Skip to main content

Ιστορίες της παλιάς Θεσσαλονίκης: Ο Άγιος Μηνάς και το Πάσχα των εμπόρων (φωτο)

Μια από τις παλαιότερες εκκλησίες που δεν έγινε ποτέ τζαμί και ο αυλόγυρός της έφτανε ως τη θάλασσα, έχει συνδεθεί με το εμπόριο του ιστορικού κέντρου

Κρυμμένος σε μια στοά της Ίωνος Δραγούμη ο ιερός ναός του Αγίου Μηνά χρονολογείται στον 5ο αιώνα και από τότε σώζονται η κόγχη και το μπροστινό του τμήμα, γεγονός που τον κατατάσσει στα εμβληματικά μνημεία της πόλης.

Έχει υποστεί πολλές ανακαινίσεις, μια από τις οποίες χρηματοδότησαν το 1856 έμποροι της Βενετίας, όπως αποδεικνύει εντοιχισμένη επιγραφή πάνω από την κύρια είσοδο, έτσι από τότε έχει μείνει ως η εκκλησία των εμπόρων. Οι έμποροι της Βενετίας πλήρωσαν πολλά χρήματα για τη διακόσμηση του ναού όχι με αγιογραφίες, αλλά με επιτοίχιες εικόνες με κάδρο, μπαρόκ ρυθμού.

Σήμερα, οι ιερείς βλέπουν καθημερινά τους καταστηματάρχες να περνούν και να ανάβουν ένα κερί πριν ανοίξουν τα μαγαζιά τους που βρίσκονται κολλημένα στο τείχισμα, το οποίο περικλείει την εκκλησία.

«Εδώ έρχονται έμποροι και καταστηματάρχες από όλη την πόλη. Το πρωί έχει κίνηση, είναι συγκινητικό να βλέπεις του μαγαζάτορες πριν πάνε στη δουλειά να περνούν από την εκκλησία», λέει στη Voria, o προϊστάμενος του ναού π. Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος.

Ενδεικτικό του ότι αποκαλείται ο ναός των εμπόρων είναι το γεγονός πως εδώ γίνεται κάθε χρόνο η πρώτη περιφορά του Επιτάφιου. Η λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής ξεκινά στις 3 το μεσημέρι και η περιφορά στις 5 το απόγευμα για να προλάβει ανοιχτά τα καταστήματα.

Ο ναός του Αγίου Μηνά έχει μια μεγάλη και ενδιαφέρουσα ιστορία. Είναι από τις ελάχιστες εκκλησίες που καθ΄όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης δεν έγινε τζαμί, αποτέλεσε κέντρο της Φιλικής Εταιρείας οι συνεδριάσεις της οποίας γινόταν πριν την επανάσταση του 1821 στον γυναικωνίτη, ενώ το 1777 οι Οθωμανοί κρέμασαν εκεί τον Άγιο Χριστόδουλο. Ο Χριστόδουλος Σιμώνης είναι ένας σύγχρονος άγιος της εκκλησίας, σχετικά άγνωστος -τον σύστησε στη Θεσσαλονίκη ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος-, με καταγωγή από την Κασσάνδρεια Χαλκιδικής που είχε μαρτυρικό θάνατο στο προαύλιο του Αγίου Μηνά και σήμερα στο εσωτερικό του ναού υπάρχει η εικόνα του, ενώ στον τόπο καταγωγής του έχει ανεγερθεί εκκλησία που φέρει το όνομά του.

Στον Άγιο Μηνά έγινε η πανηγυρική δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης τον Οκτώβριο του 1912 χοροσταστούντος του μακαριστού μητροπολίτη Γενναδίου, παρουσία του διαδόχου Κωνσταντίνου, με τον Ίωνα Δραγούμη να σηκώνει την ελληνική σημαία και να χτυπά χαρμόσυνα το καμπαναριό για να ακουστούν οι καμπάνες σε όλη την πόλη.

Η καταστροφική πυρκαγιά του 1917 πέρασε από το σημείο, αλλά δεν κατέστρεψε τον ναό που στο παρελθόν ο αυλόγυρός του έφτανε ως τη θάλασσα κι εκεί ξαπόσταιναν ψαράδες και ναυτικοί.


