Skip to main content

Κομισιόν: Παρέκκλιση άνευ προηγουμένου στον ιταλικό προϋπολογισμό

Ο Ευρωπαίος επίτροπος, Πιερ Μοσκοβισί, παρέδωσε νωρίτερα στον Ιταλό υπουργό Οικονομικών την επιστολή της Κομισιόν για τον προϋπολογισμό.

Ο Ευρωπαίος επίτροπος οικονομικών και νομισματικών υποθέσεων Πιέρ Μοσκοβισί, παρέδωσε πριν από λίγο στον ιταλό υπουργό Οικονομικών Τζοβάνι Τρία την επιστολή που υπογράφουν ο ίδιος ο Μοσκοβισί και ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Βάλντις Ντομπρόβσκις, με αντικείμενο τον κρατικό προϋπολογισμό της Ιταλίας.

Στην επιστολή γίνεται αναφορά σε «παρέκκλιση χωρίς προηγούμενο από το Σύμφωνο Σταθερότητας, η οποία αγγίζει το 1,5% σε ότι αφορά τους συμφωνημένους στόχους». Μια παρέκκλιση η οποία «θέτει σε κίνδυνο την μείωση του ιταλικού δημόσιου χρέους, που αγγίζει το 132% του ΑΕΠ».

Σε κοινή συνέντευξη τύπου, στο ιταλικό υπουργείο οικονομικών, ο Μοσκοβισί τόνισε ότι «η Επιτροπή δεν αναφέρεται στο περιεχόμενο των μέτρων του προϋπολογισμού, αλλά αυτό που την ενδιαφέρει είναι με ποιό τρόπο τα μέτρα αυτά θα χρηματοδοτηθούν», μεταδίδει το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι «υπάρχουν συγκεκριμένα βήματα που θα πρέπει να γίνουν, βάσει των οποίων ο διάλογος με την Ρώμη θα συνεχιστεί». Ο Πιέρ Μοσκοβισί θέλησε να καταστήσει σαφές ότι «η Κομισιόν είναι ένας ουδέτερος κριτής» και ότι «και ο ίδιος βάζει κατά μέρος τις προσωπικές του, πολιτικές εκτιμήσεις». Η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία να απαντήσει στην επιστολή της μέχρι τις 22 Οκτωβρίου.

Ο δε ιταλός υπουργός οικονομικών, Τζοβάννι Τρία, τόνισε ότι ο προσωπικός του διάλογος με τον γάλλο επίτροπο και με όλη την Επιτροπή πραγματοποιείται σε άριστο κλίμα, και με αυτό τον τρόπο πρόκειται να συνεχιστεί. Επανέλαβε, δε, ότι η Ιταλία έχει θέσει τους συγκεκριμένους στόχους στον προϋπολογισμό της, διότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να πετύχουν την αναγκαία οικονομική ανάπτυξη».

Ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε, από τις Βρυξέλλες, τόνισε ότι «δεν πρόκειται για παρέκκλιση άνευ προηγουμένου», διότι στην πραγματικότητα, «το έλλειμμα θα έφτανε ούτως ή άλλως στο 2% του ΑΕΠ, και κατά συνέπεια, η πραγματική διαφορά δεν ξεπερνά το 0,4%».