Skip to main content

Ιστορίες της Παλιάς Θεσσαλονίκης: Ο ματωμένος Μάης, ο σπαραγμός μιας μάνας και ο Επιτάφιος

Η σπαραχτική εικόνα της μάνας πεσμένης καταμεσής του δρόμου πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της, ο Επιτάφιος και οι μαζικές απεργίες των καπνεργατών.

«Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της».

Ήταν πρωί της 9ης Μαΐου του 1936 όταν ο νεαρός αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης θα έπεφτε νεκρός από μία σφαίρα που διαπέρασε το κρανίο του και θα γινόταν ο πρώτος άνθρωπος που θα έχανε τη ζωή του τον ματωμένο Μάη του 1936 από την αιματηρή καταστολή της χωροφυλακής στη μεγάλη διαδήλωση των απεργών καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη. Προς τιμήν του θα στήνονταν και το Μνημείο του Καπνεργάτη, στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Εγνατίας.

Ο Αναστάσιος Τούσης γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1906 στο Ασβεστοχώρι και μεγαλώνοντας υπηρέτησε στην Αεροπορία. Αργότερα, γοητεύτηκε από τη Μηχανική με αποτέλεσμα να γίνει αυτοκινητιστής. Το επάγγελμά του ήταν να μεταφέρει ασθενείς από το Σανατόριο, στο Παπανικολάου, στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Στη διαδρομή αυτή έμελλε να γνωρίσει και τη σύζυγό του, η οποία ήταν φυματική καπνεργάτρια και να ενταχθεί αργότερα στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Όπως αναφέρει στη Voria.gr o διδάκτωρ Ιστορίας στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών, Κωνσταντίνος Τζιάρας, ανάμεσα στους φθισικούς καπνεργάτες ήταν αρκετά διαδεδομένη η ιδέα της ταξικής διαφοράς και της εργατικής εκμετάλλευσης και έτσι αρκετοί από αυτούς ήταν κομμουνιστές.

Ήδη από τις 29 Απριλίου οι καπνεργάτες της περιοχής είχαν κηρύξει γενική απεργία με βασικά αιτήματα την αναπροσαρμογή του ημερομισθίου, τη βελτίωση των παροχών του κλαδικού ταμείου για τους «παρήλικας και τους φυματικούς». Καθημερινά οι δρόμοι της Θεσσαλονίκης πλημμύριζαν από χιλιάδες μέλη της εργατικής τάξης όλων των κλάδων πλέον, που διαδήλωναν αδιαφορώντας για τις σχετικές απαγορεύσεις που εξέδιδε η Χωροφυλακή. Ο απεργιακός αγώνας θα κλιμακωθεί την Πρωτομαγιά. Ωστόσο, ακόμη δεν καταγράφονται αξιοσημείωτα περιστατικά.

Όμως, στις 8 Μαΐου 1936, στήνονται απέναντι από τα οδοφράγματα των εργατών πολυβόλα έτοιμα να χρησιμοποιηθούν την επόμενη μέρα κατά του πλήθους και η Χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης εμπόδισε χιλιάδες διαδηλωτές να κατευθυνθούν προς το Διοικητήριο, όπου έδρευε η Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος (σήμερα Υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης).

Μία ημέρα μετά, στις 9 Μαΐου, το απεργιακό μέτωπο διευρύνεται με τη συμμετοχή αρτεργατών, βιομηχανικών εργατών και άλλων κλάδων εργαζομένων, ενώ οι καταστηματάρχες κρατούν σε μεγάλο ποσοστό τα καταστήματά τους κλειστά.

Αυτήν την ημέρα ο Τάσος Τούσης θα κατέβει και ο ίδιος στις κινητοποιήσεις αφού περάσει να δει τη μητέρα του, την Κατίνα, η οποία λίγες ώρες αργότερα θα βρισκόταν αντιμέτωπη με μία τραγωδία που κανένας γονιός δεν θα ήθελε να ζήσει.

