Skip to main content

Κουκιάδης–Χρυσόγονος: Παράνομη η απευθείας ανάθεση έργου ΟΑΣΘ στα ΚΤΕΛ

Τι αναφέρουν οι δύο καθηγητές του ΑΠΘ στο πολυσέλιδο γνωμοδοτικό σημείωμα το οποίο συνέταξαν για λογαριασμό του Σωματείου Εργαζομένων ΟΑΣΘ.

Επιστολή – προειδοποίηση προς τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Καραμανλή απέστειλε την προηγούμενη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου το Συνδικάτο Εργαζομένων στον ΟΑΣΘ (ΣΕΟΑΣΘ), ενόψει της προωθούμενης νέας εκχώρησης συγκοινωνιακού έργου του ΟΑΣΘ προς το ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης. Στην επιστολή αυτή η οποία κοινοποιείται και προς άλλους αποδέκτες, το ΣΕΟΑΣΘ περιγράφει το νομικό του οπλοστάσιο βάσει του οποίου θα επιδιώξει να ακυρώσει την προωθούμενη εκχώρηση προς το ΚΤΕΛ, άλλων 25 λεωφορειακών γραμμών, πέραν των έξι οι οποίες έχουν ήδη εκχωρηθεί από τον περασμένο Μάιο.

Η 24σελιδη επιστολή συνιστά κατ' ουσία ένα γνωμοδοτικό σημείωμα το οποίο φέρει την υπογραφή δύο έγκριτων νομικών, καθηγητών της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ και πρώην ευρωβουλευτών, του Ιωάννη Κουκιάδη και του Κώστα Χρυσόγονου και το οποίο αποτελεί τη νομική βάση των ενεργειών στις οποίες σκοπεύει να προβεί το ΣΕΟΑΣΘ προκειμένου να ματαιώσει τη σχεδιαζόμενη εκχώρηση του 1/3 του συγκοινωνιακού έργου του ΟΑΣΘ προς το ΚΤΕΛ. Με το συγκεκριμένο γνωμοδοτικό σημείωμα δίνονται απαντήσεις σε έξι συγκεκριμένα ερωτήματα, από τις οποίες προκύπτει, σύμφωνα με το Σωματείο, ότι η σχεδιαζόμενη εκχώρηση είναι μη σύννομη.  

Παράνομη η απ' ευθείας ανάθεση



Το πρώτο και σπουδαιότερο ερώτημα στο οποίο κλήθηκαν να απαντήσουν οι κ. Κουκιάδης και Χρυσόγονος ήταν εάν “είναι σύννομη η εκχώρηση του συγκοινωνιακού έργου με τη μέθοδο της απ' ευθείας ανάθεσης”. Στην εκτενή απάντησή τους σε αυτό το ερώτημα οι δύο καθηγητές σημειώνουν μεταξύ άλλων ότι:

1. Από τη σύμβαση η οποία είχε συναφθεί στις 16 Μαΐου 2019, μεταξύ ΟΣΕΘ και ΟΑΣΘ από τη μια πλευρά και του ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης από την άλλη, και η οποία αφορούσε την εκχώρηση των πρώτων έξι λεωφορειακών γραμμών του ΟΑΣΘ προς το ΚΤΕΛ συνάγεται ότι πρόκειται για “σύμβαση παραχώρησης δημόσιας υπηρεσίας”. Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό κανονισμό 1370/2007 η απ' ευθείας ανάθεση μιας τέτοιας σύμβασης επιτρέπεται μόνον εάν συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:

α. το ύψος της σύμβασης να είναι μικρότερο του ενός εκατομμυρίου ή

β. εάν αντικείμενο της σύμβασης είναι η εκτέλεση λιγότερων των 300.000 χιλιομέτρων.

Τα όρια αυτά διπλασιάζονται (δηλαδή γίνονται 2 εκατ. και 600.000 χιλιόμετρα αντιστοίχως) όταν ο ανάδοχος είναι μικρή ή μεσαία επιχείρηση η οποία χρησιμοποιεί μέχρι 23 οχήματα.

Στη σύμβαση, όμως, του περασμένου Μαΐου δεν συντρέχει καμία από τις δύο προϋποθέσεις καθώς το ύψος της αμοιβής προς το ΚΤΕΛ ανέρχεται σε περίπου 4,8 εκατ. ευρώ, ενώ τα διανυόμενα χιλιόμετρα φτάνουν ετησίως σχεδόν στα 3,4 εκατ.

Στη δε νέα σχεδιαζόμενη σύμβαση για τις υπόλοιπες 25 λεωφορειακές γραμμές το ποσόν θα ανέλθει κοντά στα 17 εκατ. ευρώ και τα διανυόμενο χιλιόμετρα θα είναι περίπου 12,2 εκατ.

2. Πέραν αυτών, ωστόσο, απ' ευθείας ανάθεση του συγκοινωνιακού έργου αντί διαγωνιστικής διαδικασίας, δικαιολογείται και στην περίπτωση που υπάρξει “διακοπή των υπηρεσιών δημοσίων μεταφορών” ή που υπάρχει “επικείμενος κίνδυνος διακοπής του” και δη του συνόλου και όχι μέρους των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτές τις περιπτώσεις δύναται η πολιτεία να προχωρήσει σε απ' ευθείας ανάθεση του συγκοινωνιακού έργου για διάστημα έως δύο χρόνια.

