Skip to main content

Mega Ostrakon: Όστρακα Θερμαϊκού στα πιάτα Ιταλών, Ισπανών και Γάλλων

Με 31 χρόνια εμπειρίας στα φρέσκα θαλασσινά η Mega Ostrakon από τον Μακρύγιαλο Πιερίας βλέπει συχνά τα είδη της σε γκουρμέ εστιατόρια του εξωτερικού.

«Σερβίρει» τα όστρακα του Θερμαϊκού Κόλπου στα εστιατόρια της Ρώμης, της Βαρκελώνης, του Παρισιού και των Καννών, κάνοντας γνωστούς τους θησαυρούς του ελληνικού βυθού σε απαιτητικές ευρωπαϊκές αγορές.

Με 31 χρόνια εμπειρίας στα ζωντανά θαλασσινά οστρακοειδή η Mega Ostrakon από τον Μακρύγιαλο Πιερίας βλέπει συχνά τα είδη της, από μύδια, στρείδια, χτένια και καλόγνωμες μέχρι κυδώνια, αχιβάδες και φούσκες, να γίνονται οι πρωταγωνιστές σε γκουρμέ πιάτα στην Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία. Αν και η έδρα της βρίσκεται στον Μακρύγιαλο, η…ψυχή της είναι ένας Θεσσαλονικιός από τη Νέα Κρήνη, ο Δημήτρης Μεγασθένης, με μνήμες θαλασσινές, που μετατράπηκαν σε επιχείρηση το 1989.



Αυτή την περίοδο η εταιρεία επικεντρώνεται στην εμπορία και μεταποίηση των οστρακοειδών, καθώς μέσα στην κρίση έκανε ένα μικρό διάλειμμα από την παραγωγή. Στο επόμενο διάστημα όμως σχεδιάζει να επανέρθει στο παραγωγικό κομμάτι και μάλιστα προχωρώντας σε πιο εκλεκτά θαλασσινά εδέσματα, τα οποία και θα τυποποιεί, σε μια προσπάθεια να ανοίξει νέες και πιο μακρινές αγορές.  Σήμερα το 80% του τζίρου της πραγματοποιείται στο εξωτερικό και το υπόλοιπο 20% στην Ελλάδα, αν και τελευταία και η ελληνική αγορά διευρύνεται, χάρη στην ανάπτυξη του τουρισμού. Διαθέτει δε περί τα 15 διαφορετικά είδη (οστρακοειδή, καρκινοειδή και εχινόδερμα) και 40 κωδικούς, που προέρχονται μεταξύ άλλων, εκτός από τον Θερμαϊκό Κόλπο, από την Αλεξανδρούπολη, τον κόλπο της Καλλονής, τον Μαλλιακό και άλλες θαλάσσιες περιοχές ανά την Ελλάδα.



«Οι Ευρωπαίοι καταναλώνουν οστρακοειδή και τα εκτιμούν, κάτι που δεν συμβαίνει τόσο με τους Έλληνες» λέει στη Voria.gr ο Δημήτρης Μεγασθένης.

Η ψαράδικη οικογένεια και  τα δρομολόγια στην Ιταλία

Ο Δημήτρης Μεγασθένης κατάγεται από ψαράδικη οικογένεια της Νέας Κρήνης. Από τον πατέρα του, που ήταν έμπορος ιχθυηρών, μέχρι τους υπόλοιπους συγγενείς, που έβγαιναν με τα αλιευτικά στη θάλασσα, ήρθε από μικρός σε επαφή με τα όστρακα, που βρίσκονταν πολύ συχνά στο οικογενειακό τραπέζι. Μάλιστα, θυμάται, όταν ήταν παιδί, τον πατέρα του να κατεβαίνει κάθε Καθαρά Δευτέρα στην Αθήνα για να πουλήσει τα θαλασσινά του.

Ο ίδιος ξεκίνησε την επαγγελματική του πορεία με κάτι από θάλασσα, αλλά έξω από αυτή, αφού δούλευε αρχικά ως ναυτιλιακός υπάλληλος. Στη συνέχεια όμως, βλέποντας την αυξανόμενη τάση της εποχής στις εξαγωγές στρειδιών προς την Ισπανία, συνεταιρίσθηκε αρχικά με τον γαμπρό του και στη συνέχεια, το 1989, έφτιαξε τη δική του επιχείρηση εμπορίας οστράκων με έδρα τη Θεσσαλονίκη και βασική αγορά-αποδέκτη την Ιταλία. Επί μία 15ετία φόρτωνε στο φορτηγό του όστρακα που αγόραζε από ψαράδες ανά την Ελλάδα και -καταπίνοντας κυριολεκτικά τα χιλιόμετρα και μάλιστα σε πολύ τακτική βάση- πουλούσε στην ιταλική αγορά.

Το 2008 όμως αποφάσισε να αφήσει τα δρομολόγια και να κάνει το επόμενο βήμα, δημιουργώντας ένα Κέντρο Αποστολής Οστράκων στον Μακρύγιαλο Πιερίας, επένδυσης 700.000 ευρώ, το οποίο μάλιστα το 2015 εξελίχθηκε και σε Κέντρο Εξυγίανσης Οστρακοειδών, που είναι, όπως λέει ο Δημήτρης Μεγασθένης, ένα από τα λίγα στην Ελλάδα. Εκεί σε δεξαμενές με νερό που ανακυκλώνεται 24 ώρες το 24ωρο και με βιολογικά φίλτρα, τα αλιεύματα εξυγιαίνονται προτού συσκευασθούν και περνούν από αυστηρούς ελέγχους ποιότητας προτού κυκλοφορήσουν στην αγορά.

Μετά την μετακόμιση της εταιρείας του στο Μακρύγιαλο ο Δημήτρης Μεγασθένης προχώρησε και στη δημιουργία του πρώτου του μυδοτροφείου στην περιοχή του Λιτοχώρου, περνώντας και στην παραγωγή και άρχισε να προσθέτει νέες χώρες στη λίστα των εξαγωγικών του προορισμών. Κάπως έτσι προέκυψαν η Ισπανία και η Γαλλία. Το 2017 η κρίση τον έκανε να αφήσει το μυδοτροφείο και να επικεντρωθεί στην εμπορία και μεταποίηση, τουλάχιστον μέχρι το επόμενο παραγωγικό του βήμα που αναμένεται προσεχώς.

Ο Δημήτρης Μεγασθένης σπεύδει πάντως να χτυπήσει το καμπανάκι για την κακή διαχείριση του θαλάσσιου πλούτου της χώρας μας και τη μείωση των αποθεμάτων και δη του Θερμαϊκού Κόλπου, αλλά και για την αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών, που έχει ως συνέπεια, όπως λέει, τη δημιουργία αθέμιτου ανταγωνισμού.