Skip to main content

Λανθασμένοι ρόλοι και αδιαφορία: Γιατί ο ΟΑΣΘ δεν στηρίζει την αγορά

Όποιος δεν έχασε μία ολόκληρη ώρα για να διασχίσει σαν παστή σαρδέλα, σε αστικό, το κέντρο, δεν συνειδητοποιεί πλήρως στην αξία του λεωφορειόδρομου.

Όσοι έχουν ηλικία πέριξ των 50 κι έχουν γεννηθεί ή ζουν από μικροί στη Θεσσαλονίκη θυμούνται την πόλη χωρίς της Περιφερειακή Οδό. Θυμούνται το κέντρο της πόλης χωρίς λεωφορειολωρίδες και τις στάσεις του ΟΑΣΘ χωρίς τηλεματική.

Σήμερα, επειδή η ζωή και ο πολιτισμός της καθημερινότητας προχωρούν, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τις μετακινήσεις στη Θεσσαλονίκη χωρίς αυτές τις τρεις παραμέτρους. Όσοι διασχίζουν οριζόντια τη Θεσσαλονίκη μεταξύ δυτικού και ανατολικού τομέα, αλλά και όσοι κυκλοφορούν με τα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα στην Τσιμισκή, το οφείλουν στην ύπαρξη της Περιφερειακής Οδού. Ταυτόχρονα, όσοι εξυπηρετούνται από τα αστικά λεωφορεία με στοιχειώδη αξιοπρέπεια και σε οριακά ανεκτό χρόνο το οφείλουν στους λεωφορειοδρόμους και στην τηλεματική.

Ο ΟΑΣΘ δεν έχει καμία σχέση με την Περιφερειακή Οδό, αλλά οφείλει να ενδιαφέρεται πολύ τόσο για τις λεωφορειολωρίδες, αφού εξυπηρετούν την ταχύτητα με την οποία κινούνται τα οχήματά του –επομένως και την αξιοπιστία των δρομολογίων-, όσο και για την τηλεματική, που αποτελεί το μόνο στοιχείο ποιοτικής αναβάθμισης των αστικών συγκοινωνιών της Θεσσαλονίκης εδώ και πολλά χρόνια. Όποιος δεν έχασε μία ολόκληρη ώρα από πολλές ημέρες της ζωής του για να διασχίσει σαν «παστή σαρδέλα» πάνω σε αστικό την οδό Μητροπόλεως από τη Βενιζέλου μέχρι την Παύλου Μελά για να καταφέρει να γυρίσει στο σπίτι του μετά τη δουλειά, δεν συνειδητοποιεί πλήρως στην αξία του λεωφορειόδρομου. Αντίστοιχα, όποιος δεν βίωσε τα ανάμικτα συναισθήματα της αγωνίας, της αβεβαιότητας και της απελπισίας για το τι και πόσο να περιμένει σε μια «τυφλή» στάση οπουδήποτε στη Θεσσαλονίκη, δεν μπορεί να καταλάβει τη σημασία της τηλεματικής. Την άξια να μπορεί ο καθένας να περιμένει το αστικό λεωφορείο γνωρίζοντας περίπου σε πόση ώρα θα περάσει από τη στάση το δρομολόγιο που τον ενδιαφέρει. Όποιος δεν κοίταξε με προσμονή το βάθος του δρόμου για να εντοπίσει ένα σημάδι από το λεωφορείο που έρχεται ενδεχομένως δεν αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία αυτών των μικρών πραγμάτων.

Σε πρόσφατη έρευνα στη Βρετανία οι πολίτες κατέγραψαν ως πρώτη απόλαυση στη λίστα της καθημερινότητας την πρόσβαση από το σπίτι στην εργασία και αντίστροφα σε χρόνο μέχρι 30 λεπτά. Κάτι που είναι ακόμη πιο σημαντικό όταν επιτυγχάνεται με Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, που σε πολλές περιπτώσεις είναι πιο οικονομικά και ξεκούραστα από την μετακίνηση με το ΙΧ. Εξίσου σημαντική είναι η ικανοποιητική λειτουργία του δικτύου των αστικών συγκοινωνιών για το εμπόριο που ασκείται στις πόλεις του κόσμου. Η ευχερής και άνετη πρόσβαση των καταναλωτών σημαίνει σχεδόν σίγουρες πωλήσεις. Αντίθετα ο εκνευρισμός και η ταλαιπωρία χαλούν τη διάθεση για οτιδήποτε, ακόμη και για ψώνια. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου πολλές πόλεις έχουν ιστορία αιώνων και χιλιετηρίδων και τα ιστορικά τους κέντρα είναι πλήρως αξιοποιήσιμα για εμπορικούς και τουριστικούς σκοπούς, οι άνετες μαζικές μετακινήσεις αποτελούν κλειδί της επιτυχίας και της αποδοχής.

