Skip to main content

«Καλοκαίρι του κενού» μαζί με Πουαρό-Μάρλοου και τρεις αστυνομικούς

Οι λόγοι για τους οποίους τα αστυνομικά μυθιστορήματα παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή, κυρίως σε στιγμές ξενοιασιάς, είναι αυτονόητοι.

του Γιώργου Δώρα

Ο Ηρακλής Πουαρό κοίταξε το ρολόι του, σηκώθηκε από το τραπέζι, τακτοποίησε το κολλαρισμένο σακάκι του, πήγε στο μπαρ, χαμογέλασε στην κοπέλα με τον μοναδικά ευγενικό και παιχνιδιάρικο τρόπο του και ζήτησε το κλασικό απογευματινό του αφέψημα. Την ίδια στιγμή έφτασε δίπλα του ο Φίλιπ Μάρλοου, χαμογέλασε με σκληρή τρυφερότητα στην κοπέλα, παρήγγειλε ένα διπλό ουίσκι on the rocks και άναψε τσιγάρο. Εννοείται άφιλτρο. Μέχρι να τακτοποιήσει τις δύο παραγγελίες η μπαρίστα, που ήδη ένιωθε κάτι μεταξύ σεμνότυφης γραμματέως στο Λονδίνο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και μοιραίας γυναίκας στη Νέα Υόρκη του 1950, είδε τον Ζιλ Μαιγκρέ να πλησιάζει κρατώντας την πίπα του.

Λόγω της ώρας ήξερε με σιγουριά ότι ο επιθεωρητής της αστυνομίας του Παρισιού θα ζητούσε μια κρύα μπύρα. Πριν ο Γάλλος ολοκληρώσει την παραγγελία του εμφανίστηκε δίπλα στη μπάρα ο αστυνόμος Χαρίτος, ο οποίος πάντα το καλοκαίρι φρόντιζε για λίγες ημέρες ξεκούρασης σε κάποια ελληνική λουτρόπολη παρέα με τον κάπως μεγαλύτερο στα χρόνια φίλο και συνάδελφό του αστυνόμο Μπέκα. Ήταν η ώρα για το απογευματινό τους καφεδάκι. Αυτή τη φορά είχαν επιλέξει τη Χαλκιδική, ένα ξενοδοχείο με ησυχία, σε μια περιοχή με πεντακάθαρα νερά και πεύκα που φτάνουν μέχρι τη θάλασσα. Λίγο μετά, όταν οι παραγγελίες είχαν ετοιμαστεί και οι πελάτες είχαν απομακρυνθεί ευχαριστημένοι για να απολαύσουν τα ποτά στο τραπέζι τους η 23χρονη Εύα –εκ του Ευαγγελία- που ήταν λίγο καιρό πίσω απ’ τη μπάρα σκέφτηκε με ικανοποίηση ότι δούλευε στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου.

«Ποιος κλέφτης, απατεώνας, λωποδύτης, εκβιαστής ή δολοφόνος θα τολμούσε να δράσει στη σκιά αυτών των ανθρώπων;» αναρωτήθηκε. Και γύρισε στη δουλειά της έχοντας πάντα στ’ αφτιά της τις «μπλε νότες» της τζαζ που πλημμύριζαν το χώρο, αλλά και με την αμφιβολία εάν το φετινό καλοκαίρι ήταν «το καλοκαίρι του κενού», όπως πίστευε στην αρχή.          

Ένας από τους λόγους που πολλοί άνθρωποι γουστάρουν το καλοκαίρι είναι τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Το κλασικό ανάγνωσμα των διακοπών και της χαλαρότητας δίπλα στη θάλασσα, που κάθε καλοκαίρι γεμίζει ασφυκτικά τα ράφια των βιβλιοπωλείων με τίτλους που εκδίδονται και επανεκδίδονται. Με τους «κλέφτες κι αστυνόμους» να ιδροκοπούν στη μάχη του κακού με το καλό, της παρανομίας με τη νομιμότητα και τους αναγνώστες να απολαμβάνουν την ιστορία στη δροσιά ενός μπαλκονιού, στην προστασία κάποια σκιάς, με ένα δροσερό ποτήρι στο χέρι.  

Οι λόγοι για τους οποίους τα αστυνομικά μυθιστορήματα παραμένουν εξαιρετικά δημοφιλή, κυρίως σε στιγμές ξενοιασιάς, είναι αυτονόητοι. Ισχύει απολύτως αυτό που πιστεύουν οι Αμερικάνοι: στη ζωή εάν έχεις μια ιστορία να διηγηθείς και κάποιον να την ακούσει όλα πάνε μια χαρά. Οι αστυνομικές ιστορίες έχουν συνήθως μια γραμμική πλοκή –διάρθρωση με  αρχή, μέση, τέλος-, ρέουν χωρίς δυσκολία, δημιουργούν ερωτήσεις που αναζητούν απαντήσεις. Προσφέρουν δράση και περιγράφουν το σκηνικό συχνά καλύτερα από το σινεμά. Επιπλέον, έχουν πρωταγωνιστή, κάποιον ντετέκτιβ ή αστυνόμο, που διαθέτει στιλ, προσωπική φιλοσοφία, πάθη και... αδυναμίες. Κάποιον που ενώ κινείται μεταξύ προσωπικής φθοράς και επαγγελματικής επάρκειας καταφέρνει στο τέλος να σώσει την παρτίδα. Έστω και την τελευταία στιγμή θα διώξει τη μπάλα πάνω από τη γραμμή.

Για πολλούς αναγνώστες ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του ντετέκτιβ μέσα στην ιστορία είναι κομμάτι από την ουσία της πλοκής. Συνιστούν τη γοητεία της υπόθεσης. Διότι τι νόημα έχει η αποκάλυψη του δολοφόνου μέσα από ένα τυχαίο γεγονός και όχι από κάποιο λάθος, μια ταραχή που προκάλεσε η στάση και η συμπεριφορά ενός ακέραιου διώκτη του εγκλήματος; Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τα παλαιότερα και τα κλασικού ύφους αστυνομικά μυθιστορήματα. Διότι τα τελευταία χρόνια το «σκανδιναβικό εργοστάσιο» παραγωγής αστυνομικών υποθέσεων βολεύεται εμπορικά με μια μανιέρα που βασίζεται στο δίπολο αίμα και παράνοια. Κάτι που ενδεχομένως στις μέρες μας έχει πέραση, αλλά δύσκολα θα κερδίσει το στοίχημα με το χρόνο.

Με αυτά τα δεδομένα είναι βέβαιο ότι όσοι ήρωες της καθημερινότητας κι αν δηλώνουν πρόθυμοι να μας κατακτήσουν –πολιτικοί, καλλιτέχνες ποδοσφαιριστές, τηλεοπτικοί αστέρες- δεν θα αποκτήσουν ποτέ την επιρροή του ντετέκτιβ, τουλάχιστον τις ζεστές μέρες και νύχτες των διακοπών.

Διότι πέρα από το αυτονόητο πλεονέκτημα ότι ως πρόσωπα της φαντασίας του συγγραφέα δεν αποκλείεται να τα συναντήσουμε οπουδήποτε και οποτεδήποτε, προσφέρουν πράγματα που κανείς «ζωντανός και διάσημος» δεν μπορεί. Μας ανοίγουν ευχαρίστως το γραφείο, το σπίτι και το αυτοκίνητο τους. Μας βάζουν στη ζωή τους από την μπροστινή πόρτα και όχι από την κλειδαρότρυπα, ακόμη κι αν για πολλά από αυτά που κάνουν ή που σκέφτονται κατά βάθος ντρέπονται. Όπως ίσως κι εμείς μερικές φορές. Κι όλα αυτά υπό τους ήχους μιας τρομπέτας, ενός σαξόφωνου ή ενός πιάνου. Μιας μελωδίας που έγγραψε ένας συνθέτης δίνοντας μεγαλύτερη σημασία στην ένταση και τη διάρκεια και όχι στην τεχνική αρτιότητα. Επίσης, όσο σίγουροι κι αν είμαστε ότι στο τέλος θα τα καταφέρουν από μόνοι τους, πάντα θέλουμε να πούμε μια γνώμη, μια καλή κουβέντα ή να βοηθήσουμε με μια ιδέα. Κι εδώ που τα λέμε γιατί όχι; Στη διαδρομή από τη μια σελίδα στην άλλη, από το ένα κεφάλαιο στο άλλο, μάλλον μας παίρνουν απολύτως τοις μετρητοίς. Όχι σαν τους άλλους...