Skip to main content

Λιγότερα φώτα στη Θεσσαλονίκη τα φετινά Χριστούγεννα λόγω της ενεργειακής κρίσης

Σε μια περίοδο ενεργειακής κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε το 2021, η επανάληψη των γνωστών πρακτικών ενδέχεται να στείλει το λάθος μήνυμα

Τα Χριστούγεννα, που παρά την πανδημία, την ακρίβεια και την γενικότερη ανασφάλεια, είναι πλήρως επιβεβαιωμένο ότι και φέτος έρχονται στην ώρα τους, είναι συνυφασμένα με το λαμπερό φως. Τόσο μεταφορικά, αφού η γέννηση του Θεανθρώπου κομίζει στους ανθρώπους αισιόδοξο μήνυμα, όσο και κυριολεκτικά, καθώς οι φωταψίες στους δρόμους, στις πλατείες, στα πεζοδρόμια, στα εμπορικά καταστήματα και στα σπίτια υπογραμμίζουν τη σημασία των γιορτών για μικρούς και μεγάλους. Μόνο που σε μια περίοδο ενεργειακής κρίσης, όπως αυτή που διανύουμε το 2021, η επανάληψη των γνωστών πρακτικών ενδέχεται να στείλει το λάθος μήνυμα σε μια περίοδο, η οποία -σύμφωνα με τους ειδικούς- είναι πολύ κρίσιμη.

Κι αυτό επειδή έχει αποδειχθεί πως μετά από κάθε ενεργειακή κρίση και πριν από την επιστροφή στην κανονικότητα επικρατούν συνθήκες ύφεσης. Αλλά και διότι η έλλειψη και η αυξημένη τιμή ενός αγαθού αντιμετωπίζεται εν μέρει και με τον περιορισμό της χρήσης του στα απολύτως απαραίτητα επίπεδα, δηλαδή με την οικονομία. Στην προκειμένη περίπτωση -και σε αντίθεση με την τελευταία ενεργειακή κρίση που έζησε η Ελλάδα μαζί με τον υπόλοιπο πλανήτη στα τέλη της δεκαετίας του 1970- καμία σύσταση για αυτοπεριορισμό των πολιτών στα απαραίτητα σε σχέση με την ενέργεια δεν γίνεται από κανέναν δημόσιο φορέα, δηλαδή από την Πολιτεία και την κυβέρνηση. Πρόκειται για θέμα που οι πολιτικοί μας αποφεύγουν να θίξουν, ίσως για να μη θεωρηθεί ή για να μην κατηγορηθούν ότι προτρέπουν τους πολίτες να υποβαθμίσουν τη ζωή και την καθημερινότητά τους.

Για τον εμπορικό κόσμο η Χριστουγεννιάτικη περίοδος είναι η καλύτερη και αποδοτικότερη της χρονιάς. Τον Δεκέμβριο μέχρι και τις πρώτες ημέρες του Ιανουαρίου η αγορά πραγματοποιηθεί το 30% των πωλήσεων της, ενώ ορισμένα καταστήματα φτάνουν να καταγράψουν ακόμη και το 50% του τζίρου τους. Γι’ αυτό τα τελευταία 15 – 20 χρόνια οι δήμοι στολίζουν τις πόλεις και τις πιάτσες συστηματικά, δημιουργούν χριστουγεννιάτικο κλίμα, το οποίο χαίρονται πρωτίστως τα μικρά παιδιά και ασφαλώς οι έμποροι, αφού είναι γνωστό και ευρέως αποδεκτό ότι η κατανάλωση είναι μεγαλύτερη, όσο καλύτερη είναι η διάθεση των καταναλωτών.

