Skip to main content

Ιστορίες της Παλιάς Θεσσαλονίκης: Ντεπό, η τελευταία σημαντική μαρτυρία για το τραμ της

Το βιομηχανικό σύνολο που ρημάζει στο τέρμα της Βασ. Όλγας αποτελούσε για χρόνια την καρδιά των συγκοινωνιών της πόλης και ιδιαίτερα του τραμ

Για περισσότερα από 60 χρόνια ήταν η... καρδιά του τραμ, του λαϊκού μέσου συλλογικής μεταφοράς της Θεσσαλονίκης. Το αμαξοστάσιο του τραμ, μαζί και μια σειρά από διοικητικές υπηρεσίες, αλλά και κατοικίες των τεχνικών και διοικητικών υπαλλήλων της βελγικής εταιρείας Τροχιοδρόμων και Ηλεκτροφωτισμού Θεσσαλονίκης, Tranmways De Salonique, βρισκόταν στην ανατολική πλευρά της πόλης, στη συνοικία Ντεπό -στα γαλλικά Depot σημαίνει αποθήκη-, που ήταν το κέντρο των συγκοινωνιών της πόλης.

Εκεί, στο τέρμα της σημερινής οδού Βασιλίσσης Όλγας, κτήρια και ιστορία ρημάζουν αφημένα στην εγκατάλειψη και στη σιωπή. Μόνο ένα τμήμα του, που βγαίνει στην οδό Ανθέων, έχει παραχωρηθεί και στεγάζει το 14ο Γυμνάσιο-Λύκειο Θεσσαλονίκης.

Το τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα του Ντεπό καλύπτει μια έκταση περίπου 10.000 τ.μ. Ο χώρος με τις παλιές εγκαταστάσεις σταμάτησε να λειτουργεί όταν το 1957 οι γραμμές του τραμ ξηλώθηκαν και αργότερα ώς το 2015 εξυπηρετούσε τις ανάγκες των μηχανοκίνητων μονάδων της Ελληνικής Αστυνομίας, ενώ ήδη από το 1994 ένα μεγάλο μέρος του έχει χαρακτηριστεί από το υπουργείο Πολιτισμού ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Πλέον έχει περάσει στον δήμο Θεσσαλονίκης και χρησιμοποιείται ως αποθηκευτικός χώρος -κυρίως αλατιού για τον χειμώνα-, ενώ υπάρχουν σκέψεις και προτάσεις για την αξιοποίησή του.

Το βιομηχανικό αυτό συγκρότημα με την ιστορία του και το master plan για μελλοντική ανάδειξή του αποτέλεσαν το θέμα της μεταπτυχιακής εργασίας σε βελγικό πανεπιστήμιο του αρχιτέκτονα μηχανικού, Βασίλη Παπαδούλη. Ο κ. Παπαδούλης το παρουσίασε στο τριήμερο Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικής που διοργάνωσε το ΤΕΕ/Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας με τίτλο «Τα Κάστρα της Βιομηχανίας» και ολοκληρώθηκε χθες στην Αποθήκη Δ΄ του λιμανιού Θεσσαλονίκης.

«Το όλο σύνολο ξεκίνησε να λειτουργεί το 1895 δύο χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του ιππήλατου τραμ στη Θεσσαλονίκη και αφού είχε προηγηθεί η γεφύρωση του παρακείμενου ρέματος Μπουγιούκ Ντερέ», δήλωσε ο κ. Παπαδούλης στη Voria.gr.

Τα πρώτα χρόνια κι ώς το 1906 οι πέντε αποθήκες που σήμερα έχουν απομείνει τέσσερις κάλυπταν τις ανάγκες των ιππήλατων τραμ, ενώ ένα μεγάλο στέγαστρο που ήταν στον χώρο πιθανολογείται ότι χρησιμοποιούνταν για τον σταβλισμό των αλόγων που έσερναν το τραμ. Εκεί θα υπήρχαν ταΐστρες και ποτίστρες και εξοπλισμός για τον καθαρισμό των ζώων.

Σύμφωνα με την έρευνα του κ. Παπαδούλη, στο βιομηχανικό συγκρότημα υπήρχαν εκδοτήρια, σταθμαρχείο, ιατρείο, φαρμακείο, γραφεία διοικητικών υπηρεσιών, συνεργείο, ξυλουργείο, βαφείο, μηχανουργείο, βοηθητικά κτήρια παραγωγής ρεύματος, ήταν γενικά ένας εργασιακός χώρος που έσφυζε από ζωή και δραστηριότητες, ενώ η κίνηση δεν σταματούσε ούτε το βράδυ όταν συγκεντρώνονταν εκεί τα τραμ.

Λίγο πριν εκπνεύσει ο 19ος αιώνας όταν εξαπλώθηκε ο εξηλεκτρισμός, η οθωμανική διοίκηση της Θεσσαλονίκης έδωσε άδεια για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος για την ηλεκτροκίνηση των τραμ σε ένα δίκτυο 40 χιλιομέτρων.

Οι παραγγελίες για τα νέα βαγόνια δόθηκαν και πάλι σε εργοστάσιο της πόλης βελγικής πόλης Σαρλερουά και τα 30 πρώτα έφτασαν για επιθεώρηση στο αμαξοστάσιο του Ντεπώ.

Οι μηχανικοί, Βέλγοι και Έλληνες, δούλευαν μέρα-νύχτα για να τα παραδώσουν στο κοινό. Ήταν σύγχρονα, είχαν χωρητικότητα 30-40 ατόμων το καθένα και μπορούσαν να κινούνται με ταχύτητα 20 χιλιομέτρων την ώρα.

Στο συνεργείο του Ντεπό οι μηχανικοί επιθεωρούσαν κάθε μέρα τα βαγόνια που ήταν σε κίνηση και μάλιστα στο έδαφος της συγκεκριμένης αποθήκης φαίνονται ακόμη και σήμερα οι βαθιές χαράξεις, σαν αυλάκια, μέσα στα οποία έμπαιναν οι εργαζόμενοι για να ελέγξουν το κάτω μέρος των βαγονιών.

Εκεί επίσης έφταναν και τα βαγόνια που είχαν πρόβλημα, καθώς πολλαπλασιάστηκαν τα ατυχήματα, αφού κάρα, άμαξες μπλέκονταν στις γραμμές, άνθρωποι και ζώα δεν σταματούσαν, αλλά ακόμη πιο δύσκολο ήταν να ακινητοποιηθεί το τραμ.

Τα σχέδια για το βιομηχανικό συγκρότημα του Ντεπό ήταν του αρχιτέκτονα Πιέρο Αρριγκόνι, του Ιταλού μηχανικού και αρχιτέκτονα που έχει συνδέσει το όνομα και την καριέρα του με τη Θεσσαλονίκη -εγγονός του ήταν ο Κωστής Μοσκώφ και ο τάφος του βρίσκεται στο Κοιμητήριο των Καθολικών.

Παράλληλα με το βιομηχανικό συγκρότημα του Ντεπό ο Αρριγκόνι σχεδίασε και μερικά από τα πιο εμβληματικά κτήρια της πόλης όπως η Βίλα Μπιάνκα, η Βίλα Αχμέτ και Γιουσούφ Καπαντζή (πρώην κτήριο του ΝΑΤΟ) και η Βίλα Μεχμέτ Καπαντζή (ΜΙΕΤ), όλα στη Βασ. Όλγας.

Ο Αρριγκόνι συνδέθηκε με το δίκτυο του τραμ και του σιδηρόδρομου, καθώς σε αυτόν ανήκουν και τα κτήρια του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού.

Κάθε κτίσμα σχεδιάστηκε για συγκεκριμένη χρήση και συνολικά το συγκρότημα έχει ένα κράμα στοιχείων. Ο χαρακτήρας τους είναι βιομηχανικός με εκλεκτιστικά στοιχεία, κορνίζες και διακοσμήσεις. Στις αποθήκες έχουν ενδιαφέρον οι μεταλλικοί σκελετοί, αλλά και οι φεγγίτες για τον αερισμό και των φωτισμό των χώρων.

Δεν βρίσκονται βέβαια όλα στην ίδια κατάσταση. Άλλα χρειάζεται να συντηρηθούν, άλλα να αποκατασταθούν και άλλα να ανακατασκευαστούν.

Η άλλοτε ισχυρή λειτουργική και χωρική σημασία του βιομηχανικού συγκροτήματος δεν υπάρχει πια. Τα κτήρια είναι άδεια από εξοπλισμό και παρατημένα στη φθορά και στην εγκατάλειψη, ενώ τμήματα γραμμών του τραμ αχνοφαίνονται στο εσωτερικό κάποιων αποθηκών.

Στο εσωτερικό του χώρου βρίσκονται παρατημένα και δύο παλιά, συλλεκτικής αξίας βαγόνια του ηλεκτροκίνητου τραμ, η ηλικία των οποίων ξεπερνά τα 100 χρόνια κι είναι τα μοναδικά που έχουν απομείνει για να θυμίζουν το μέσο μεταφοράς που εξυπηρέτησε την πόλη για περισσότερο από μισό αιώνα. Τα δύο βαγόνια είναι σε κακή κατάσταση με σπασμένες πόρτες και φανάρια, χωρίς ρόδες και θέσεις επιβατών, με διαλυμένες τις ξύλινες σκεπές τους.

Η πρόταση του Β. Παπαδούλη αφορά σε μια μεικτή επανάχρηση του χώρου, όπου μπορούν να λειτουργήσουν ταυτόχρονα ένα μουσείο, χώροι εκπαίδευσης, δημόσιοι χώροι, αλλά και γραφεία ή επαγγελματικοί χώροι.

«Πρόκειται για ένα μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς με τεράστιο ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον και η διάσωσή του αποτελεί την τελευταία σημαντική μαρτυρία για το τραμ της Θεσσαλονίκης», ανέφερε ο κ. Παπαδούλης.