Ο Τάσος μόλις φθάνει ενσωματώνεται σε ένα μπλοκ καπνεργατών, το οποίο όμως μερικά οικοδομικά τετράγωνα παρακάτω έρχεται αντιμέτωπο με αστυνομική δύναμη. Κάποιοι από τους διαδηλωτές αρπάζουν σπασμένα τούβλα και αρχίζουν να τα πετούν κατά των Αρχών, πριν διασκορπιστούν στους γύρω δρόμους. Μέσα σε λίγα λεπτά τα επεισόδια ξαναρχίζουν και οι ένστολοι πυροβολούν πλέον στον αέρα για εκφοβισμό. Επικρατεί πανικός, φωνές και σαματάς παντού. Ο Τάσος βρίσκεται στη γωνία των οδών Συγγρού και Πτολεμαίων, μπροστά από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις». Πριν προλάβει να βρει καταφύγιο μία σφαίρα διαπερνά το κρανίο του, από το ένα αυτί στο άλλο. Οι σύντροφοί του από το Κομμουνιστικό Κόμμα μαζεύονται από πάνω του, αλλά είναι πλέον αργά. Ξηλώνουν μια ξύλινη πόρτα, τοποθετούν πάνω το νεκρό κορμί και οργισμένοι κατευθύνονται προς το Διοικητήριο.

Ο σπαραγμός της μάνας

Λίγο αργότερα, η Κατίνα, η μητέρα του Τάσου κατηφορίζει την οδό Ρακτιβάν και φθάνει μέχρι το Διοικητήριο για να παραλάβει τις κόρες της που εργάζονται σε εργοστάσιο με καραμέλες, φοβούμενη τα εκτεταμένα επεισόδια. Στο σημείο αυτό αντικρίζει το οργισμένο πλήθος που φωνάζει συνθήματα. Διακρίνει τους εργάτες που έχουν σηκώσει στους ώμους το άψυχο σώμα, αλλά δεν καταλαβαίνει πως το σώμα αυτό ανήκει στον μονάκριβό της.

Έπειτα, διακρίνει πλέον καθαρά τα γνώριμα χέρια που κρέμονται κάτω. Είναι ο Τάσος της. Τρέχει προς το μέρος του ουρλιάζοντας και ξαφνικά ακούγονται νέοι πυροβολισμοί. Ο όχλος αφήνει την πόρτα καταγής και πέφτει στο χώμα να προστατευτεί. Στη μέση απομένει μονάχα η μάνα που γονατίζει πάνω από τον Τάσο και αρχίζει να του χαϊδεύει απαλά το πρόσωπο, να τον φιλάει στο στόμα προσπαθώντας μάταια να του δώσει πνοή ζωής. Για αυτήν υπάρχει εκεί μονάχα το παιδί της. Μοιρολογεί με όση δύναμη της απομένει.

Η εικόνα που συγκλόνισε τον Ρίτσο και ο Επιτάφιος

Η σπαραχτική εικόνα της μάνας πεσμένης καταμεσής του δρόμου πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της θα δημοσιευτεί την επόμενη ημέρα στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Αυτή τη φωτογραφία θα δει ο μεγάλος ποιητής Γιάννης Ρίτσος και παρά το γεγονός ότι βασανίζεται από φυματίωση, θα κλειστεί δύο μερόνυχτα στη σοφίτα του σπιτιού του και θα γράψει τον Επιτάφιο, μια σειρά από 14 θρηνητικά ποιήματα σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο.

«Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου, πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου, πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;»

«Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ;»

Όπως εξηγεί ο κ. Τζιάρας, το ιδιαίτερο με το κίνημα των εργατών ήταν πως έφερε κοντά άτομα από διαφορετικά επαγγέλματα, ενώ το εβραϊκό με το προσφυγικό προλεταριάτο στάθηκε δίπλα, παρά τις ορισμένες διαφορές του με αποκορύφωμα το Πογκρόμ του Κάμπελ, όταν Μικρασιάτες πρόσφυγες και μέλη της εθνικιστικής οργάνωσης Εθνική Ένωσις «Ελλάς» επιτέθηκαν στην εβραϊκή συνοικία, όπου και πυρπόλησαν τις κατοικίες αριθμού εβραϊκών οικογενειών. Μάλιστα, αρκετά από τα θύματα ήταν γυναίκες, Μικρασιάτες πρόσφυγες, καθώς και Εβραίοι. 

Επίσης, ο ιστορικός αναφέρει πως ένας από τους λόγους που η απεργία των καπνεργατών ήταν τόσο μαζική το 1936 ήταν γιατί ενώ μετά το 1934 οι επιχερήσεις επουλώνουν τα τραύματά τους, ο κόσμος της εργατιάς δεν το βλέπει αυτό και δημιουργείται ένα αίσθημα εργατικής αδικίας. Παράλληλα, σύμφωνα με τον ίδιο, ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων στρατιωτικοί και αξιωματικοί αρνήθηκαν να χτυπήσουν καθώς ήταν Θεσσαλονικείς και είχαν την οικογένειά τους από την απέναντι πλευρά. Στον Μάη, μάλιστα, πρωτοστράτησε ένας στρατιωτικός.