Skip to main content

Συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου: Ιστορική τομή ή απλώς εξορθολογισμός;

Συνιστούν ή έστω κινούνται προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου;

Η κατ’ αρχήν συμφωνία των 15 σημείων μεταξύ του πρωθυπουργού και του αρχιεπισκόπου θα κριθεί, όπως και κάθε συμφωνία, στην πράξη. Όταν θα έρθει η ώρα της εφαρμογής της. Συνήθως, οι συμφωνίες οι οποίες αποδεικνύονται ανθεκτικές, είναι αυτές οι οποίες αφήνουν εξίσου δυσαρεστημένους και τους δύο συμβαλλόμενους. Εν προκειμένω, είδαμε ακριβώς το αντίθετο∙ είδαμε δηλαδή τόσο τον Αλέξη Τσίπρα, όσο και τον Ιερώνυμο, σχεδόν περιχαρείς. Όμως, ας το προσπεράσουμε και ας υπεισέλθουμε στο περιεχόμενο της συμφωνίας.

Η συμφωνία έχει δύο σκέλη: το πολιτικό και το οικονομικό.

Το πολιτικό συνδέεται ευθέως με τη διαδικασία της Συνταγματικής αναθεώρησης και είναι αλληλένδετο με το ερώτημα «εάν όσα συμφωνήθηκαν μεταξύ των δύο, συνιστούν ή έστω κινούνται προς την κατεύθυνση του διαχωρισμού Κράτους – Εκκλησίας». Η απάντηση είναι προφανής και είναι αρνητική. Κι αυτό γιατί:

1.Το προοίμιο του Συντάγματος παραμένει ως έχει. Παραμένει σε αυτό η αναφορά «Εις το Όνομα της Αγίας, Ομοουσίας και Αδιαιρέτου Τριάδος». Μένει να δούμε ποια μορφή θα έχει η διατύπωση περί «θρησκευτικής ουδετερότητας» την οποία προτίθεται η κυβέρνηση να συμπεριλάβει στο άρθρο 3 του Συντάγματος. Όμως, όποια και εάν είναι η διατύπωση, η «θρησκευτική ουδετερότητα» δοκιμάζεται κυρίως στο πεδίο της δημόσιας σφαίρας.

2. «Θρησκευτική ουδετερότητα» σημαίνει ότι η Πολιτεία αποφεύγει να εκδηλώνει συγκεκριμένη προτίμηση προς κάποιο θρησκευτικό δόγμα και συγχρόνως απαλείφει κάθε θρησκευτικό στοιχείο από τις καθημερινές θεσμικές λειτουργίες της. Ταυτόχρονα και η ίδια η Πολιτεία παύει να αναμειγνύεται με οποιονδήποτε τρόπο στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Επομένως, όταν σε ένα κράτος η Εκκλησία εξακολουθεί να είναι παρούσα σχεδόν σε όλες τις θεσμικές λειτουργίες του (ορκωμοσία κυβέρνησης, έναρξη εργασιών της Βουλής, εγκαίνια, παρουσία θρησκευτικών συμβόλων σε όλα τα δημόσια κτίρια κ.ο.κ.), αλλά και να έχει λόγο σε ζητήματα αποκλειστικής αρμοδιότητας της Πολιτείας (π.χ. βαρύνουσα γνώμη για το περιεχόμενο του μαθήματος των θρησκευτικών, αλλά και σύμφωνη γνώμη για την ανέγερση λατρευτικών χώρων άλλων δογμάτων), τότε είναι σαφές ότι η έννοια της «θρησκευτικής ουδετερότητας» είναι ουσιαστικά κενή περιεχομένου.

Επιπλέον, η έννοια της «ουδετερότητας» όταν στην κοινωνία, για λόγους ιστορικούς και άλλους που δεν είναι του παρόντος, κυριαρχεί η Ορθοδοξία, τότε η «ουδετερότητα» λειτουργεί πάντοτε υπέρ του ισχυρότερου, συνεπώς κατ’ ουσία, παύει να είναι ουδετερότητα.

Άλλωστε, εδώ και καιρό, και στο θέμα αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ σταδιακά διολίσθησε προς περισσότερο… ρεαλιστικές θέσεις, εγκαταλείποντας τον αρχικό προγραμματικό στόχο του, περνώντας από το «ιστορικό αίτημα» της αριστεράς για «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», στους «διακριτούς ρόλους» και τώρα στη «θρησκευτική ουδετερότητα».

Η πρόταση για διαγραφή των ιερέων και των κληρικών από το Σώμα των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι παρά ένα τρικ του Μεγάρου Μαξίμου προκειμένου να περάσει παραπλανητικά το μήνυμα ότι επέρχεται διαχωρισμός Κράτους – Εκκλησίας. Ωστόσο, το κράτος θα συνεχίσει να καταβάλλει στο διηνεκές τα περίπου 200 εκατ. ευρώ της μισθοδοσίας του κλήρου, δια μέσου των Ιερών Μητροπόλεων, αναγνωρίζοντας, μάλιστα, ότι πρόκειται για αντάλλαγμα προς την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας που παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο.

Συνεπώς, αυτή η πτυχή της συμφωνίας, η οποία ευλόγως προκαλεί ανασφάλεια στους ιερείς και κληρικούς, δεν είναι παρά ένα βήμα εξορθολογισμού των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας (διότι με όρους πραγματικής «θρησκευτικής ουδετερότητας» το κράτος θα έπρεπε κανονικά να καταβάλει τη μισθοδοσία και για τους κληρικούς των υπολοίπων θρησκευτικών δογμάτων). Όπως βήμα εξορθολογισμού είναι και το καθαρά οικονομικό σκέλος της συμφωνίας το οποίο προβλέπει τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.

Στο… ιερό ΤΑΙΠΕΔ θα περιληφθούν τα ακίνητα για την ιδιοκτησία των οποίων έριζαν επί δεκαετίες Εκκλησία και Ελληνικό Δημόσιο γι’ αυτό και παρέμεναν αναξιοποίητα. Το γεγονός ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να λύσουν με αυτόν τον τρόπο τις διαφορές τους είναι ασφαλώς επ’ ωφελεία και των δύο. Η ρύθμιση αυτή αποτελούσε πάγια διεκδίκηση της Εκκλησίας, ωστόσο, απ’ αυτήν επωφελείται και το Ελληνικό Δημόσιο.

Πέραν αυτών, η συμφωνία έχει πολλά γκρίζα σημεία τα οποία θα πρέπει να αποσαφηνιστούν. Από το ποιο ακριβώς είναι το συμβαλλόμενο μέρος υπό τον όρο «Εκκλησία» (ήδη υπάρχει σοβαρή δυσαρέσκεια από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ενώ δεν έχουν μιλήσει ακόμη οι μονές του Αγίου Όρους, καθώς και οι Μητροπόλεις των λεγόμενων Νέων Χωρών), έως και μια σειρά άλλα ζητήματα τα οποία φαντάζουν ήσσονος σημασίας αλλά για τους άμεσα ενδιαφερόμενους είναι μεγάλης σπουδαιότητας (τι θα γίνει για παράδειγμα με τις ασφαλιστικές εισφορές και τις συντάξεις των κληρικών;).

Τέλος, το όλο θέμα, εκτός από την πολιτική και την οικονομική του διάσταση, έχει ασφαλώς και μικροπολιτική στόχευση. Απόδειξη η χθεσινή δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι τώρα που εν πολλοίς (υποτίθεται ότι) ξεφορτωθήκαμε τους 10.000 παπάδες, ανοίγει επιτέλους ο δρόμος για ισόποσες προσλήψεις στο δημόσιο.