Skip to main content

Κορωνοϊός: Πολύ επικίνδυνη η κρίση της οικονομίας μετά την… κρίση

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις έχουν ως αποτέλεσμα μια ψυχολογική και πνευματική κόπωση, που τελικά φτάνει στα όρια της μοιρολατρίας.

Στην Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια οι καταστάσεις επιβάλλουν μονίμως το σενάριο «διαχείριση κρίσης». Από την ουσιαστική πτώχευση της χώρας το 2010 και τα δύο πρώτα μνημόνια, μέχρι την παρά τρίχα έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη το 2015 και το τρίτο μνημόνιο. Και από εκεί στην πανδημία του κορωνοϊού το 2020 με ότι θα σημάνει αυτό από εδώ και πέρα. Κατά κάποιο τρόπο στην τελευταία φάση της ιστορίας της η Ελλάδα δίνει ραντεβού κάθε πέντε χρόνια με μια μείζονα κρίση, μόνο που αυτή τη φορά η πανδημία αφορά ολόκληρο τον πλανήτη και αγγίζει πέρα από την οικονομία και θέματα δημόσιας υγείας.

Κάπως έτσι στη χώρα μας οι συζητήσεις για τους τρόπους με τους οποίους θα ξεπεραστούν τα προβλήματα που δημιουργούν οι κρίσεις τείνουν να καταστούν καθημερινότητα, με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο. Θετικό είναι ότι, πλέον, αποκτούμε ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία στη σκέψη και τις πρακτικές μας, ενώ τα άσχημα νέα μας εκπλήσσουν και μας τρομάζουν όλο και λιγότερο. Για παράδειγμα, τώρα όλοι υποψιάζονται -και προετοιμάζονται- για το τι θα ακολουθήσει, αφού είναι βέβαιον ότι κάθε οικονομική ύφεση, ανεξάρτητα από το που οφείλεται, αντιμετωπίζονται με μέτρα, τα οποία αργά ή γρήγορα καλείται να πληρώσει η κοινωνία. Ακόμη και οι πολιτικές διαφωνίες επ’ αυτού περιορίζονται σε θέματα δίκαιης κατανομής των βαρών, αναλόγως της δυνατότητας κάθε πολίτη και κάθε επιχείρησης.

Το αρνητικό με τις αλλεπάλληλες κρίσεις είναι ότι έχουν ως αποτέλεσμα μια ψυχολογική και πνευματική κόπωση, που φτάνει στα όρια της μοιρολατρίας. Η ελληνική κοινωνία των τελευταίων δεκαετιών όχι μόνο δεν ήταν προετοιμασμένη για τα δύσκολα, αλλά ούτε καν υποψιασμένη. Το αντίθετο: οι δεκαετίες οικονομικής ανάπτυξης μετά τον Β’  Παγκόσμιο πόλεμο σε συνδυασμό με τον ομαλό πολιτικό βίο από το 1974 και την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1980, δημιούργησαν την πεποίθηση στους νεότερους Έλληνες ότι «η ζωή πηγαίνει μπροστά». Μόνο που αυτή η πραγματικότητα δεν κινείται ευθύγραμμα, αλλά έχει σκαμπανεβάσματα. Ούτε αποτελεί νομοτελειακή εξέλιξη, αλλά είναι αποτέλεσμα γενικευμένης προσπάθειας και συγκεκριμένα συλλογικής οργάνωσης και ατομικού κόπου. Αυτές τις προϋποθέσεις δεν τις επεσήμανε εγκαίρως το σύστημα προς τους πολίτες, με αποτέλεσμα το 2010 -και από τότε διαρκώς μεν, αλλά με λιγότερη ένταση, δε- οι πάντες να εκπλήσσονται στα δυσάρεστα. Για την ακρίβεια να μην μπορούν να τα εξηγήσουν και ως εκ τούτου να τα αναλύσουν, ώστε να τα διαχειριστούν και να τα αντιμετωπίσουν με τον κατάλληλο τρόπο, δηλαδή ορθολογικά.    