Η σημερινή κεντρική εκκλησία χτίστηκε στο ίδιο σημείο όπου τον 5ο αιώνα υπήρχε το παραθαλάσσιο εκκλησάκι της Παναγίας. Ο ναός ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1852 με την επιστασία του αρχιτέκτονα Ράλλη Πλιούφα, ο οποίος καταγόταν από το Βογατσικό Καστοριάς και σπούδασε αρχιτεκτονική στην Κωνσταντινούπολη. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ναοδομίας του 19ου αιώνα με εξαιρετικά προσθήκες και εντυπωσιακό διάκοσμο. Είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική, με γυναικωνίτη σε σχήμα Π και φέρει επιρροές από τη βυζαντινή παράδοση, αλλά και την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική της κεντρικής Ευρώπης.

Είναι από τις μεγαλύτερες μεταβυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης με μέγεθος παρόμιο με αυτό της Αχειροποίητου. Κύριο χαρακτηριστικό του ναού είναι η ύπαρξη της εξωτερικής στοάς που είναι ενσωματωμένη στην κάτοψη του ναού. Διαθέτει πέντε εισόδους, τρεις στη δυτική πρόσοψη και δύο στους πλευρικούς τοίχους-που όμως έχουν από χρόνια καταργηθεί.

Τα ομοιόμορφα ορθογώνια παράθυρα με λίθινα πλαίσια και τοξωτό υπέρυθρο επιτρέπουν το φως του ήλιου να εισέρχεται στο εσωτερικό, όπου υπάρχουν γύψινες επιχρυσωμένες ταινίες και στην ψευδοκαμάρα έχουν ζωγραφιστεί αστέρια, ώστε να θυμίζουν τον έναστρο ουρανό, αλλά και ομφάλια. Στο κεντρικό ομφάλιο απεικονίζεται ο Παντοκράτορας και μέσα σε γύψινα ελλειψοειδή πλαίσια οι Ευαγγελιστές και οι προφήτες. Γενικά ο διάκοσμος του ναού είναι αποτέλεσμα δυτικών επιδράσεων και απηχεί το μπαρόκ και το ροκοκό.

Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια το κτίσμα που υπήρχε πλησίον του υπάρχοντος ναού ήταν μοναστήρι και οι πηγές αποκαλύπτουν ότι εκεί μόνασε ο Άγιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης τον 9ο αιώνα. Ήταν τόπος προσκυνήματος για όλη την πόλη και σημείο αναφοράς για τον μοναχισμό, όπως μαρτυρά ο μεγάλος αριθμός οστεοφυλακίων. Το 1979 κατά τη διάρκεια εργασιών για την αποκατάσταση των ζημιών από τον μεγάλο σεισμό της προηγούμενης χρονιάς, αποκαλύφθηκε μια άγνωστη ως τότε θολωτή κρύπτη, ένα προσεγμένο οστεοφυλάκιο εντός του οποίου ήταν επιμελώς τοποθετημένα 20 κασελάκια με ανθρώπινα οστά. Τα κασελάκια ήταν τυλιγμένα καθένα και με διαφορετικό επιτραχήλιο και απ΄έξω αναγράφονταν το όνομα και η ιδιότητα, λ.χ. "Ιερομόναχος Νεκτάριος". Σήμερα το οστεοφυλάκιο βρίσκεται στο παρεκκλήσι του ναού.

Πίσω από την Αγία Τράπεζα, βρίσκεται ένας πέτρινος αρχιερατικός άμβωνας και σύμφωνα με την παράδοση από εκεί μίλησε προς τους Θεσσαλονικείς ο Απόστολος Παύλος κατά τη δεύτερη επίσκεψή του στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα οι Χριστιανοί χάραξαν πάνω του διάφορα παλαιοχριστιανικά σύμβολα.
Επίσης η παράδοση αναφέρει ότι στο χώρο που βρίσκεται σήμερα ο Ιερός Ναός ήταν η κατοικία του Αγίου Ιάσωνος, που θεωρείται πως είναι αυτός ο οποίος υποδέχθηκε τον Απόστολο Παύλο στη Θεσσαλονίκη.

