Skip to main content

Κορωνοϊός: Πώς να διαχειριστούμε τους φόβους μας και τον εγκλεισμό

Η ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων Νέλη Βυζαντιάδου απαντά στα ερωτήματα του κόσμου μετά τον κατ' οίκον αναγκαστικό εγκλεισμό, λόγω κορωνοϊού

Ποιοι φόβοι μας έχουν κυριεύσει μετά τον κατ' οίκον αναγκαστικό εγκλεισμό μας; Πως μπορούμε να τους διαχειριστούμε; Πώς θα μεταβληθεί η ψυχολογική μας κατάσταση, προϊόντος του χρόνου; Πότε θα πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια προκειμένου να ξεπεράσουμε μια ενδεχομένως δύσκολη ψυχολογική κατάσταση;

Τα ερωτήματα αυτά βρίσκονται στα χείλη πολλών τις τελευταίες ημέρες που όλοι μας βομβαρδιμαστε με αρνητικές ειδήσεις, χωρίς μάλιστα, να έχουμε τη δυνατότητα της εξόδου και των κοινωνικών συναναστροφών που θα μπορούσαν να μετριάσουν τους φόβους μας.

Τα ερωτήματα αυτά θέσαμε στην Νέλη Βυζαντιάδου, ψυχοθεραπεύτρια ενηλίκων, σύμβουλο ζεύγους και υπεύθυνη στο “Ανοιχτό σχολείο ψυχικής υγείας”, ένα πρόγραμμα το οποίο υλοποιείται από την Ιερά Μητρόπολη Θεσσαλονίκης με τη στήριξη της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας.

Οι τέσσερις συνηθέστερες φοβίες

Σύμφωνα με την κ. Βυζαντιάδου ο πρώτος βασικός φόβος που νιώσαμε είναι ο φόβος της απώλειας ελέγχου, δηλαδή το πώς θα καταφέρω να διαχειριστώ όλο αυτό που συμβαίνει, την αλλαγή στην καθημερινότητά μου, την αλλαγή στις συνήθειές μου, την αλλαγή ότι ενώ ήμουν ελεύθερος και έκανα ό,τι ήθελα τώρα πρέπει να είμαι περιορισμένος, άρα έρχεται στο μυαλό μας η εντύπωση ότι έχω χάσει τον έλεγχο, του εαυτού μου, των επιλογών μου, της ζωής μου.

Ένας δεύτερος φόβος είναι αν θα τα καταφέρω να σταθώ απέναντι σε όλο αυτό, όχι μόνο στις αλλαγές γιατί στις αλλαγές κάποια στιγμή θα καταφέρω να προσαρμοστώ. Αυτός ο δεύτερος φόβος είναι εάν θα καταφέρω να αντιμετωπίσω αυτό το άγνωστο που είναι μια ασθένεια για την οποία προς το παρόν και οι ειδικοί δείχνουν ανήσυχοι. “Θα ήταν πολύ διαφορετικό εάν κινδυνεύαμε να νοσήσουμε από μια αρρώστια για την οποία θα έβγαιναν όμως οι γιατροί και θα μας έλεγαν 'μην ανησυχείτε, είναι δύσκολα τα πράγματα αλλά υπάρχει το φάρμακο'. σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει τώρα που μας λένε πως 'δεν ξέρουμε ποια είναι η λύση'. Άρα ο φόβος, σε αυτό το δεύτερο επίπεδο είναι 'θα τα καταφέρω; θα μπορέσω να πάρω τη βοήθεια που χρειάζομαι;'. Μάλιστα ο φόβος αυτός είναι μεγαλύτερος σε αυτούς οι οποίοι ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες”.

Στο επόμενο επίπεδο, σύμφωνα με την κ. Βυζαντιάδου πάμε ξεκάθαρα στο φόβο του θανάτου, και δεν μιλάμε μόνον για τον σωματικό θάνατο, αλλά και για τον ψυχικό, όπως είναι η κατάθλιψη, το άγχος, που μας κάνουν να χάνουμε το ενδιαφέρον μας για την καθημερινότητά μας, για τη ζωή μας.

Υπάρχει, τέλος και ο φόβος που έχουμε για τους δικούς μας, δηλαδή κατά πόσο θα θέσω σε κίνδυνο έναν δικό μου άνθρωπο, π.χ. τους ηλικιωμένους, αν θα καταφέρω να τους προστατέψω κ.ο.κ.

Πώς θα εξελιχθούν αυτά τα συναισθήματα;

Όπως εξηγεί η κ. Βυζαντιάδου με την πάροδο του χρόνου η πρώτη φοβία που έχει να κάνει με την απώλεια ελέγχου μπορεί να υποχωρήσει, να γίνουμε σιγά σιγά πιο δημιουργικοί. “Ωστόσο ο δεύτερος φόβος που είναι το άγχος του θανάτου, το άγχος αν θα επιβιώσω μπορεί και να επιδεινωθεί τις επόμενες μέρες και εβδομάδες γιατί έχει αποδειχθεί ότι όσο πιο μεγάλη είναι η διάρκεια της έκθεσής μου σε ένα τραυματικό γεγονός, τόσο μεγαλύτερο γίνεται το άγχος. Άρα αν αυτό κρατήσει παραπάνω, σίγουρα το άγχος μας θα μεγαλώσει”.

Επίσης το άγχος γίνεται πιο σοβαρό όταν η κατάσταση που αντιμετωπίζουμε και μας αγχώνει είναι μη διαχειρίσιμη. Μέχρι να ακούσουμε ότι βρέθηκε το φάρμακο, βρέθηκε το εμβόλιο ή ότι υποχωρεί δραστικά ο αριθμός των κρουσμάτων είναι πολύ λογικό και αναμενόμενο το άγχος μας να αυξάνεται.

Ποια όπλα διαθέτουμε;

Σύμφωνα με την κ. Βυζαντιάδου η λέξη κλειδί είναι η “ψυχραιμία”, η οποία μαζί με τη λογική και τη γνώση είναι τα μεγαλύτερα όπλα που έχουμε αυτή τη στιγμή στα χέρια μας. Ενημερωνόμαστε, διαβάζουμε και ακούμε πηγές που επιστευόμασταν ούτως ή άλλως ως τώρα, δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να επηρεαστεί από προσωπικές μαρτυρίες και καταγραφές που έρχονται από ασθενείς από άλλες χώρες, γιατί αυτές περιλαμβάνουν έτσι κι αλλιώς ένα συναισθηματικό και δραματικό στοιχείο και ίσως και μια υπερβολή που εμείς δεν τη χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή.

Συμμορφονώμαστε με τους κανόνες, ακολουθούμε τα μέτρα και εμπιστευόμαστε τους ειδκούς, όχι μόνο για να θεωρούμαστε υπεύθυνοι πολίτες, αλλά γιατί, αν αναγνωρίσω ότι κάποιος ξέρει κάτι καλύτερα από μένα και τον εμπιστεύομαι θα νιώσω πιο ασφαλής. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δεν εμπιστεύομαι κανέναν, τότε και πιο επικίνδυνος θα είμαι για τους άλλους, αλλά θα νιώθω και πιο αδύναμος γιατί δεν θα υπάρχει κανένας που να με καθοδηγεί.

Καθημερινή επικοινωνία με αγαπημένα πρόσωπα

Για να μπορέσουμε να διαχειριστούμε πιο αποτελεσματικά την καθημερινότητά μας, ως εσώκλειστοι, είναι καλό να κάνουμε για παράδειγμα μια λίστα με αυτά με τα οποία θέλαμε καιρό πριν να ασχοληθούμε αλλά δεν βρίσκαμε το χρόνο για να τα κάνουμε, όπως για παράδειγμα να διαβάσουμε βιβλία, να τακτοποιήσουμε το αρχείο μας, να κάνουμε πράγματα για το σπίτι, δηλαδή δραστηριότητες που θα απασχολούν το μυαλό μας και θα μας κάνουν να νιώθουμε δημιουργικοί.