Στη Θεσσαλονίκη, που παραδοσιακά επί δεκαετίες τιμούσε την χριστουγεννιάτικη περίοδο στην πλατεία Αριστοτέλους, με ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και μια κατασκευή, που απεικόνιζε τη στιγμή της γέννησης του Χριστού στη φάτνη και την έλευση των Τριών Μάγων με τα δώρα, από τα τελευταία χρόνια της δημαρχιακής θητείας του Β. Παπαγεωργόπουλου και εν συνεχεία στα χρόνια του Γ. Μπουτάρη και τώρα του Κ. Ζέρβα, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Βασικοί εμπορικοί δρόμοι της πόλης, όπως είναι η Τσιμισκή, η Αγίας Σοφίας και ολόκληρος ο άξονας της Αριστοτέλους, ντύνονται γιορταστικά με φώτα, παιχνίδια (παγοδρόμιο, καρουζέλ, σπιτάκι του Άγιου Βασίλη κλπ.), αλλά και σταντ πλανόδιου εμπορίου για χριστουγεννιάτικα είδη. Και η αλήθεια είναι ότι το κλίμα και η διάθεση στο κέντρο αλλάζουν και το καταναλωτικό φρόνημα τονώνεται. Οι φορείς του εμπορίου, μάλιστα, κάθε χρόνο, απαιτούν και περισσότερα, ώστε να αυξάνεται η ελκυστικότητα της παραδοσιακά εμπορικότερης περιοχής του κέντρου. Αντίστοιχα ξεχωριστοί φωτισμοί υπάρχουν και σε άλλους δρόμους και πλατείες, όπως η αλάνα της Τούμπας, ενώ στην ίδια λογική -αλλά σε μικρότερης έκτασης παρεμβάσεις- προχωρούν και οι περιφερειακοί δήμοι, οι οποίοι για προφανείς λόγους δεν θα μπορούσαν να μείνουν πίσω. Η ένταση των φωτισμών είναι το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων αυτών των παρεμβάσεων, είτε σχεδιάζονται έγκαιρα, είτε γίνονται την τελευταία στιγμή. Είτε αποσπούν θετικές κριτικές είτε χλιαρή υποδοχή το φως, το ηλεκτρικό φως, είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής.   

Για τη φετινή χριστουγεννιάτικη περίοδο οι προετοιμασίες στον δήμο Θεσσαλονίκης έχουν ήδη ξεκινήσει. Ορθώς, καθώς ο χρόνος μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου -συνήθως τα μεγάλα φώτα ανάβουν πέριξ της γιορτής του Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου- δεν είναι πολύς. Μάλιστα, ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Ζέρβας έχει δηλώσει ότι ο στολισμός θα ενταθεί και σε δρόμους που μέχρι πέρσι γίνονταν σχετικά λίγα πράγματα. Αγαθές, αγαθότατες οι προθέσεις διότι και οι περιφερειακοί δρόμοι του δήμου «έχουν ψυχή», δηλαδή εμπορικές επιχειρήσεις, αλλά -ας μη ξεχνάμε- ότι φέτος είναι μια διαφορετική χρονιά. Όχι μόνο λόγω κορωνοϊού, αφού όπως αποδείχθηκε πέρσι οι στολισμοί ευνοούν τις συναθροίσεις και τις συγκεντρώσεις, αλλά λόγω της ενεργειακής κρίσης, που στην καθημερινότητα μεταφράζεται σε εκτίναξη των τιμών και στην ηλεκτρική ενέργεια. Καλό, λοιπόν, θα ήταν να αξιοποιήσει η αυτοδιοίκηση την ευκαιρία να συστήσει την ενεργειακή οικονομία στους πολίτες, κάτι που η κυβέρνηση ατυχώς αποφεύγει για προφανείς πολιτικούς λόγους.

Μπορεί, λοιπόν ο δήμος Θεσσαλονίκης -προφανώς και όλοι οι υπόλοιποι δήμοι- να στείλει το μήνυμα και μέσω του χριστουγεννιάτικου στολισμού, ο οποίος όχι μόνο θα πρέπει να είναι συγκρατημένος, αλλά και να «μιλάει» ευθέως στον κόσμο της πόλης. Όπως είπε πρόσφατα σε δημόσια τοποθέτηση του ο καθηγητής Ενεργειακών Συστημάτων της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης  Άγις Παπαδόπουλος, ο οποίος λόγω επιστημονικής ιδιότητος παρακολουθεί τις ενεργειακές εξελίξεις από κοντά και γνωρίζει καλά την πραγματικότητα, θα είχε ενδεχομένως ενδιαφέρον στο πλαίσιο ενός χριστουγεννιάτικου στολισμού μέτριας έντασης από τους δήμους να υπήρχαν ορισμένα σκοπίμως υποφωτισμένα κεντρικά σημεία, στα οποία να αναφερόταν η ενεργειακή κρίση, ως ο λόγος απουσία λάμψης, ώστε να δοθεί το μήνυμα ακόμη και στη μέση του δρόμου. Διότι -κακά τα ψέματα- στην Ελλάδα μέχρι στιγμής το μόνο που συζητείται για την εν εξελίξει ενεργειακή κρίση είναι η αύξηση των τιμών στο φυσικό αέριο, στο πετρέλαιο, στη βενζίνη και στο ηλεκτρικό ρεύμα και το πώς η κυβέρνηση θα βγάλει εκατομμύρια από τον προϋπολογισμό για να καλύψει ένα μικρό μέρος από αυτή την αύξηση και να πει ότι κάτι έκανε. Ούτε κουβέντα για τις αιτίες, αλλά και για τη δυνατότητα των πολιτών να συμβάλλουν άμεσα στην αντιμετώπισή της, μέσω της μείωσης στη χρήση και στην κατανάλωση.