Η παρουσία του ναού του Αγίου Μηνά δεν ήταν ανέφελη στο πέρασμα των χρόνων. Τουλάχιστον πέντε φορές στο απώτερο παρελθόν καταστράφηκε από πυρκαγιές γι΄αυτό και σε πλείστα συγγράμματα ξένων περιηγητών αναφέρεται ως "Άγιος Μηνάς το καμένο μοναστήρι", ενώ οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την γύρω περιοχή "Γιαννίκ Μοναστήρ μαχαλέ" (γειτονιά του καμένου μοναστηριού). Σε κάποιο σύγγραμμα αναφέρεται ότι είχε τόσο επιβλητικό τρούλο, που ήταν ορατός από τη θάλασσα.

Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας ήταν από τις ελάχιστες εκκλησίες που δεν μετατράπηκε σε τζαμί. Υπήρχε ένας...ιερός φόβος για τον ναό αυτό. Ίσως επειδή βρισκόταν στην άκρη της πόλης, ίσως πάλι επειδή υπήρχε ένας ανεξήγητος σεβασμός από τους κατακτητές.

Την περίοδο εκείνη ο Άγιος Μηνάς υπήρξε κέντρο φιλανθρωπίας και μεγάλης προσφοράς προς την ελληνική εθνική παιδεία, αφού όπως αναφέρεται στη λογοδοσία των εκκλησιαστικών συμβουλίων της εποχής, όλα τα έσοδα του ναού δίνονταν για τη λειτουργία των ελληνικών σχολείων.

Για κάποιο διάστημα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα μνημονεύεται ότι στον γυναικωνίτη είχε δημιουργηθεί ένα άτυπο νοσοκομείο και εκεί είχαν νοσηλευτεί τραυματίες Μακεδονομάχοι. Κατά γενική ομολογία, ο Ιερός Ναός του Αγίου Μηνά αποτελεί μοναδικό κόσμημα από άποψη βασιλικού ρυθμού και σύνδεσμο εθνικών πόθων και οραματισμών κατά την μακραίωνη ιστορική πορεία και εξέλιξη της Θεσσαλονίκης και ειδικότερα της Μακεδονίας. Αλλά και από αρχαιολογικής απόψεως ως παλαιοχριστιανικό μνημείο, συγκαταλέγεται μεταξύ των αξιολογότερων μνημείων της Θεσσαλονίκης.

Ο ναός βρίσκεται σε μια στοά επί της οδού Ίωνος Δραγούμη, που διανοίχθηκε και διαπλατύνθηκε μετά την πυρκαγιά του 1890, η οποία ξέσπασε στις 23 Αυγούστου σε ένα εβραϊκό ρακοπωλείο, πίσω από το μοναστήρι της Αγίας Θεοδώρας και κατέστρεψε όλη την περιοχή ανατολικά της σημερινής οδού Αριστοτέλους-περίπου το 8% της έκτασης της εντός των τειχών Θεσσαλονίκης.

Γύρω από τη στοά υπάρχουν πολλά μικρά εμπορικά καταστήματα, τα πρώτα από τα οποία χτίστηκαν το 1895 σε σχέδια του Ξενοφώντα Παιονίδη. Το 1906 καταγράφηκαν 32 εργαστήρια, 10 μαγαζιά, μια ποτοποιία και ένα χάνι, ενώ μέχρι την πυρκαγιά του 1917 εκεί στεγάζονταν η Τράπεζα της Ανατολής και η Αγγλοελληνική Εμπορική Εταιρεία.

Σήμερα γύρω από τη στοά υπάρχουν περίπου 25 μικρά εμπορικά καταστήματα, κάποια από τα οποία είναι ξενοίκιαστα λόγω της οικονομικής κρίσης. Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν πολλοί, η εκκλησία δεν έχει ιδιοκτησία επί των καταστημάτων, που ανήκουν στο ΤΑΙΠΕΔ και κάποια σε ιδιώτες.

Όπως εξηγεί ο π. Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, ο μητροπολίτης Γεννάδιος παραχώρησε την έκταση γύρω από τον ναό το 1920 για να χτιστούν σχολεία, αλλά το σχέδιο ουδέποτε υλοποιήθηκε. Ο Γεννάδιος έκανε σημαντικό φιλανθρωπικό έργο κι ήταν αυτός που συνέλαβε την ιδέα για το κτήριο της ΧΑΝΘ, ενώ στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έκανε αυστηρές συστάσεις προς τους Χριστιανούς να μην προβαίνουν σε διακρίσεις σε βάρος των Εβραίων συμπολιτών τους και προχώρησε σε μεγάλο αριθμό διαβημάτων για να σταματήσουν οι εκτοπίσεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης.