είναι το επόμενο στοίχημα της πόλης, η κορυφαία ίσως διεκδίκηση και ο σημαντικότερος στόχος για το μέλλον. Αναγνωρίζεται πλέον κι από το Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης, άρα υπάρχει μια νομική, πολιτική και ρεαλιστική βάση. Αρκεί και όσοι έχουν αποφασιστικές αρμοδιότητες όχι απλώς να τον διακηρύσσουν, αλλά και να ενεργήσουν από κοινού για να τον πετύχουν. Η αναγέννηση της παραλιακής ζώνης και η ενοποίησή της άλλωστε πέρα από παρέμβαση βιτρίνας, είναι και ένα ουσιαστικό εμβληματικό έργο – παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές και για τη σύγχρονη ιστορία του πολεοδομικού συγκροτήματος. Πόσα άλλα έργα τέτοιας εμβέλειας μπορεί να σκεφτεί κάποιος για τη Θεσσαλονίκη;

Στη Voria.gr αποφασίσαμε να ανοίξουμε τον φάκελο του παράκτιου μετώπου της Θεσσαλονίκης και να αναδείξουμε την κατάσταση που επικρατεί σήμερα, τις δυσκολίες στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που συσσωρεύτηκαν με την πάροδο του χρόνου και τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις, να δώσουμε το λόγο στους αρμόδιους και υπεύθυνους, να εξετάσουμε εκτός από τα επιμέρους ή γενικά προβλήματα και τις δυνατότητες ανάπτυξης, τα σχέδια αναγέννησης και τις προοπτικές που μπορεί να έχει αυτός ο θησαυρός για να λάμψει και πάλι.

Οι μεγάλες υποδομές

Ο αναπτυξιακός χαρακτήρας της παράκτιας ζώνης είναι ο μόνος που στην ουσία έχει αναδειχθεί ως ένα βαθμό, λόγω των μεγάλων –και ρυπογόνων- υποδομών που έχουν δημιουργηθεί και χαρακτηρίζουν και την πόλη.

Το αεροδρόμιο «Μακεδονία» και το λιμάνι της πόλης είναι οι δυο πιο σημαντικοί αναπτυξιακοί πυλώνες, οι οποίοι όμως ευθύνονται για μια σειρά προβλημάτων τόσο στον όρμο της Θεσσαλονίκης, όσο και στην παράκτια ζώνη. Η ανάπτυξη άλλωστε έχει πάντα το τίμημά της και αφήνει ανεξίτηλο το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα.

Ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που δημιουργούν όχι μόνο αυτές οι μεγάλες εγκαταστάσεις, αλλά και πολλές άλλες κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, είναι η ασυνέχεια. Η αδυναμία δηλαδή να διατρέξει κάποιος την παράκτια ζώνη χωρίς διακοπές έχοντας πάντα στο πλάι του τη θάλασσα.

Αυτό είναι ένα από τα δυσεπίλυτα προβλήματα στην επίτευξη του στόχου που είναι ένα ενιαίο μέτωπο, προσβάσιμο από πολίτες και επισκέπτες. Η βόλτα στην παράκτια ζώνη είναι σήμερα αδύνατη. Στο μέλλον όμως, όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν όσοι σχεδιάζουν για την παραλία της Θεσσαλονίκης, είναι εφικτή, αρκεί να γίνουν γενναίες παρεμβάσεις, αρκεί ο σχεδιασμός να είναι ενιαίος για όλους όσοι εμπλέκονται στην παραλιακή ζώνη (και είναι δεκάδες και με τον Θερμαϊκό εκατοντάδες...) ή ακόμη κι αν είναι αποσπασματικός να εντάσσει στη φιλοσοφία και τους στόχους αυτή τη μεγάλη... βόλτα.