Χαρακτηριστικό είναι το εξής παράδειγμα: Στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αναπτύχθηκαν διάφοροι μηχανισμοί προστασίας. Ως αποτέλεσμα οι επιπτώσεις υπήρξαν, αλλά ήταν ηπιότερες από αυτές που επέβαλλαν αντικειμενικά οι καταστάσεις -ας μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα σε τέσσερα χρόνια απώλεσε το 25% του ΑΕΠ. Από το κίνημα «δεν πληρώνω», που απλώθηκε επί χρόνια σε κλίμα μεγάλης ανοχής από τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και του νερού, μέχρι τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, αλλά και τις δόσεις των δανείων. Σε πολλές περιπτώσεις φτάσαμε στα όρια της αποδοχής αντικοινωνικών καταστάσεων, με δικαιολογία της κρίση. Και αν δεν υπήρχε το ευρώ, η ανάγκη για δανεικά εκ μέρους του κράτους και τα μνημόνια να βάλουν κάποια όρια, πολλοί περισσότεροι ανάμεσα μας θα εξακολουθούσαν να πορεύονται εις βάρος των υπολοίπων. Να πίνουν εις υγείαν των κορόιδων ενδεχομένως όχι σαμπάνια, αλλά σίγουρα τσιπουράκι. Με την ολοκλήρωση των μνημονίων και την σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα οι μηχανισμοί προστασίας άρχισαν σιγά σιγά να ακυρώνονται. Η ΔΕΗ να ζητάει τα χρωστούμενα και να εντοπίζει τις ρευματοκλομές, η εφορία να εντείνει το κυνήγι της φοροδιαφυγής, οι τράπεζες να ζητούν τις δόσεις των δανείων κ.λπ. Κάπως έτσι πολλοί «προστατευμένοι» βρίσκονται ενώπιον των ευθυνών τους και -κυρίως- να αισθάνονται τις συνέπειες.

Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες και οι επαγγελματίες, που τοκίζουν ανέξοδα στο ρόλο της ραχοκοκαλιάς της κοινωνίας, για να κινούνται ευέλικτα στις γκρίζες και μαύρες ζώνες της οικονομίας, όσοι διαθέτουν α΄ κατοικία υψηλών προδιαγραφών, αλλά κρύβονται για να μην την πληρώσουν, αλλά και σημαίνοντες επιχειρηματίες που αν και οι εταιρείες τους βρίσκονται στον αναπνευστήρα διάγουν άνετο και πολυτελή βίο. Και άλλοι πολλοί -εργαζόμενοι, συνεργαζόμενοι, προμηθευτές, πελάτες κ.λπ.- που συνδέονται με αυτές τις καταστάσεις και τις αξιοποιούν καταλλήλως. Όλοι αυτοί αντιλαμβάνονται με επώδυνο για τους ίδιους τρόπο ότι τα δύσκολα συχνά έρχονται όταν αποχωρεί η κρίση και επιστρέφει σιγά σιγά η καθημερινότητα, κάτι που για ένα κάποιο «ψυχρό βλέμμα» είναι λογικό. Ο μικρομεσαίος μαγαζάτορας που πιστεύει «εδώ δεν κλείσαμε στην κρίση θα κλείσουμε τώρα» πιθανόν να διαψευσθεί, διότι δεν υπολογίζει ότι πέραν όλων των άλλων που αναφέραμε πιο πάνω, τα εισοδήματα που στήριξαν την επιχείρηση του στα χρόνια της κρίσης, ενδέχεται να ανήκαν στα… προστατευμένα, που πλέον θα απωλέσουν την προστασία και θα μειωθούν.

Με τη νέα κρίση -την πανδημία του κορωνοϊού- να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη και τα μέτρα να πέφτουν σαν βροχή στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο, πιθανόν το έργο θα ξαναπαιχτεί. Ας προετοιμάζονται, λοιπόν, όλοι για την επόμενη ημέρα, όταν η οικονομία θα αρχίσει να επιστρέφει στην κανονικότητα. Η επούλωση των πληγών που δημιουργούνται αυτές τις ημέρες θα απαιτήσει αγώνα δύσκολο, επίμονο και μακροχρόνιο. Πιθανόν, μάλιστα, να υπάρξουν απώλειες, άμεσες και παράπλευρες. Τα σενάρια για την Ελλάδα είναι δύο: Ας ευχηθούμε ότι η πρόσφατη εμπειρία της δεκαετίας του 2010 θα βοηθήσει να είμαστε πιο αποτελεσματικοί. Στην άλλη εκδοχή, στην απευκταία, η κόπωση που ευνοεί τον λαϊκισμό με τις «μαγικές λύσεις» θα οδηγήσει σε μονιμοποίηση της στασιμότητας, της μιζέριας και της υπανάπτυξης.