Skip to main content

Κόντρα Χουλιαράκη - Τζιαμαρόλι για τα πρωτογενή πλεονάσματα

«Η δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ είναι και για μετά το πρόγραμμα», απάντησε στον αναπληρωτή ΥΠΟΙΚ ο εκπρόσωπος του ESM

Τον στόχο για πολύ χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018 έθεσε στη διάρκεια της ομιλίας του σε συνέδριο του Economist ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, ξεκαθαρίζοντας πάντως ότι κατά τη διάρκεια του προγράμματος θα τηρηθούν οι δεσμεύσεις.

«Η δέσμευση είναι δέσμευση και θα τιμήσουμε τη δέσμευση για τα πρωτογενή πλεονάσματα για να δημιουργήσουμε αξιοπιστία», είπε ο κ. Χουλιαράκης, αναφερόμενος στον στόχο για επίτευξη πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018. Όμως, πρόσθεσε ότι «η προτίμησή μας είναι μετά το 2018 να έχουμε πολύ χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Στο ύψος του 1,5-2% μακροπρόθεσμα».

Επισήμανε, παράλληλα, πως «στόχος είναι να κρατήσουμε το μομέντουμ και να κλείσουμε τον δεύτερο έλεγχο έως το τέλος Οκτωβρίου».

Από την πλευρά του, ο εκπρόσωπος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), κ. Ν. Τζιαμαρόλι, απαντώντας στην τοποθέτηση του κ. Χουλιαράκη για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, υποστήριξε πως η δέσμευση που έχει αναλάβει η Ελλάδα είναι αυτά να διατηρηθούν στο 3,5% του ΑΕΠ και σε μεσοπρόθεσμο διάστημα. «Δεν θέλω να ξεκινήσω τώρα τη συζήτηση για τη διάρκεια του διαστήματος, αλλά η δέσμευση είναι και για μετά το πρόγραμμα», ανέφερε.

Στην τοποθέτηση αυτή απάντησε ο κ. Χουλιαράκης, σημειώνοντας ότι 3,5% του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα για πολλά χρόνια λίγες χώρες το έχουν πετύχει. «Είμαστε πλήρως δεσμευμένοι να ανταποκριθούμε στους δημοσιονομικούς στόχους κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Αλλά μετά το πρόγραμμα θα πρέπει να έχουμε μικρότερους στόχους στο πλαίσιο του DSA», τόνισε, σύμφωνα με το Kathimerini.gr.

Και η απάντηση του κ. Τζιαμαρόλι ήταν ότι ο ίδιος υποστηρίζει πως η δέσμευση της Ελλάδας είναι για τέτοιου ύψους πρωτογενή πλεονάσματα και μετά το 2018, αλλά «φυσικά μπορείτε να το επαναδιαπραγματευτείτε».

Πέραν αυτών, ο εκπρόσωπος του ESM ανέφερε ότι πλέον υπάρχει κάτι περισσότερο από ένας οδικός χάρτης για το χρέος και ότι η κάθε πλευρά θα πρέπει να κάνει αυτό που της αναλογεί.

Ο κ. Χουλιαράκης, σημείωσε στο θέμα του χρέους και των αγορών ότι οι αγορές θέλουν να δουν την ποσοτικοποίηση και εξειδίκευση των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους το ταχύτερο δυνατόν. Και πρόσθεσε πως μόλις γίνει αυτό η πρόσβαση θα είναι ευκολότερη.

Παράλληλα, ο κ. Χουλιαράκης ανέφερε ότι το «δημοσιονομικό και χρηματοπιστωτικό κομμάτι του προγράμματος έχουν υλοποιηθεί», ενώ πρόσθεσε πως «έχει αποκατασταθεί η σταθερότητα και ότι οι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν με τα μέτρα που έχουν ήδη ληφθεί».

Στη συνέχεια της ομιλίας του αναφέρθηκε και στην υφεσιακή επίπτωση των μέτρων η οποία όμως, όπως τόνισε, «θα αντισταθμιστεί από τις αποπληρωμές των ληξιπρόθεσμων οφειλών». Παράλληλα έκανε αναφορά και στην επαναφορά του waiver και την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Ο κ. Χουλιαράκης αναφέρθηκε και στους λόγους αποτυχίας των προηγούμενων προγραμμάτων που μας οδήγησαν εδώ σήμερα. Οπως είπε τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν:

1. Η μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή

2. Η αναδιάρθρωση του χρέους θα έπρεπε να έχει γίνει εμπροσθοβαρώς στο πρώτο πρόγραμμα. Αλλά ήρθε αργά και όταν η οικονομία ήταν ήδη σε ύφεση. Και οι καρποί δεν ήρθαν.

3. Το μείγμα των πολιτικών δεν ήταν σωστό. Μεγάλη προσαρμογή στην αγορά εργασίας και πολύ μικρή στις αγορές προϊόντων.

4. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν έγινε ταυτόχρονα με την αναδιάρθρωση τους και τη διαχείριση των κόκκινων δανείων.

Εξάλλου ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών χαρακτήρισε ως θετικό στοιχείο του νέου προγράμματος το γεγονός ότι «πλέον είναι ευκολότερη η διαχείριση της δημοσιονομικής προσαρμογής».

Ο κ. Χουλιαράκης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στα επόμενα βήματα που πρέπει να γίνουν τα οποία είναι:

- Διεύρυνση της φορολογικής βάσης

-Ανακατάταξη των μεταρρυθμίσεων δίνοντας έμφαση στην μεταρρύθμιση της αγοράς προϊόντων και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης

Τέλος χαρακτήρισε ως αρνητικό ρίσκο την ευαρέσκεια και τόνισε την ανάγκη για ιδιωτικές επενδύσεις και καλό επιχειρηματικό περιβάλλον.