Για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος της συνέχειας και της κατάργησης των απροσπέλαστων τμημάτων, πρέπει να ξεπεραστούν μια σειρά από ζητήματα στο αεροδρόμιο και το λιμάνι ή έστω να δοθεί κάποια διέξοδος. Κυρίως σε αυτές τις δυο υποδομές, διότι υπάρχουν και άλλες περιοχές που για διαφορετικούς λόγους δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη παραλιακή βόλτα είτε με τα πόδια είτε με άλλα μέσα. Όπως είναι η άτυπη ναυπηγοεπισκεαστική ζώνη, το κατεστραμμένο έδαφος σε πολλές περιοχές, ακόμη και ρέματα και εκβολές χειμάρρων.

Οι επιστήμονες έχουν καταθέσει πολλές προτάσεις πάντως, που ξεπερνούν αυτά τα προβλήματα, αρκεί να υπάρχει βούληση και χρήματα...

Τα σημαντικότερα ζητήματα

Η παράκτια ζώνη της Θεσσαλονίκης χαρακτηρίζεται από τις διαφορετικές κατηγορίες τοπίου και τις ποικίλες ανθρωπογενείς επεμβάσεις. Κυρίως όμως πρέπει κάποιος να δει την περιβαλλοντική της αξία, καθώς το ποικιλόμορφο φυσικό τοπίο της είναι μοναδικό. Σκεφτείτε ότι σε αυτά τα χιλιόμετρα παραλίας υπάρχουν λιμνοθάλασσες, ένα εθνικό πάρκο προστατευόμενο, πολλές ελεύθερες πράσινες αδόμητες εκτάσεις, παρόχθια βλάστηση αξιοσημείωτη. Κι όλα αυτά σήμερα καλύπτονται από αυθαιρεσίες, σκουπίδια, λύματα, μπαζώματα και ασχήμιες, ακριβώς επειδή το παράκτιο μέτωπο δεν είναι προσβάσιμο μαζικά από τους πολίτες κι έτσι η ασχήμια θριαμβεύει σε πολλές περιπτώσεις έναντι του κάλλους, επειδή μπορεί να «κρύβεται» από τα μάτια των πολλών.

Η ποικιλία αυτή στο παραλιακό μέτωπο είναι αξιομνημόνευτη και προσδίδει την ιδιαιτερότητα της παραλίας, προσφέροντας στον επισκέπτη τη δυνατότητα να βρεθεί σε διαφορετικούς κόσμους στην ίδια βόλτα, εάν και εφόσον κάποτε μπορέσει να υλοποιηθεί.

Κάποια ενιαία χαρακτηριστικά στο δυτικό, το κεντρικό και το ανατολικό τμήμα οδήγησαν επί δεκαετίες στην αποσπασματική και στρεβλή αντιμετώπιση του παράκτιου μετώπου, που δεν εξετάστηκε με ενιαίο τρόπο, αλλά σε τρία τμήματα.

Η πρώτη ουσιαστική προσπάθεια να εξεταστεί με τέτοιο –ενιαίο- τρόπο έγινε στις αρχές της τρέχουσας χιλιετίας. Προηγουμένως υπήρξαν μόνο λίγες φωνές που μιλούσαν και για τα 54 χλμ. παραλίας. Αργότερα υπήρξαν επιστήμονες που οραματίστηκαν και σχεδίασαν την ενοποίηση του κεντρικού και του ανατολικού τμήματος, για να φτάσουμε τελικά στις πιο σύγχρονες προτάσεις για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου μετώπου, το οποίο πάντως μόνο σε επίπεδο στόχων και φιλοσοφίας μπορεί να εξεταστεί με τέτοιο τρόπο κι όχι σε επίπεδο μελετών και παρεμβάσεων. Φαραωνικού τύπου σκέψεις για μια ενιαία μελέτη και μια ενιαία παρέμβαση είναι γνωστό ότι δεν μπορούν να προχωρήσουν. Πρωτίστως λόγω των τεράστιων ποσών που θα απαιτούνταν. Από τη στιγμή όμως που και επισήμως αναγνωρίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας (μέσω του Ρυθμιστικού Σχεδίου) και η ανάγκη προστασίας και ανάδειξης του παραλιακού μετώπου, πλέον υπάρχει η προοπτική...

