Skip to main content

Υπερέβησαν τα 15 δισεκατομμύρια ευρώ οι προσφορές για το νέο 10ετές ομόλογο

Η Ελλάδα προχώρησε σήμερα στην έκδοση 10ετούς ομολόγου, ανοίγοντας την αυλαία του δανειακού προγράμματος για το 2022, δήλωσε ο υπουργός Οικονομικών.

Με ισχυρή ζήτηση, που ξεπέρασε τα 15 δισ. ευρώ, έκλεισε το βιβλίο προσφορών για την έκδοση του νέου δεκαετούς ομολόγου, εν μέσω δύσκολης διεθνούς συγκυρίας, με το ελληνικό Δημόσιο να αντλεί 3 δισ. ευρώ.

Το αρχικό επιτόκιο του νέου ελληνικού ομολόγου διαμορφώθηκε στις 145 μονάδες βάσης συν το mid swap, δηλαδή στο 1,89%, ενώ στη συνέχεια υποχώρησε στις 140 μονάδες βάσης συν το mid swap, δηλαδή γύρω στο 1,82%.

Για φέτος, ο ΟΔΔΗΧ αναμένεται να προχωρήσει στην έκδοση νέων ομολόγων ύψους 12 δισ. ευρώ, τουλάχιστον, έναντι 14 δισ. ευρώ το 2021. Παρόλο που η χώρα αντιμετωπίζει περιορισμένες ανάγκες για την εξυπηρέτηση του Δημοσίου Χρέους το 2022 και το Δημόσιο διαθέτει ταμειακά διαθέσιμα περίπου 35 δισ. ευρώ, ο ΟΔΔΗΧ επιδιώκει με τις νέες εκδόσεις ομολόγων να καταδείξει την ευχέρεια του Ελληνικού Δημοσίου να δανείζεται από τις αγορές με ανταγωνιστικούς όρους.

Οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν, όπως μεταφέρει το ΑΠΕ, ότι το Ελληνικό Δημόσιο θα επιδιώξει να αντλήσει όσο το δυνατόν περισσότερα στο πρώτο τρίμηνο του έτους, μέχρι να λήξει δηλαδή το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της «πανδημίας» που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Για μετά τον Μάρτιο η ΕΚΤ έχει δεσμευτεί ότι θα συνεχίζει ν΄ αγοράζει με ευελιξία ελληνικά ομόλογα προκειμένου να βοηθήσει τη χώρα και να αποφευχθεί ένα «σοκ» στα αγορές.

Η δήλωση του υπουργού Οικονομικών, Χρήστου Σταϊκούρα

«Η Ελλάδα προχώρησε σήμερα στην έκδοση 10ετούς ομολόγου, ανοίγοντας την αυλαία του δανειακού προγράμματος για το 2022.

Έκδοση που, για ακόμη μία φορά, στέφθηκε με επιτυχία, καθώς συγκέντρωσε υψηλή ζήτηση και ποιότητα κεφαλαίων.

Η χώρα μας άντλησε 3 δισ. ευρώ, με επιτόκιο περίπου 1,8%.

Το κόστος δανεισμού κρίνεται ιδιαίτερα ικανοποιητικό, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα, διεθνή συγκυρία.

Συγκυρία στην οποία καταγράφεται, διεθνώς, άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα, εξαιτίας της υψηλής αβεβαιότητας που προκαλούν η συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση, η αύξηση του πληθωρισμού και η επικείμενη στροφή των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο συσταλτική νομισματική πολιτική.

Χαρακτηριστικό της ανοδικής τάσης στις αποδόσεις των κρατικών τίτλων είναι ότι τα γερμανικά ομόλογα διαπραγματεύονται, για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια, με θετική απόδοση.

Ωστόσο, παρά τη δύσκολη αυτή συγκυρία, η Ελλάδα δανείστηκε σήμερα με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου του 2019, όταν το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 3,9%.

Ενώ, και το περιθώριο επιτοκίου, το spread, του ελληνικού ομολόγου έναντι του γερμανικού έχει συρρικνωθεί σημαντικά, τόσο σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα όσο και με τα επίπεδα των αρχών του 2019.

Συνεπώς, η χώρα μας, συνεχίζοντας την – αποδεδειγμένα – επιτυχημένη εκδοτική στρατηγική και την αποτελεσματική οικονομική πολιτική των τελευταίων 2,5 ετών, καταφέρνει, μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονης ρευστότητας, να κινείται αταλάντευτα, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, στην κανονικότητα κλασικού εκδότη-χώρας της Ευρωζώνης, “κλειδώνοντας” το κόστος δανεισμού της δεκαετίας σε χαμηλά επίπεδα.

Ως Κυβέρνηση, διασφαλίζουμε σταθερότητα και ασφάλεια.

Διατηρούμε τα ταμειακά διαθέσιμα της πατρίδας μας σε ασφαλές ύψος, παρά τις πρωτόγνωρες – σε ολόκληρο τον πλανήτη – δυσκολίες και προκλήσεις.

Προκλήσεις στις οποίες απαντάμε άμεσα, μεθοδικά, διορατικά και αποτελεσματικά.

Γι’ αυτό άλλωστε, οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ θετικές, όπως πιστοποιήθηκε στις τελευταίες συνεδριάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων και αναγνωρίζουν – μέσα και από τη σημερινή “ψήφο” εμπιστοσύνης τους – οι διεθνείς αγορές.

Συνεχίζουμε με υπευθυνότητα, αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση, την εφαρμογή μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής, τη χάραξη μιας διορατικής εκδοτικής στρατηγικής και την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, ώστε η οικονομία μας να συνεχίσει να ισχυροποιείται, ολόπλευρα όπως είδαμε σήμερα, τόσο με την επιτυχημένη έξοδο στις αγορές όσο και με την ενίσχυση της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας».