Skip to main content

Κάθε στήριξη της μεταποίησης ευνοεί την οικονομία της Βορείου Ελλάδος

Από το 9% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας που οφείλεται στη βιομηχανική παραγωγή, το 4,7% παράγεται στη Βόρεια Ελλάδα.

Η πρωτοβουλία που ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα οι περιφερειακοί Σύνδεσμοι Βιομηχανιών της χώρας από κοινού με γνωστές, διακεκριμένες ελληνικές βιομηχανίες με γενικό τίτλο «Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» τάραξε τα νερά, κυρίως διότι κάποιοι τη θεώρησαν ως ανταγωνιστική του ΣΕΒ. Η αναταραχή οφείλεται εν πολλοίς στο ειδικό βάρος, στην παραγωγική παράδοση και στη σύγχρονη οικονομική παρουσία των ιδρυτικών μελών, που εκπροσωπούν την ελληνική βιομηχανία κατά… 110%. Πρόκειται για τον όμιλο Βιοχάλκο, που συμμετέχει με δύο βιομηχανίες του την ΕΛΒΑΛ και τη ΧΑΛΚΟΡ, την ΑΓΕΤ Ηρακλής, τους Ελληνικούς Λευκόλιθους, την ΕΛΜΙΝ Βωξίτες, την Κλωστοϋφαντουργία Επίλεκτος, την χαρτοποιία ΠΑΚΟ – Αναστάσιος Κολιόπουλος, τη National Can Μεταλλικές Συσκευασίες, καθώς και τέσσερις περιφερειακούς βιομηχανικούς συνδέσμους, τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Αττικής και Πειραιώς, τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, τον Σύνδεσμο Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδος και τον Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Πελοποννήσου και Δυτικής Ελλάδος. 

Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για βαριά πρωτοβουλία, που καταδεικνύει δύο πράγματα: Πρώτον, την ανάγκη να παρουσιαστούν με αξιόπιστο τρόπο τα προβλήματα της ελληνικής παραγωγής και να κωδικοποιηθούν τα αιτήματα του κλάδου. Δεύτερον, να στηριχθεί σε αυτή την κατεύθυνση ο ΣΕΒ, ο οποίος εδώ και λίγα χρόνια έχοντας μετονομαστεί από Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών, σε Σύνδεσμο Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών εκφράζει, πλέον, ένα ευρύτερο φάσμα της ελληνικής επιχειρηματικότητας.

Για τη Βόρεια Ελλάδα κάθε προσπάθεια να στηριχθεί η μεταποίηση συνιστά κάτι θετικό. Στο βορειοελλαδικό τόξο, που περιλαμβάνει την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τη Θράκη, λειτουργούν οι περισσότερες ελληνικές βιομηχανίες. Διότι μπορεί στην περιοχή οι μεγάλες μεταποιητικές μονάδες να είναι λίγες και να κυριαρχούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά συνολικά αυτές οι αρκετές εκατοντάδες εταιρείες παράγουν πάνω από το 50% του ΑΕΠ που η μεταποίηση εισφέρει στην εθνική οικονομία. Συγκεκριμένα από το 9% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος της χώρας που οφείλεται στη βιομηχανική παραγωγή, το 4,7% παράγεται στη Βόρεια Ελλάδα. Επιπλέον, οι παραγωγικές μονάδες της περιοχής επιδεικνύουν ισχυρή εξωστρέφεια, δημιουργούν απασχόληση, ενώ συντηρούν και πλήθος δορυφορικών επιχειρήσεων που συνεργάζονται μαζί τους. Επομένως, η στήριξη στην ελληνική βιομηχανία σημαίνει εξ’ ορισμού ενδυνάμωση της οικονομίας του ελληνικού Βορρά.  

Τα πολλά τελευταία χρόνια ορισμένοι πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες της χώρας προέβαλαν ένα σενάριο για την «Ελλάδα, χώρα του τουρισμού και των υπηρεσιών». Κάτι που είναι μόνο εν μέρει σωστό. Όπως αποδεικνύει η πραγματικότητα καμία οικονομία στον πλανήτη –εκτός ενδεχομένως από ορισμένες πολύ μικρές και ειδικού τύπου περιπτώσεις- δεν μπορεί να προοδεύσει εάν δεν αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα σε όλο το εύρος των αναπτυξιακών και παραγωγικών δραστηριοτήτων. Ακόμη κι αν η χώρα μας γίνει κάποτε ισχυρό κέντρο εμπορίου, μεταφορών και υπηρεσιών, κάτι που σήμερα τουλάχιστον ανάγεται στη σφαίρα της φαντασίας, πάντα η ελληνική παραγωγή θα δίνει πολύτιμη υπεραξία στην εθνική οικονομία. Ειδικότερα στη Β. Ελλάδα, όπου ακόμη και ο τουρισμός –με εξαίρεση τη Χαλκιδική- είναι υποβαθμισμένος σε σχέση με την νότια και τη νησιωτική χώρα, η ανάπτυξη της μεταποίησης είναι όρος επιβίωσης. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ενταθεί η προσπάθεια στήριξης της βιομηχανίας, με στόχο το 2020 από τη μεταποίηση να προέρχεται το 20% του ΑΕΠ, από 15% που ήταν το 2015. Στην Ελλάδα με το ποσοστό συνεισφοράς της μεταποίησης σήμερα στο 9% ένας στόχος για 12% μέχρι το 2020 ή 15% μέχρι το 2025 είναι εφικτός, αρκεί να ασκηθεί η κατάλληλη πολιτική.

Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν ξέρει κανείς καλύτερα τι πρέπει να γίνει για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος από τους ίδιους τους βιομηχάνους, οι οποίοι –όπως διαβεβαιώνουν οι εκπρόσωποί τους- δια της Ελληνικής Παραγωγής θα επιχειρήσουν καίριες παρεμβάσεις, οι οποίες δεν θα μπορούν να παρερμηνευτούν. Οι εποχές έχουν αλλάξει και τα προβλήματα είναι, πλέον, πολύπλοκα. Για παράδειγμα, το θέμα του κόστους της ενέργειας, το οποίο απασχολεί έντονα τις μεταποιητικές επιχειρήσεις και η διαχείριση του σε περιβάλλον απελευθερωμένης αγοράς και πολλών παραγωγών απαιτεί διαφορετικούς χειρισμούς από την εποχή που το μονοπώλιο παραγωγής και διάθεσης είχε δια της ΔΕΗ το ελληνικό κράτος.