Τα κυριότερα ζητήματα που εντοπίζονται στην παράκτια ζώνη συνοπτικά και όπως τα περιγράφουν η δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός Χωροτάκτης του ΑΠΘ, Γεωργία Γεμενετζή και ο δρ. Αρχιτέκτων Μηχανικός Πολεοδόμος του ΑΠΘ, Χάρις Χριστοδούλου, είναι «οι διαφορετικές κατηγορίες τοπίου με βάση τα φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά αλλά και την αξία και ποιότητά τους. Πιο συγκεκριμένα, η γεωμορφολογία, η υδρογεωλογία, η βλάστηση, οι προστατευόμενες περιοχές φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος, η πυκνότητα της δόμησης, οι παραγωγικές δραστηριότητες, τα τοπόσημα, οι ιστορικές παραστάσεις, οι αντιληπτές θέες, η ελκτικότητα και η επισκεψιμότητα αλλά και οι διαφόρων ειδών πιέσεις συνδιαμορφώνουν διαφορετικούς τύπους τοπίων. Επιπλέον, η ποιότητα των τοπίων διαφοροποιείται ανάλογα με το βαθμό αλλοίωσης από οπτική, λειτουργική και οικολογική άποψη, όπως και η αξία τους (διεθνή/ εθνική/ περιφερειακή) η οποία καθορίζεται κυρίως από την αναγνωρισιμότητα και τη σπανιότητα του τοπίου, το βαθμό αλλοίωσης, την παρουσία προστατευομένων στοιχείων και τοπόσημων».

Για να έχεις ένα παραλιακό μέτωπο προσβάσιμο σε όλο το μήκος του από τους πολίτες, πρέπει να έχεις και έναν αξιοπρεπή όρμο της Θεσσαλονίκης. Έναν Θερμαϊκό με λιγότερα προβλήματα από τα σημερινά, που σαφώς είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με εκείνα που αντιμετώπιζε πριν από 20 ή ακόμη και 10 χρόνια. Συνεπώς, οι όποιες παρεμβάσεις πρέπει να συνυπολογίζουν και δράσεις για έναν καθαρό Θερμαϊκό κόλπο. Τα φαινόμενα του ευτροφισμού, η συνεχιζόμενη ρύπανση από διάφορες πηγές, η αναγκαστική επιβάρυνση από τις μεγάλες υποδομές και τα ποτάμια που εκβάλλουν είναι ζητήματα που έτσι κι αλλιώς χρήζουν διαρκούς αντιμετώπισης.

Στη βάση των κυρίαρχων προβλημάτων υπάρχουν το δυτικό, κεντρικό και ανατολικό κομμάτι έχουν ενιαία ζητήματα.

Στο κεντρικό τμήμα, κυρίαρχα προβλήματα είναι οι αυθαίρετες κατασκευές, η ανάγκη για ανάπλαση της παλιάς παραλίας, η διάνοιξη της ζώνης μετά το Μέγαρο Μουσικής, οι δραστηριότητες που ρυπαίνουν, αλλά και οι ανομοιομορφίες ειδικά στο νοτιοανατολικό τμήμα από το Μικρό Έμβολο (Καραμπουρνάκι) μέχρι τα όρια του δήμου Καλαμαριάς όπου τα διαφορετικά υψόμετρα και οι χωροθετημένες δραστηριότητες δημιουργούν αρκετές ασυνέχειες. Σε πολλά σημεία η παραλιακή βόλτα κόβεται απότομα, όχι μόνο από τις ανθρωπογενείς επεμβάσεις, που δημιούργησαν σε πολλές περιπτώσεις αυθαίρετα εμπόδια, αλλά κι από το φυσικό τοπίο, που επιπλέον αντιμετωπίζει και ζητήματα καθιζήσεων.

