Skip to main content

Μαύρο – άσπρο: Το νοσοκομείο Καρδίτσας και η χρυσή ομάδα του ΑΠΘ

Εκείνο που έχει ανάγκη η χώρα είναι η αλλαγή υποδείγματος. Η κοινωνία είναι ώριμη για κάτι τέτοιο και το απαιτεί. Μπορεί το σύστημα να το υλοποιήσει;

Δύο ειδήσεις, δύο διαφορετικοί κόσμοι που όμως αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.

Είδηση πρώτη: ο διορισμός 111 στελεχών σε θέσεις διοίκησης (προέδρων, αντιπροέδρων) στα δημόσια νοσοκομεία. Μέσω μιας προσχηματικής διαδικασίας η οποία στο τέλος κατέληξε, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, στην επιλογή των “δικών μας” παιδιών.

Είδηση δεύτερη: μια ομάδα εννέα φοιτητών του ΑΠΘ επιτυγχάνει σπουδαία διάκριση, κατακτώντας το χρυσό μετάλλιο σε παγκόσμιο διαγωνισμό στον οποίο συμμετείχαν περί τους 5.000 φοιτητές από σαράντα χώρες, μεταξύ των οποίων και φοιτητές από τα παγκοσμίως κορυφαία πανεπιστήμια (ΜΙΤ, Cambridge, Oxford, Harvard κ.λπ.).

Και το ερώτημα: ποιο ακριβώς είναι το μήνυμα το οποίο λαμβάνουν οι διακριθέντες φοιτητές, αλλά και δεκάδες χιλιάδες συνομήλικοί τους, διαβάζοντας την πρώτη είδηση;

Οι περίπου 450.000 νέοι, κατά βάση πτυχιούχοι, υψηλών προσόντων οι οποίοι έφυγαν από την Ελλάδα στη δεκαετία της κρίσης, δεν εγκατέλειψαν τη χώρα μόνον γιατί δεν υπήρχαν δουλειές. Έφυγαν κι επειδή ήταν απηυδισμένοι από τη μεταχείριση που τους επιφύλασσε το πολιτικό σύστημα. Επειδή έβλεπαν ότι τα πτυχία και τα διδακτορικά τους ήταν συνήθως υποδεέστερα άλλων “προσόντων” όπως η κομματική ταυτότητα ή μια “καλή γνωριμία”.

Το δυστύχημα είναι ότι το ίδιο εξακολουθούν να πιστεύουν και τώρα. Σε έρευνα την οποία πραγματοποίησε το πρόγραμμα για την ελληνική διασπορά του πανεπιστημίου της Οξφόρδης σε συνεργασία με την διαΝΕΟσις προκύπτει ότι οι μετανάστες προ κρίσης δείχνουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον για να ψηφίσουν στις εκλογές από τον τόπο διαμονής τους (77,6%) απ' ότι οι μετανάστες της κρίσης (68%), των οποίων μάλιστα το 1/4 δηλώνουν πως δεν τους ενδιαφέρει καν να συμμετάσχουν στις εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι μια σημαντική μερίδα νέων επιστημόνων έχουν αποφασίσει να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους.

Απόφαση η οποία, όχι μόνον δεν ανατρέπεται, αλλά απεναντίας ισχυροποιείται εξ αιτίας της ρουσφετοκρατίας την οποία εξέθρεψαν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, αναλόγως βεβαίως του χρόνου παραμονής τους στην εξουσία. 

Πριν από το 1981, εάν δεν ανήκες στην δεξιά παράταξη δεν είχες καμία τύχη να μπεις στο δημόσιο, πόσο μάλλον να καταλάβεις θέση ευθύνης. Μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το δημόσιο πλημμύρισε “πρασινοφρουρούς” και όταν τακτοποιήθηκαν σχεδόν όλοι, ήρθε στη συνέχεια το ΑΣΕΠ, κατά τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ για να καθιερώσει για πρώτη φορά ένα αξιοκρατικό σύστημα διορισμών.

Όμως, το πολιτικό σύστημα εφηύρε και πάλι τον τρόπο να βολέψει τους δικούς του μέσω της φάμπρικας των συμβασιούχων οι οποίοι στο τέλος της ημέρας μονιμοποιήθηκαν στο δημόσιο με τον περίφημο “νόμο Παυλόπουλου”.

«Ναι, αλλά, εδώ δεν μιλάμε για απλούς δημοσίους υπαλλήλους αλλά για κρατικά στελέχη τα οποία καλούνται να εφαρμόσουν την κυβερνητική πολιτική», αντιτείνουν οι θιασώτες της κομματοκρατίας. Είναι η λογική πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η ρουσφετοκρατία, απόρροια της οποίας υπήρξε το γιγάντιο και ανίκανο κράτος, υπεύθυνο εν πολλοίς που η χώρα οδηγήθηκε στη χρεοκοπία.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επιχείρησε αρχικά να στείλει ένα διαφορετικό μήνυμα. Στελέχωσε το κυβερνητικό, και κυρίως, το πρωθυπουργικό επιτελείο του συνυπολογίζοντας, πέραν της κομματικής ταυτότητας και άλλα προσόντα και δεξιότητες. Όμως, σε όλα τα χαμηλότερα επίπεδα στελέχωσης του κρατικού μηχανιμού υπέκυψε στις κομματικές ορέξεις.

Η αποπομπή ενός εκ των εκατοντάδων κρατικών – κομματικών αξιοματούχων δεν αλλάζει την εικόνα. Εκείνο που έχει ανάγκη η χώρα είναι η αλλαγή υποδείγματος. Η κοινωνία είναι ώριμη για κάτι τέτοιο και το απαιτεί. Μπορεί το πολιτικό σύστημα να το αντιληφθεί και να το υλοποιήσει;