Skip to main content

Κ. Μακεδονία: Γιατί οι εξαγωγές δείχνουν αλλαγή παραγωγικού μοντέλου

Πώς η μεγάλη εικόνα της χώρας ενδιαφέρει άμεσα τη Β. Ελλάδα και ειδικά τη Θεσσαλονίκη όπου δραστηριοποιούνται πολλές εξωστρεφείς επιχειρήσεις

Την τελευταία δεκαετία, δηλαδή στα χρόνια της κρίσης και της ύφεσης, οι ελληνικές εξαγωγές αυξήθηκαν πολύ. Πολλαπλασιάστηκαν οι επιχειρήσεις που επένδυσαν στην εξωστρέφεια, τα ελληνικά προϊόντα κατευθύνονται, πλέον, σε πολλές αγορές, ακόμη και πολύ απομακρυσμένες.

Αν και με τα capital controls οι εξαγωγικές επιχειρήσεις ζορίστηκαν έντονα, τελικά κατάφεραν να αντεπεξέλθουν χωρίς σημαντικές απώλειες. Κάπως έτσι οι εξαγωγές αναπτύσσονται διευρύνονται και μαζί με την κατανάλωση που αργά, αλλά σταθερά ανακάμπτει η χώρα δικαιούται να προσβλέπει σε καλύτερες ημέρες. Μόνο που τα καλά νέα εξαντλούνται κάπου εδώ. Διότι όσο αυξάνονται οι εξαγωγές και όσο μεγαλώνει η κατανάλωση, άλλο τόσο και περισσότερο αυξάνονται οι εισαγωγές και διευρύνεται το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Καλά που ο τουρισμός βρίσκεται σε ανοδική φάση και εξισορροπεί κάπως την κατάσταση.

Αυτή η μεγάλη εικόνα της χώρας ενδιαφέρει άμεσα την Βόρεια Ελλάδα και ειδικά την περιοχή της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας, στην οποία δραστηριοποιούνται πολλές παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις, ενώ ταυτόχρονα ο τουρισμός είναι –σε σύγκριση με τη Ν. Ελλάδα- υποβαθμισμένος. Τα στοιχεία που ανέδειξε τις προάλλες ο ΣΕΒΕ είναι αποκαλυπτικά. Το 2018 οι εξαγωγές από την Κ. Μακεδονία ήταν 4,9 δισ. ευρώ αυξημένες κατά 5,7% έναντι του 2017. Αντίστοιχα οι εισαγωγές το 2018 διαμορφώθηκαν στα 6,4 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 11,6% έναντι της προηγούμενης χρονιάς. Με αυτά τα δεδομένα το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου αυξήθηκε το 2018 κατά 37%. Αυτό συμβαίνει –πέραν όλων των άλλων λόγων- διότι τα εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα έχουν ενσωματωμένες πρώτες ύλες που έρχονται από το εξωτερικό και μεταποιούνται στα εργοστάσια μας, ενώ πολύ υψηλό –και σχεδόν εξολοκλήρου εισαγόμενο- είναι το κόστος της ενέργειας. Στη χώρα που οκτώ – εννιά μήνες το χρόνο –ή μήπως δέκα;- ο ήλιος κυριαρχεί και οι άνθρωποι κυκλοφορούν με μαύρα γυαλιά, αλλά και στη χώρα που έχει τόσους ανέμους, που μόνο να  απαριθμήσεις τα ονόματά σου χρειάζεσαι βιβλίο, η συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο σχετικό συνολικό ισοδύναμο είναι ακόμη περιορισμένη.  

Όλα αυτά οφείλει να τα λαμβάνει υπόψιν της μια σοβαρή πολιτεία, προκειμένου να ασκεί πολιτικές και να διανέμει πόρους προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, ώστε να επιτύχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Πρωτίστως, βέβαια, πρέπει να τα καταγράψει, να τα μελετήσει και να τα αναλύσει. Στο πλαίσιο αυτό έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η ανακοίνωση που έκανε την περασμένη Τρίτη ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ Γιώργος Κωνσταντόπουλος, ο οποίος αποκάλυψε ότι ο ΣΕΒΕ στο πλαίσιο ευρωπαϊκού προγράμματος θα συνεργαστεί με το Υπουργείο Εξωτερικών, προκειμένου να γίνει λεπτομερής επεξεργασία των στοιχείων των ελληνικών εξαγωγών. Σε αυτό το πλαίσιο καλό θα ήταν πέρα από τα θέματα πωλήσεων «τι πουλάμε, που πουλάμε και πόσο πουλάμε» να εξεταστούν και θέματα κλαδικά και προϊόντων.

Δηλαδή ποιοι κλάδοι και ποια προϊόντα βρίσκονται στην αιχμή των ελληνικών εξαγωγών, ποια έχουν δυνατότητες και προοπτικές και ποιος είναι ο τρόπος για να επιτευχθούν οι στόχοι.  Σε αυτό το επίπεδο μια κοστολογική προσέγγιση δεν θα έβλαπτε κανέναν. Αντίθετα, θα πρόσφερε συμπεράσματα για τον τρόπο που οι εξαγωγές θα συμβάλλουν στη μείωση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου, που είναι και το ζητούμενο. Διότι μπορεί το κράτος σε ένα καθεστώς ελεύθερης αγοράς να μη μπορεί να επιβάλλει στις επιχειρήσεις το αντικείμενο με το οποίο θα ασχοληθούν, αλλά σίγουρα με την πολιτική του μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η νοοτροπία στην Ελλάδα δεν είναι πολύ… ευέλικτη ούτε καν σε επίπεδο επιχειρηματιών, η πρωτοβουλία ης Πολιτείας να κινηθεί με αυτό τον τρόπο και να στείλει έμμεσα σήματα θα καλύψει μέχρι ενός σημείο ένα κενό στρατηγικής που υπάρχει στην ελληνική αγορά.  Για παράδειγμα, ποιες επενδύσεις είναι πιο επιθυμητές, άρα στηρίζονται περισσότερο στο πλαίσιο των αναπτυξιακών νόμων; Ή ποιος είναι ο χαρακτήρας των αγροτικών επενδύσεων που στηρίζονται προνομιακά από τα Σχέδια Βελτίωσης;   

Σε κάθε περίπτωση η τόσο μεγάλη ανισορροπία μεταξύ εγχώριας παραγωγής και κατανάλωσης από τη μία και εισαγωγών από την άλλη, υπονομεύει τις προσπάθειες να εξελιχθεί η Ελλάδα σε μια δυνατή οικονομία που αναπτύσσεται επάνω σε στέρεες βάσεις. Είναι σαν τα λίγα λεφτά που μπαίνουν στο σπίτι από την πόρτα με τις εξαγωγές και τον τουρισμό να βγαίνουν πολύ περισσότερα από το παράθυρο –εισαγωγές και κατανάλωση.  Το κενό που δημιουργείται καλύπτεται από δάνεια του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα-, που πρέπει να εξυπηρετηθούν και ο κύκλος διευρύνεται συνεχώς. Μέχρι τη στιγμή που θα σπάσει.