Έτσι κι αλλιώς όλη η παραλιακή ζώνη του πολεοδομικού συγκροτήματος έχει χαρακτήρα αναψυχής και εξυπηρετήσεων. Χαρακτήρας, που όμως προσβάλλεται από τη ρύπανση (οι οσμές από τον όρμο της Θεσσαλονίκης για διάφορες κατά καιρούς αιτίες και σε συγκεκριμένες εποχές είναι ενδεικτικές, όπως και τα λύματα, η οπτική επιφανειακή ρύπανση και τα σκουπίδια), την αισθητική αλλοίωση, αλλά και τους τεράστιους κυκλοφοριακούς φόρτους, την ηχορύπανση κτλ.

Επίσης προβληματική είναι η περιοχή στην Εθνική Σχολή Δικαστών και στις εκβολές της περιφερειακής τάφρου (Φοίνικας), όπως και στο τμήμα της Μίκρας.

Στο ανατολικό τμήμα, που ξεκινά από την περιοχή της πρώην ΒΙΑΜΥΛ, υπάρχουν ζητήματα ρύπανσης, οι εγκαταστάσεις των ναυπηγείων, που εδώ και δεκαετίες έχει αναγνωριστεί η ανάγκη να φύγουν (υπάρχουν και ζητήματα νομιμότητας), το αεροδρόμιο, υποβαθμισμένα τοπία, που δεν είναι καν προσπελάσιμα, μεγάλες εγκαταστάσεις τριτογενών
δραστηριοτήτων υπερτοπικού χαρακτήρα, σε συνδυασμό με ελεύθερες εκτάσεις, σκουπιδότοπους κ.ά. Η περιοχή αυτή είναι σχεδόν απροσπέλαστη παραλιακά. Δεν υπάρχει καν ένας διάδρομος, έστω και χωμάτινος, που να σηματοδοτεί τη δυνατότητα ενοποίησής της. Επίσης, είναι μια περιοχή που σε πολλά τμήματά της είναι αδύνατη η οποιαδήποτε επαφή με τη θάλασσα καθώς είναι αποκομμένα και απροσπέλαστα. Η διάβρωση των εδαφών είναι εμφανής σε πολλά σημεία.

Κατευθυνόμενοι νότια («ανατολικότερα», όπως συνηθίσαμε να λέμε) μετά το αεροδρόμιο ακολουθούν μια σειρά από εκτάσεις που είναι εγκαταλειμμένες και ανεκμετάλλευτες (όπως η περιοχή Τσαΐρια), με παράνομες καταλήψεις, αυθαίρετες κατασκευές, αυτοσχέδιους σκουπιδότοπους, ρύπανση, αλλά και προβλήματα εδάφους (ελώδεις εκτάσεις κ.ά.).

Το φυσικό περιβάλλον από τα όρια της Περαίας και μετά έχει αντικατασταθεί πλέον από ένα συνεχές γραμμικό αστικό μέτωπο, που όμως είναι τα τελευταία χρόνια σημαντικός τουριστικός πόλος, είναι επισκέψιμη περιοχή και προσπελάσιμη σε μεγάλο μήκος της, ενώ έχουν γίνει και πολλές αναπλάσεις και παρεμβάσεις ευπρεπισμού, χωρίς πάντως να λείπουν τα προβλήματα. Τα ρέματα που εκβάλλουν, η εργολαβικού τύπου οικιστική ανάπτυξη, που διακόπηκε βίαια από την κρίση, οι αναξιοποίητοι τουριστικοί πόροι με τις πολλές εγκαταστάσεις κυρίως του δημοσίου που έχουν εγκαταλειφθεί, η πληθυσμιακή αύξηση, τα αποσπασματικά περιβαλλοντικά έργα, οι ποικίλοι εδαφολογικοί σχηματισμοί, τα ζητήματα διάβρωσης, υφαλμύρωσης κτλ. χρήζουν αντιμετώπισης και αποτελούν άλλωστε αντικείμενο των σχεδιασμών από τις τοπικές δημοτικές αρχές. Ακόμη και η λιμνοθάλασσα του Αγγελοχωρίου, που έχει μεγάλη οικολογική αξία και αποτελεί ισχυρό τοπόσημο αντιμετωπίζει ζητήματα προσπελασιμότητας.