Σύμφωνα με τους δύο καθηγητές, στην προκειμένου περίπτωση δεν συντρέχει καμία από τις δύο ανωτέρω προϋποθέσεις. Όπως αναφέρεται στο γνωμοδοτικό σημείωμα “ο ΟΑΣΘ συνεχίζει να παρέχει κανονικά το συγκοινωνιακό του έργο” και επισημαίνεται πως “μονολότι η εκτέλεση του ανατεθειμένου έργου πάσχει πράγματι από προβλήματα και δυσλειτουργίες (λ.χ. μειωμένος αριθμός λεωφορείων, έλλειψη συχνών δρομολογίων), εντούτοις δεν μπορεί να συναχθεί ότι έχει επέλθει 'διακοπή'”. Ούτε, επίσης, νοείται “επικείμενος κίνδυνος διακοπής” του μεταφορικού έργου δεδομένου ότι ο νόμος 4482/2007 προβλέπει την ανάληψη του συγκοινωνιακού έργου από την ΑΣΥΘ (Αστικές Συγκοινωνίες Θεσσαλονίκης), μετά τις 3 Δεκεμβρίου 2019.

Σύμφωνα πάντα με τους δύο καθηγητές, η απ' ευθείας ανάθεση των συνολικά 31 λεωφορειακών γραμμών του ΟΑΣΘ στο ΚΤΕΛ δεν έχει σκοπό την αντιμετώπιση τέτοιων κινδύνων, αλλά στοχεύει στη βελτίωση του παρεχόμενου συγκοινωνιακού έργου, “στόχος απόλυτα θεμιτός, αλλά που δεν συνιστά επικείμενο κίνδυνο διακοπής ώστε να δικαιολογείται η διαδικασία της απ' ευθείας ανάθεσης”, σημειώνεται στο γνωμοδοτικό σημείωμα προσθέτοντας πως για τους λόγους αυτούς η ανάθεση του συγκοινωνιακού έργου θα έπρεπε να γίνει με διαγωνιστική διαδικασία.

Υπέρβαση αρμοδιότητας από τον υπουργό



Στο γνωμοδοτικό τους σημείωμα, οι δύο καθηγητές του ΑΠΘ αναφέρουν και μια σειρά άλλους λόγους οι οποίοι θα μπορούσαν να συνηγορήσουν υπέρ της ακυρότητας της εκχώρησης μέρους του συγκοινωνιακού έργου του ΟΑΣΘ προς το ΚΤΕΛ.

Περιγράφοντας έναν εξ αυτών, αναφέρουν ότι αρμόδια αρχή να αποφασίζει για την ανάθεση του συγκοινωνιακού έργου στην περιφερειακή ενότητα Θεσσαλονίκης είναι, βάσει του ν.4482/2017 ο ΟΣΕΘ. Επισημαίνουν παράλληλα, πως στον ίδιο νόμο προβλέπεται πως ο ΟΣΕΘ μπορεί να αναθέσει το συγκοινωνιακό έργο μόνον στην ΑΣΥΘ η οποία είναι θυγατρική του προσθέτοντας, συγχρόνως, ότι στη συνέχεια, με το ν.4568/2018 δίνεται η δυνατότητα στον ΟΣΕΘ να συνάπτει συμβάσεις με τα ΚΤΕΛ με αντικείμενο την ανάθεση εκτέλεσης ορισμένων αστικών και υπεραστικών δρομολογίων τα οποία προτείνονται από τον ΟΣΕΘ και εγκρίνονται από τον υπουργό Υποδομών και Μεταφορών.

Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι δύο καθηγητές στη γνωμοδότησή τους, θεωρούν παράνομη, υπερβαίνουσα τις αρμοδιότητες του υπουργού, την έγκριση εκ μέρους του, του φορέα στον οποίο θα ανατεθεί από τον ΟΣΕΘ το συγκοινωνιακό έργο (εν προκειμένω στα ΚΤΕΛ), δυνατότητα που παρέχεται με την υπ' αρ. Α/3570/142/16.01.2019 υπουργική απόφαση. Σύμφωνα με τους κ. Κουκιάδη και Χρυσόγονο η αρμοδιότητα του υπουργού περιορίζεται στην έγκριση και μόνον των προς παραχώρηση δρομολογίων, κατόπιν μάλιστα σχετικής πρότασης από τον ΟΣΕΘ και όχι σε ποιον φορέα θα ανατεθεί το συγκεκριμένο έργο. Γι' αυτό και η υπουργική απόφαση με την οποία εκχωρήθηκαν οι πρώτες έξι γραμμές προς το ΚΤΕΛ τον περασμένο Μάιο, σύμφωνα με τη γνωμοδότηση “υπερβαίνει τα όρια της εγκριτικής αρμοδιότητας (σ.σ. του υπουργού), είναι παράνομη ως προς το σκέλος αυτό και τυγχάνει ακυρωτέα”.