Skip to main content

Καμπανάκι Φωτιάδη για τις ΜΜΕ στον κλάδο της οικοδομής

Στα χρόνια της ύφεσης έχουν χαθεί 15.000 θέσεις εργασίας στον κλάδο του αλουμινίου, τονίζει ο πρόεδρος του ΣΕΜΑΣ Γιάννης Φωτιάδης.

Το «καμπανάκι» προς την κυβέρνηση για το μέλλον των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κινούνται γύρω από τον κλάδο των κατασκευών και της οικοδομής, «χτυπά» ο επικεφαλής της Επιμελητηριακής Ομάδας «Ένωση Βιοτεχνών- Νέοι Ορίζοντες» του ΒΕΘ και πρόεδρος του ΣΕΜΑΣ (Σωματείο Ελλήνων Μεταποιητών Αλουμινίου και Σιδήρου), Ιωάννης Φωτιάδης, με αφορμή τις νέες επιβαρύνσεις που φέρνει το 2017 σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.

«Σήμερα, λίγες ώρες από την έλευση του Νέου Έτους και ο εφιάλτης των κεφαλαιακών ελέγχων παραμένει παρά την χαλάρωση των μέτρων, ενώ δεν έχει γίνει –παρά τις υποσχέσεις που δόθηκαν και φέτος-  ούτε ένα βήμα προς τη βελτίωση του επιχειρηματικού και επενδυτικού περιβάλλοντος, αλλά και προς την τόνωση της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων καταναλωτών», επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο κ. Φωτιάδης ο οποίος σε πρόσφατες συναντήσεις του με επιχειρηματίες, αλλά και με εκπροσώπους κομμάτων περιέγραψε με τα πλέον μελανά χρώματα την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στο επιχειρείν.

«Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και οι ελεύθεροι επαγγελματίες του κλάδου του αλουμινίου, αλλά και ευρύτερα του κλάδου της οικοδομής συνθλίβονται υπό το βάρος των φορολογικών επιβαρύνσεων, έχοντας ταυτόχρονα στο λαιμό τους τη θηλιά των ληξιπρόθεσμων και των τρεχουσών υποχρεώσεων προς τα ασφαλιστικά ταμεία, την εφορία, τους προμηθευτές αλλά και προς τις ΔΕΚΟ, ενώ ταυτόχρονα το ενεργειακό κόστος παραμένει ιδιαίτερα υψηλό αυξάνοντας σημαντικά το έλλειμμα της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων μας στις διεθνείς αγορές», υπογραμμίζει ο κ. Φωτιάδη.

Ο ίδιος παρεθέτοντας στοιχεία ερευνών αναδεικνύει το γεγονός πως ο κλάδος του αλουμινίου είναι ένας από τους πλέον δυναμικούς της ελληνικής οικονομίας, αλλά και ένας από τους κλάδους που χτυπήθηκε σφοδρά από την οικονομική κρίση.

Στα χρόνια της ύφεσης έχουν χαθεί 15.000 θέσεις εργασίας ενώ ο κλάδος σε σύγκριση με το 2007, έχει χάσει σήμερα πλέον του 75% των προϊόντων διέλασης.

Ακόμα, ο κ. Φωτιάδης ανέφερε ότι στο τέλος του 2013 ο κλάδος  είχε χάσει τεράστιο έδαφος, φτάνοντας ουσιαστικά στα επίπεδα της δεκαετίας του 1990.

Αναφορικά με τις εξαγωγές, σύμφωνα με τον κ. Φωτιάδη, εκτός από τα capital controls, η έξοδος των ελληνικών προϊόντων προς τις αγορές του εξωτερικού έχει και άλλα εμπόδια, που έχουν σχέση με το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και των επιχειρήσεων.

«Μπορεί τα προϊόντα μας να είναι ποιοτικά τόσο ως προς την πρώτη ύλη όσο και ως προς τον σχεδιασμό των τελικών προϊόντων, ωστόσο το κράτος επί σειρά ετών κάνει… ό,τι μπορεί για να βάλει φραγμούς στον δρόμο προς τις ξένες αγορές, επιβάλλοντας τέτοιες επιβαρύνσεις που καθιστούν μη ανταγωνιστικά τα ελληνικά προϊόντα όσον αφορά στην τιμή, που είναι κρίσιμος παράγοντας στην παρούσα φάση όπου όλοι αναζητούν την καλύτερη σχέση ποιότητας - τιμής. Όσο και αν προσπαθούμε να συρρικνώσουμε το κόστος χωρίς να κάνουμε εκπτώσεις στην ποιότητα, έχουμε απέναντί μας κυβερνήσεις με… αστείρευτη έμπνευση τόσο όσον αφορά στους φόρους, άμεσους και έμμεσους, όσο και στην… παραγωγή των νόμων» υπογράμμισε.

Ο ίδιος συμπλήρωσε μάλιστα ότι εν έτει 2017 παραμένει ζητούμενο το σταθερό θεσμικό και φορολογικό και πλαίσιο που θα διευκολύνει την ιδιωτική επιχειρηματικότητα η οποία αποτελεί τη μόνη πηγή πλούτου για τη χώρα.

«Στο ασταθές περιβάλλον στο οποίο κινούμαστε προστίθενται και άλλα εμπόδια που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα κι έχουν σχέση με το κόστος ενέργειας και χρήματος, καθώς και με το εργασιακό κόστος», επισημαίνει χαρακτηριστικά ο κ. Φωτιάδης.

«Η κατάσταση πρέπει να αλλάξει άμεσα, προτού γίνει μη αναστρέψιμη. Ως κλάδος είχαμε εναποθέσει πολλές ελπίδες στο πρόγραμμα ‘’Εξοικονόμηση κατ’ οίκον’’, το οποίο, ωστόσο, δεν είναι ικανό από μόνο του να αλλάξει το αρνητικό κλίμα στην αγορά», επισημαίνει ο επικεφαλής της Επιμελητηριακής Ομάδας του ΒΕΘ, «Ένωση Βιοτεχνών –Νέοι Ορίζοντες».

«Η επιστροφή στην ανάπτυξη δεν θα έρθει χωρίς μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις και χωρίς εισροές ξένων κεφαλαίων που –με τη σειρά τους- προϋποθέτουν χαμηλούς φόρους και σταθερό πολιτικό και επενδυτικό περιβάλλον» κατέληξε.