Για την αγορά της Θεσσαλονίκης η καλή λειτουργία του –ιδιωτικού ή δημοσίου δεν έχει σημασία- μονοπωλίου του ΟΑΣΘ είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Με λίγους και στενούς δρόμους, αλλά και με ανύπαρκτες θέσεις πάρκινγκ το κέντρο της πόλης αναβαθμίζεται όσο βελτιώνεται η πρόσβαση σε αυτό των Θεσσαλονικέων και των επισκεπτών. Αλλά και για ολόκληρο το πολεοδομικό συγκρότημα του ενός και κάτι εκατομμυρίου κατοίκων οι καλές υπηρεσίες του ΟΑΣΘ συνιστούν υπεραξία για την κοινωνική ζωή. Μια βελτίωση που συμβάλλει στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας, ώστε ο κύκλος να συνεχίζεται, να αναπαράγεται και να πολλαπλασιάζεται. Με αυτά τα δεδομένα οι πρώτοι που όφειλαν να προσεγγίζουν με δημιουργικό τρόπο τα ζητήματα του ΟΑΣΘ –πέραν του ίδιου του Οργανισμού- είναι οι άνθρωποι της αυτοδιοίκησης και οι έμποροι του κέντρου. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν γινόταν ούτε όταν ο ΟΑΣΘ ήταν μια κρατικοδίαιτη μεν, ιδιωτική επιχείρηση δε, ούτε σήμερα που έχει δημόσιο χαρακτήρα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε μια προσέγγιση συντεχνιακή και μικροκομματική ο δήμος Θεσσαλονίκης είχε καθυστερήσει την επέκταση της λεωφορειολωρίδας στην Τσιμισκή για να κάνει το χατίρι στους μαγαζάτορες της περιοχές, που τότε ήταν στην πλειοψηφία τους Θεσσαλονικείς.

Σήμερα ούτε ο δήμος, ούτε ο Εμπορικός Σύλλογος ασχολούνται συστηματικά, ώστε οι αρμόδιοι να πιεστούν για να βελτιώσουν τις καταστάσεις. Κάποιες δημόσιες δηλώσεις δοθείσης της ευκαιρίας σε στιγμές κρίσης δεν έχουν ούτε καν συμβολικό νόημα. Αντίθετα, στο συγκεκριμένο πεδίο των αστικών συγκοινωνιών της Θεσσαλονίκης, παρακολουθούμε μεμονωμένες πρωτοβουλίες, αυτοσχεδιασμούς και αντιστροφή ρόλων, που είναι βέβαιον ότι δεν λύνουν τα προβλήματα, παρά μόνο «πετάνε τη μπάλα στην εξέδρα». Η αστυνόμευση των λεωφορειολωρίδων, οι οποίες αποτελούν τμήματα των δρόμων επί των οποίων έχουν χαραχθεί, είναι δουλειά της Ελληνικής Αστυνομίας, αλλά –σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση- από εδώ και πέρα θα την αναλάβει εν μέρει ο ίδιος ο ΟΑΣΘ, ως έχων έννομο συμφέρον! Το ότι η δουλειά του συγκεκριμένου Οργανισμού είναι άλλη, μοιάζει να έχει μικρή σημασία. Όσο για την τηλεματική, που καθημερινά εκπίπτει, υποβαθμίζεται και καταρρέει, αν και είναι δουλειά του ΟΑΣΘ, εφόσον αφορά τους δικούς του πελάτες, κανείς δε δείχνει να ενδιαφέρεται, εφόσον ο ΟΑΣΘ δηλώνει εμφανώς αδυναμία να επιληφθεί. Ίσως διότι κάποιοι στη Θεσσαλονίκη νομίζουν ότι οι μόνοι που έχουν έννομο συμφέρον από τη σωστή και ποιοτική λειτουργία των αστικών συγκοινωνιών είναι οι χιλιάδες επιβάτες, κάτι που ισχύει. Μόνο που όλοι ξεχνούν μια… λεπτομέρεια: ότι πρόκειται για τις ίδιες χιλιάδες ανθρώπους, τους οποίους προσπαθούν να προσελκύσουν στα ταμεία τους οι εμπορικές και ψυχαγωγικές επιχειρήσεις του κέντρου της πόλης, άρα οι συλλογικότητες τους (Επιμελητήρια, Εμπορικοί Σύλλογοι, φορείς του τουρισμού) νομιμοποιούνται να πάρουν μια πρωτοβουλία, την οποία, όμως, δεν θα πάρουν…

ΥΓ. Το μεγάλο πρόβλημα του ΟΑΣΘ στην παρούσα φάση προφανώς είναι ο μικρός αριθμός των διαθέσιμων λεωφορείων. Ας πούμε, όμως, ότι αυτό είναι κάτι μεγάλο και πολυδάπανο, σε μια εποχή που δεν υπάρχουν λεφτά.