Skip to main content

ΚΙΝΑΛ: Μόνο οι πόλεις φιλέτα στην επέκταση δικτύου φυσικού αερίου

Οι βουλευτές του ΚΙΝΑΛ επισημαίνουν πως το πρόγραμμα «διακατέχεται από πρωτοφανή κοινωνική αναλγησία και αδιαφορία» αφήνοντας εκτός σημαντικές πόλεις.

Την έντονη ανησυχία τους αναφορικά με την Άδεια Διανομής που εξέδωσε η ΡΑΕ προς τη νεοσύστατη κρατική ΔΕΔΑ, το πρόγραμμα ανάπτυξης των δικτύων διανομής φυσικού αερίου στη χώρα, αλλά και τη δυνατότητα της κομματικής διοίκησης της ΔΕΔΑ να υλοποιήσει έγκαιρα και οικονομικά τα έργα εγκατάστασης των δικτύων διανομής αερίου στην περιφέρεια της χώρας, εκφράζουν με ερώτησή τους βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής.

Οι βουλευτές με επικεφαλής τον υπεύθυνο Ενέργειας και Περιβάλλοντος βουλευτή Β΄Θεσσαλονίκης Γιώργο Αρβανιτίδη αφήνουν αιχμές στην ερώτηση τους προς την κυβέρνηση όσον αφορά το πρόγραμμα ανάπτυξης του δικτύου φυσικού αερίου που συνέταξε η Δημόσια Επιχείρηση Δικτύο Διανομής Αερίου η οποία ελέγχεται από το ΥΠΕΝ και έλαβε πρόσφατα από τη ΡΑΕ την αποκλειστική Άδεια Διανομής

Σύμφωνα με τους βουλευτπές το πρόγραμμα χαρακτηρίζεται από έλλειψη συνολικού και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για την ανάπτυξη των δικτύων διανομής φυσικού αερίου στη χώρα, αφού αφήνει πολλές περιοχές και πόλεις εκτός σχεδιασμού, ενώ άλλες τις περιλαμβάνει με υποτυπώδη ανάπτυξη.
    
Οι βουλευτές του ΚΙΝΑΛ επισημαίνουν πως το πρόγραμμα «διακατέχεται από πρωτοφανή κοινωνική αναλγησία και αδιαφορία, αφού στο πρόγραμμα αυτό περιλαμβάνονται μόνον οι πόλεις-φιλέτα των Περιφερειών Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας και Στερεάς Ελλάδας, ενώ παραλείπονται άλλες πόλεις και περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης που χαρακτηρίζονται από υψηλή ενεργειακή φτώχεια, ανεργία και χαμηλό ΑΕΠ όπως η Δράμα, η Νάουσα, η Έδεσσα, το Σουφλί, το Σιδηρόκαστρο, το Διδυμότειχο, το Πολύκαστρο αλλά ακόμη και ο Πολύγυρος».
 
Σύμφωνα με το Κίνημα Αλλαγής η συγκεκριμένη λογική που ακολουθήθηκε υπηρετεί και υπακούει σε πολιτικές, κομματικές και εκλογικές σκοπιμότητες αφού στο πρόγραμμα εντάσσονται με επιλεκτικό τρόπο, μικρότερες πόλεις όπως το Άργος-Ορεστικό, τα Γρεβενά κ.ά.
    
«Αποτελεί απλή έκθεση καλών προθέσεων, αφού δεν τεκμηριώνεται και δεν συνοδεύεται από υπογεγραμμένο, επίσημο και δεσμευτικό χρηματοδοτικό σχήμα για την υλοποίηση των επενδύσεων ανάπτυξης δικτύων διανομής σε 17 πόλεις της Δυτικής Ελλάδας, Ηπείρου, Πελοποννήσου και Δυτικής Μακεδονίας». υποστηρίζει το κείμενο της ερώτησης.

Παράλληλα οι βουλευτές προσθέτουν ότι «η έλλειψη συνολικού και συγκροτημένου εθνικού σχεδιασμού για την ανάπτυξη της διανομής του φυσικού αερίου επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ενώ η ΡΑΕ δεν εξέδωσε Άδεια Διανομής προς τη ΔΕΔΑ για την ανάπτυξη δικτύων διανομής στη Κρήτη και σε νησιά του Βορείου και Νοτίου Αιγαίου, όλως περιέργως η ΔΕΔΑ δεν προέβη σε κανενός είδους ένσταση ή διαμαρτυρία κατά της απόφασης αυτής, αποστερώντας με τον τρόπο αυτό τη νησιωτική χώρα και την Κρήτη από τη διανομή φυσικού αερίου και από όλα τα θετικά αποτελέσματα που έχει αυτή στους κατοίκους και επαγγελματίες των περιοχών αυτών».

Τέλος, στην ίδια ερώτηση οι βουλευτές του Κινήματος Αλλαγής εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους αναφορικά με τις καθυστερήσεις που σημειώνονται στην κατασκευή των δικτύων διανομής αερίου σε 18 πόλεις των Περιφερειών Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Κεντρικής Μακεδονίας και Στερεάς Ελλάδα.

Η ανησυχία αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι τα έργα αυτά ήταν ήδη έτοιμα από την περίοδο 2013-14 και την ίδια περίοδο είχαν προκηρυχθεί 2 διεθνείς διαγωνισμοί για την ανάδειξη ιδιωτών επενδυτών οι οποίοι θα συμμετείχαν στην επένδυση και στους οποίους θα παραχωρείτο η διοίκηση (management) των εταιριών, ενώ ιδιοκτήτης των δικτύων διανομής θα παρέμενε το ελληνικό δημόσιο.  Αν η οικονομική κατάσταση που επικρατούσε τότε στη χώρα είχε επιτρέψει την θετική κατάληξη των διεθνών διαγωνισμών, σήμερα τα έργα αυτά θα είχαν ήδη ολοκληρωθεί και οι κάτοικοι, επαγγελματίες και οι βιομηχανίες των περιοχών αυτών θα είχαν πρόσβαση σε φθηνότερη ενεργειακή πηγή, με μετρήσιμες θετικές επενέργειες στην καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των τοπικών βιομηχανιών, την αύξηση του τοπικού ΑΕΠ και τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.