Skip to main content

Κορωνοϊός και πολιτικά - επιχειρηματικά τζάκια της επόμενης ημέρας

Από τα 1.000 διαμάντια της ελληνικής οικονομίας στα τζάκια που θα αναδείξει αλλά και θα εξαφανίσει η κρίση που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού

Οι κρίσεις είναι δυσάρεστες. Έχουν αρνητικό αντίκτυπο στους ανθρώπους και στην κοινωνία. Στο τέλος καταλήγουν ως πλήγμα στην οικονομία και στην αγορά. Είτε πρόκειται για αργές, μακρόσυρτες και περιχαρακωμένες, όπως η ελληνική κρίση της δεκαετίας του 2010, είτε για απότομες και γενικευμένες, όπως αυτή που ζούμε στις μέρες μας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, οι κρίσεις παράγουν σημαντικά προβλήματα και αναδεικνύουν σημαντικότερες αδυναμίες. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων και το ξεπέρασμα αυτών των αδυναμιών συνιστούν επώδυνη διαδικασία, συχνά εξίσου βασανιστική με αυτή καθαυτή την κρίση. Οι αισιόδοξοι προβάλλουν το επιχείρημα ότι πάντα μια κρίση αποτελεί ταυτόχρονα και ευκαιρία, κάτι που ισχύει, αλλά υπό προϋποθέσεις. Ισχύει κυρίως για μονάδες - πρόσωπα και επιχειρήσεις- αλλά σπανίως βρίσκει εφαρμογή στα σύνολα -ολόκληρους κλάδους, χώρες, μπλοκ χωρών.

Μια σοβαρή παρενέργεια που δημιουργούν οι κρίσεις –και η τρέχουσα- είναι ότι μετατοπίζουν το ειδικό βάρος του ενδιαφέροντος από τα μόνιμα και ουσιαστικά, στα άμεσα και επείγοντα. Την ώρα της μάχης –θα πουν κάποιοι- εκείνο που έχει σημασία είναι να αποφύγει ο στρατός την ήττα. Μετά, όταν τα όπλα θα σιγήσουν, υπάρχει χρόνος να ασχοληθεί η διπλωματία με τις αιτίες που οδήγησαν στον πόλεμο για να τις θεραπεύσει. Έτσι είναι, ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση; Αλλά και ποιος σοβαρός άνθρωπος μπορεί να απαντήσει καταφατικά στο ερώτημα «αν ο πλανήτης δραπέτευε αύριο το πρωί με μαγικό τρόπο από την κρίση της πανδημίας, η Ελλάδα θα έλυνε εξίσου μαγικά τα προβλήματά της;».

Ίδια στοιχήματα

Για την ελληνική οικονομία, που νομοτελειακά θα βγει βαριά τραυματισμένη από την κρίση, τα ανοιχτά μέτωπα παραμένουν τα ίδια με την προ κρίσης περίοδο. Όπως και τα στοιχήματα, επίσης. Το μεγάλο, αργό, βαρύ, γραφειοκρατικό κράτος. Η πολυνομία. Το επιβαρυμένο και πληγωμένο φυσικό περιβάλλον. Το υποβαθμισμένο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο κρατικοδίαιτος ιδιωτικός τομέας, που επιπλέον βαρύνεται με εκατοντάδες χιλιάδες πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το υψηλό ποσοστό της γκρίζας οικονομίας. Το επίσης υψηλό επίπεδο της μαύρης εργασίας. Το πελώριο δημόσιο χρέος. Το μεγάλο ιδιωτικό χρέος, για το οποίο κανείς δεν μιλάει. Η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας. Ο μετεωρισμός ανάμεσα στον ορθολογισμό της Δύσης και την μοιρολατρία της Ανατολής. Όλα αυτά που βελτιώθηκαν μεν –τουλάχιστον ορισμένα από αυτά-, δεν θεραπεύτηκαν δε, ούτε μετά την δεκαετή περιπέτεια της χώρας. Τότε που όλοι συμφωνούσαν ότι «έχουμε πόλεμο». Οι εμπλοκές παραμένουν πολλές. Εξίσου πολλά και με ποικίλη σειρά τα προβλήματα που χρειάζεται να λυθούν, εάν η χώρα θέλει να βαδίσει ισότιμα στον ανεπτυγμένο κόσμο. Αίτημα που όπως δείχνουν τα γκάλοπ ασπάζεται η πλειοψηφία των Ελλήνων, που επιθυμεί τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, αλλά παραμένει αμφίβολο τόσο αν γνωρίζει ικανοποιητικά τη σημασία του, όσο και αν συνειδητοποιεί τι οφείλει να κάνει για να το ικανοποιήσει.