Επίσης, αυτό που δεν θα πρέπει με τίποτε να χάσουμε είναι την επικοινωνία μας με τους άλλους ανθρώπους, με αγαπημένα μας πρόσωπα που δεν βρίσκονται μαζί μας. Επειδή πρακτικά δεν μπορούμε να βλέπουμε τους φίλους μας και τους συγγενείς μας είναι πολύ σημαντικό να επικοινωνούμε μαζί τους όσο συχνότερα μπορούμε, τηλεφωνικά, μέσω βιντεοκλήσης, μέσω skype κ.ο.κ.

Εντάθηκαν οι φοβίες

Σύμφωνα με την κ. Βυζαντιάδου, την περίοδο αυτή υπήρξε πράγματι κάποια ένταση στα αρνητικά συναισθήματα. Ωστόσο, ο καθένας έβγαλε την ιδιοσυγκρασία του και το πρόβλημα το οποίο ήδη είχε, απλώς τώρα εκδηλώθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό. Για παράδειγμα όσοι φοβόντουσαν την επαφή με τον κόσμο, ήταν μικροβιοφοβικοί κ.λπ., τώρα φοβούνται περισσότερο, όσοι είναι ψυχαναγκαστικοί, τώρα γίνονται περισσότερο, καθαρίζουν για παράδειγμα πιο συχνά τα χέρια τους.

Αντιθέτως, όσοι ήταν ψύχραιμοι, αυτοί που είναι επικεντρωμένοι κυρίως στα δικά τους προβλήματα, παρέμειναν σε αυτό το κλίμα. Είναι αυτοί που πήγαν για τριήμερο τις απόκριες, που κάνουν βόλτες στις παραλίες, χωρίς δηλαδή να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα.

Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι αγχώθηκαν πολύ περισσότερο με το τι θα κάνουμε στο σπίτι, κλεισμένοι με το σύντροφο και τα παιδιά τόσες μέρες, παρά αν θα κινδυνέψουν από τον ιό.

Φαίνεται, δηλαδή, με αυτή την ευκαιρία, ότι είναι σα να μην ξέρουμε να μένουμε πολύ καιρό μαζί με τους ανθρώπους μας, χωρίς να υπάρχει κάτι άλλο για να γεμίζουμε την καθημερινότητά μας.

Πότε πρέπει να ζητήσω βοήθεια;

Όπως εξηγεί η κ. Βυζαντιάδου, εάν παρότι προσπαθούμε, δούμε ότι το άγχος μας ξεφεύγει και επηρεάζει πολύ τη λειτουργικότητά μας, δηλαδή παθαίνουμε συχνές κρίσεις πανικού ή εμφανίζουμε σωματικά συμπτώματα όπως ταχυπαλμία, σφίξιμο στο λαιμό, ή αν δούμε ότι η διάθεσή μας εμφανίζει πολύ μεγάλη επιδείνωση, γινόμαστε ευερέθιστοι, κάνουμε πολύ αρνητικές και καταστροφικές σκέψεις, τότε σαφέστατα θα πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιο ψυχίατρο.

“Μπορούμε να πάρουμε κάτι θετικό από όλη αυτή την περιπέτεια;” ήταν το τελευταίο ερώτημα προς την κ. Βυζαντιάδου. “Ασφαλώς, μπορούμε να αξιοποιήσουμε όσο πιο θετικά γίνεται όλη αυτή την ιστορία και να θυμηθούμε ότι έχουμε ψυχικές δυνάμεις και αντοχές για να ξεπερνούμε τέτοιες καταστάσεις. Μπορούμε να το πετύχουμε αρκεί να συμπεριφερόμαστε όπως είπαμε πριν, με ψυχραιμία, γνώση και λογική”.