Στη δυτική περιοχή κι από το λιμάνι προς το Εθνικό Πάρκο Αξιού τα βιομηχανικά λύματα, τα σκουπίδια, οι ρύποι από τις εγκαταστάσεις (νόμιμες και παράνομες), το ρέμα του Δενδροποτάμου, οι εκβολές των ποταμών, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις και το θέμα των καθιζήσεων, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα προβλημάτων, που δεν επιτρέπουν όχι την προσπελασιμότητα του παράκτιου μετώπου, αλλά ούτε καν την προσέγγισή του σε πολλά σημεία. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από δραστηριότητες του δευτερογενούς τομέα, με τις όποιες επιπτώσεις έχει αυτός στο φυσικό περιβάλλον, ενώ ανοιχτή πληγή παραμένει η περιοχή των παλιών βυρσοδεψείων η εξυγίανση της οποίας έχει παραπεμφθεί στις καλένδες... Τα δίκτυα που διατρέχουν επίσης την περιοχή δημιουργούν εμπόδια στην ανάπτυξή της και στην αποκατάσταση ενός συνεκτικού και συνεχούς διαδρόμου δίπλα στη θάλασσα, η οποία εκεί έχει σημειακά τη μεγαλύτερη ρύπανση. Εργοστάσια, σκουπιδότοποι, μεταφορικές και ενεργειακές υποδομές,κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις, καλλιεργούμενες εκτάσεις, ορυζώνες, αγροτικά δίκτυα, εγκαταστάσεις αλιείας και οστρακοκαλλιέργειας και προστατευόμενες ζώνες δημιουργούν ένα πλαίσιο πολυδιάστατων προβλημάτων, πολλές φορές εξαιρετικά δυσεπίλυτων. Οι αντιθέσεις άλλωστε στο παράκτιο τοπίο της δυτικής πλευράς είναι πάρα πολύ μεγάλες.

Ένας στόχος

Ο στόχος πλέον για να αρχίσει να αποκτά μια ενιαία υπόσταση η παράκτια ζώνη της Θεσσαλονίκης (ολοκληρωμένη διαχείριση του τοπίου), για να μπορεί να αποτελέσει τουριστικό πόλο, ισχυρό τοπόσημο, αναπτυξιακό κέντρο και συνάμα μια περιοχή εξαιρετικού φυσικού κάλλους, πρέπει να είναι η διαμόρφωση μιας απρόσκοπτης διαδρομής για πεζούς και ποδηλάτες κατά μήκος της ακτογραμμής.

Αυτή η διαδρομή, εφόσον ενταχθεί σε όλους τους υφιστάμενους επιμέρους και γενικότερους σχεδιασμούς, θα μπορέσει να αποτελέσει το συνδετικό κρίκο για τη νέα ταυτότητα της Θεσσαλονίκης, που θα ενισχύσει την αναγνωρισιμότητά της παγκοσμίως και θα συμβάλει στην προστασία του φυσικού τοπίου στην παραλία, που έχει βιαστεί επί δεκαετίες, θα ξαναφέρει τον Θεσσαλονικιό δίπλα στη θάλασσα, θα δημιουργήσει ανάπτυξη (τουριστική, πολιτιστική, αθλητική, εμπορική κτλ.) και κυρίως θα λύσει μια σειρά από προβλήματα, που σήμερα δεν επιτρέπουν στη Θεσσαλονίκη να αναδείξει, να αξιοποιήσει και να ζήσει το μεγαλείο ενός ανεκτίμητου θησαυρού, του παράκτιου μετώπου της.

Αυτό είναι το στοίχημα της Θεσσαλονίκης για τα επόμενα χρόνια. Και ευτυχώς δεν το συνειδητοποιούμε μόνο εμείς, αλλά και σχεδόν το σύνολο των εμπλεκόμενων φορέων, όπως θα διαπιστώσετε στο μεγάλο αφιέρωμα της Voria.gr στο παραλιακό μέτωπο της Θεσσαλονίκης μας.