Η πανδημία του κορωνοϊού –αν πιστέψουμε τους ειδικούς επιστήμονες- θα ξεπεραστεί σε μερικούς μήνες. Ακόμη και οι 12 με 18 είναι μερικοί μήνες. Εκείνο που θα αναδυθεί την επόμενη ημέρα –στην πραγματικότητα αναδύεται ήδη- είναι ένα μεγάλο οικονομικό πρόβλημα, που εξελίσσεται ταυτόχρονα σε κοινωνικό, κυρίως μέσω της ανεργίας και της φτωχοποίησης, αλλά και σε δημοσιονομικό, μέσα από την αύξηση των ελλειμμάτων και τη διόγκωση του δημοσίου χρέους, ως απόρροια του συνδυασμού των νέων δανείων που θα συνάψει η χώρα και της πτώσης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος, λόγω της ύφεσης.

Δίνουμε λόγο στους ξένους

Με δύο λόγια και ενόψει της μερικής άρσης του lockdown και της σταδιακής επανεκκίνησης της οικονομίας: η χώρα οφείλει να αρχίζει να ξαναβλέπει τον ορίζοντά της λίγο πιο μακριά από το αύριο και το μεθαύριο. Οι μεγάλες της προκλήσεις, που θα προκαλέσουν τις μεγάλες συζητήσεις και πιθανόν αντιπαραθέσεις, είναι μπροστά. Συνοψίζονται γενικά, στο πως θα αποκτήσει η Ελλάδα μία βιώσιμη, παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία με κοινωνική συνοχή, σε βιώσιμο περιβάλλον. Κάτι που βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα τα τελευταία δέκα χρόνια της οικονομικής κρίσης, χωρίς, όμως, να έχουν γίνει και πολλά.

Ας παρακολουθήσουμε τη συμπεριφορά του ελληνικού κράτους: Η πανδημία του κορωνοϊού απέδειξε –όπως είχε συμβεί σε παλαιότερα και καλύτερα χρόνια με τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας- ότι το ελληνικό δημόσιο μπορεί να κινηθεί πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά απ’ όσο το έχουμε συνηθίσει σε ήρεμες περιόδους φυσιολογικών ρυθμών. Μέχρι ενός σημείου το ίδιο αποδείχθηκε και στα χρόνια των Μνημονίων, όταν συνέβησαν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Λίγες σε σχέση με όσες χρειάζεται η οικονομία και η κοινωνία για να εκσυγχρονιστούν, αλλά –ταυτόχρονα- πολλές σε σχέση με την βραδύτητα έως στασιμότητας των προηγούμενων δεκαετιών. Κοινός παρονομαστής των επιταχύνσεων και στις δύο περιπτώσεις η δέσμευση απέναντι στους ξένους. Στην Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή και το παγκόσμιο αθλητικό κίνημα στη δεκαετία του 2000, στην τρόικα των δανειστών στη δεκαετία του 2010.

Εκείνο που καθίσταται απαραίτητο, πλέον, είναι αυτή η ταχύτητα των διαδικασιών και το βάθος των αλλαγών που σχετίζονται με το κράτος εν καιρώ πολέμου να διατηρηθεί και στα χρόνια της… ειρήνης. Κάτι που βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το υφιστάμενο πολιτικό προσωπικό. Η συνολικά τραυματική διακυβέρνηση Τσίπρα την περίοδο 2015 – 2019 και ορισμένα πρόδρομα φαινόμενα της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, αφήνουν περιθώρια για συγκρατημένη μόνο αισιοδοξία. Το πιθανότερο είναι για μία ακόμη φορά να γίνουν κάποια βήματα, αλλά το τελικό αποτέλεσμα να είναι αυτό του «ελάχιστου κοινού παρανομαστή».

