Skip to main content

Λήδα Κοβάτση: Οι νεκροί... μιλούν και λένε αν πόνεσαν την ώρα του θανάτου

Η διευθύντρια του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξιολογίας του ΑΠΘ μιλά στη Voria - Πότε η αιτία θανάτου παραμένει άγνωστη για τους ιατροδικαστές.

«Οι νεκροί... μιλάνε, σου λένε τα πάντα, ακόμα κι αν πόνεσαν την ώρα του θανάτου». Με αυτά τα λόγια η Διευθύντρια του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ, καθηγήτρια Λήδα Κοβάτση, περιγράφει στη Voria.gr το πολυεπίπεδο και ιδιαιτέρως σημαντικό έργο της ιατροδικαστικής επιστήμης. 

Με σπουδές αρχικά στο Χημικό και στη συνέχεια στην Ιατρική, η κ.Κοβάτση ασκεί σήμερα την ειδικότητα της Ιατροδικαστικής και είναι πλέον επικεφαλής του συγκεκριμένου Εργαστηρίου του ΑΠΘ. 

Στην ιατροδικαστική, όπως λέει η ίδια, δεν βουλιάζεις ποτέ σε ρουτίνα αφού κάθε περίπτωση είναι διαφορετική. Επιπροσθέτως, η ιατροδικαστική επιστρατεύει γνώσεις από όλες τις ειδικότητες της ιατρικής επιστήμης προκειμένου να καταλήξει στην αιτία θανάτου. 

Για την καθηγήτρια Λ.Κοβάτση η αυτοψία του χώρου όπου βρέθηκε ένα πτώμα είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Έχει σημασία, όπως λέει, να δει ο ιατροδικαστής το σώμα, τη στάση στην οποία βρέθηκε, αν έχει κακώσεις - ειδικά σε σχέση με τα αντικείμενα ή τα έπιπλα που υπάρχουν στο χώρο. 

Η ιατροδικαστής θυμάται χαρακτηριστικά το περιστατικό ενός άνδρα που βρέθηκε νεκρός και σύμφωνα με την παραγγελία του αστυνομικού τμήματος της περιοχής, επρόκειτο για πτώση «εξ ιδίου ύψους»,  δηλαδή ατύχημα. 

«Μόνο που όταν πρωτοείδα τη σορό στο νεκροτομείο (καθώς δεν κλήθηκα σε αυτοψία) κατάλαβα από τις κακώσεις ότι αυτές δεν θα μπορούσαν να είχαν προκληθεί από πτώση εξ ιδίου ύψους. Έτσι, ζήτησα να πάω εκ των υστέρων να δω τον χώρο όπου έλαβε χώρα το συμβάν. Κατά την αυτοψία διαπιστώθηκε ότι υπήρχε άνοιγμα σε υψηλό όροφο που είχε παραβιαστεί και στην προκειμένη περίπτωση επρόκειτο για πτώση εξ' ύψους - αυτοκτονία και όχι ατύχημα», είπε χαρακτηριστικά η κ. Κοβάτση. 

Πολλές φορές, μετά το πέρας της νεκροτομής, θα ακούσουμε τους ιατροδικαστές να δηλώνουν ότι αναμένουν τα αποτελέσματα από τις εργαστηριακές εξετάσεις προκειμένου να καταλήξουν στην αιτία θανάτου. Η κ.Κοβάτση μας διευκρινίζει ότι αυτές οι εργαστηριακές συμπληρωματικές/βοηθητικές εξετάσεις αφορούν στις τοξικολογικές αναλύσεις και στην ιστολογική (δηλαδή μικροσκοπική) εξέταση των σπλάχνων. 

Οι εξετάσεις αυτές διενεργούνται σε εξειδικευμένα κέντρα και η καθυστέρηση των αποτελεσμάτων που συχνά παρατηρείται οφείλεται αφενός στον φόρτο εργασίας που έχουν να διαχειριστούν αυτά τα κέντρα, αφετέρου στη σημαντική υποστελέχωσή τους. 

Το αποτέλεσμα είναι ότι καθυστερεί η διάγνωση της αιτίας θανάτου με ό,τι συνεπάγεται αυτό για τους συγγενείς που έχουν χάσει το αγαπημένο τους πρόσωπο και για τη δικαιοσύνη που περιμένει μία υπεύθυνη και τεκμηριωμένη απάντηση από τον ιατροδικαστή.

Η νεκροψία-νεκροτομή, συνεπικουρούμενη από τις εργαστηριακές εξετάσεις, οδηγεί στις περισσότερες των περιπτώσεων στην εύρεση της αιτίας θανάτου ενός ατόμου. Όπως αναφέρει η κ.Κοβάτση «στο 5% περίπου των περιστατικών που μελετά ένας ιατροδικαστής η αιτία θανάτου παραμένει άγνωστη ακόμα κι αν διενεργηθεί μία πλήρης ιατροδικαστική διερεύνηση». 

Όπως εξηγεί, «υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες δεν μπορείς να βρεις την αιτία θανάτου βασιζόμενος αποκλειστικά στα μεταθανάτια ευρήματα. Αυτό κυρίως αφορά σε περιστατικά που έχουν καταλήξει μετά από μακροχρόνια νοσηλεία, καθώς οι παρεμβάσεις των ιατρών μεταβάλλουν την εικόνα του ασθενούς με αποτέλεσμα η τελική εικόνα-αυτή που βλέπει ο ιατροδικαστής-να είναι πολύ διαφορετική από την αρχική, αυτή με την οποία εισήχθη ο ασθενής στο νοσοκομείο».