1.000 διαμάντια

Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, από τις μικρές εταιρείες, το εμπόριο και τους επαγγελματίες, μέχρι τις μεταποιητικές επιχειρήσεις και τον αγροτικό τομέα, οι προκλήσεις είναι ακόμη μεγαλύτερες. Επίσης, περισσότερες και πιο πιεστικές. Ο ουσιαστικός εκσυγχρονισμός του επιχειρείν μέσω της ψηφιακότητας, οι επενδύσεις, που θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια, σε συνδυασμό με την επιχειρηματική ηθική και δεοντολογία, είναι ζητούμενα, τα οποία εύκολα διατυπώνονται, αλλά δύσκολα γίνονται πράξη. Η αλήθεια –σύμφωνα με ξένους παρατηρητές του ελληνικού επιχειρείν- είναι ότι ανάμεσα στις εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις μέχρι στιγμής υπάρχουν λίγα –ή μάλλον ελάχιστα- διαμάντια –ίσως 1000 και λίγο περισσότερα-, με τα διεθνή μέτρα και σταθμά. Επίσης, παρότι στα χρόνια της 10ετούς οικονομικής κρίσης αναδείχθηκε –σχετικά αθόρυβα- στο τιμόνι των επιχειρήσεων μια νεότερη γενιά ανθρώπων, με σπουδές και κοσμοπολίτικες εμπειρίες στο εξωτερικό, χωρίς την ανασφάλεια και το συγκεντρωτισμό των αυτοδημιούργητων των δεκαετιών το 1970 και του 1980, η εικόνα δεν αλλάζει γρήγορα. Είτε επειδή οι πατριάρχες που αντέχουν εξακολουθούν να κρατούν τα κλειδιά των μαγαζιών τους, είτε επειδή σε αρκετές περιπτώσεις η κατεστημένη νοοτροπία και η μίζερη καθημερινότητα οδηγούν και τους νεότερους σε παραδοσιακά μονοπάτια, πολλές από τις αρνητικές πρακτικές του παρελθόντος επιβιώνουν, ενδεχομένως σε μια πιο ιλουστρασιόν έκδοση.

Υπό αυτό το πρίσμα, μεγάλο ενδιαφέρον για την επόμενη ημέρα της κρίσης που δημιουργεί η πανδημία επικεντρώνεται τόσο στα ονόματα του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού συστήματος που θα βρεθούν στον αφρό, όσο και στα αντίστοιχα που θα κληθούν να μετρήσουν το βάθος της θάλασσας. Στα τζάκια που θα επιβιώσουν, στα τζάκια που θα αναδειχθούν και στα τζάκια που θα εξαφανιστούν. Σε κάθε σημείο της Ελλάδας και στο σύνολο της χώρας. Σε κάθε δραστηριότητα.

ΥΓ. Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, με ειδικό νόμο τον επόμενο μήνα το ελληνικό δημόσιο καταργεί το… fax. Ένα επαναστατικό μηχάνημα, που πριν από 30 χρόνια είχε αντικαταστήσει με επώδυνο το telex, τα… σήματα μορς και –κυρίως- το δρομολόγιο προς τον δημόσιο φορέα για κάποιος που ήθελε να στείλει ή να παραλάβει ένα επουσιώδους σημασίας έγγραφο. Διότι τα… σοβαρά χαρτιά ου κράτους πρέπει να έχουν πρωτότυπη σφραγίδα και υπογραφή.

ΥΓ2. Μεγάλο κομμάτι του ιδιωτικού τομέα στα χρόνια της δεκάχρονης οικονομικής κρίσης ‘ανακάλυψε» τις εξαγωγές. Η ασφυξία στην εγχώρια κατανάλωση τος έστρεψε στις ξένες αγορές. Ελάχιστες από αυτές το πάλεψαν σκληρά και ουσιαστικά, όπως απαιτείται. Οι περισσότερες πήραν τα προϊόντα τους, πήγαν σε μερικές επιδοτούμενες εκθέσεις, κάθισαν στο stand του περιπτέρου και… περίμεναν πελάτες. Μετά από μικρό χρονικό διάστημα και ελάχιστες –δοκιμαστικές έως τυχαίες- παραγγελίες τα παράτησαν. Επέστρεψαν στην εσωτερική αγορά και άρχισαν να περιστέλλουν έξοδα, δηλαδή να μειώνουν προσωπικό.

Φωτογραφία: Σκίτσο του Βασίλη Μητρόπουλου