Skip to main content

Μένουμε Θεσσαλονίκη: Ο δήμος μπορεί να αναπτύξει πολιτικές για την ενεργειακή κρίση

«Ο δήμος Θεσσαλονίκης μπορεί -επιτέλους- να έχει ενεργειακή πολιτική», σημειώνει σε ανακοίνωσή της η παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη».

«Είναι καιρός να συνειδητοποιήσουμε ότι το «εμβληματικό έργο» της δεκαετίας για τη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να είναι παραγωγικού και όχι παρασιτικού τύπου», σημειώνει σε ανακοίνωσή της η παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη».

Η παράταξη προτείνει πολιτικές τις οποίες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν δήμοι της πόλης για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και τους φουσκωμένους λογαρισμούς ρεύματος.

Αναλυτικά η ανακοίνωση της παράταξη:

«Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας και η συνακόλουθη φτώχεια που σχετίζεται με την άνοδο των τιμών σε βασικά προϊόντα και πρώτες ύλες είναι μια εκρηκτική συνταγή που μάς απειλεί –ταυτόχρονα- με περαιτέρω υπονόμευση της εθνικής μας ανεξαρτησίας, με δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αλλά και με κοινωνική και οικονομική περιθωριοποίηση των μεσαίων και των κατώτερων στρωμάτων.

Γι’ αυτό και η αντιμετώπισή της οφείλει να γίνει πρώτη προτεραιότητα, όχι μόνον της κυβερνητικής πολιτικής αλλά όλων των πολιτικών και κοινωνικών φορέων –μαζί και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Κατά την εκτίμησή μας, αν γίνει συντονισμένη προσπάθεια στους τομείς της εξοικονόμησης και των καινοτόμων μεθόδων παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, θα ενισχυθεί το εθνικό «ενεργειακό μείγμα» και θα περιοριστούν σημαντικά οι σπατάλες στην κατανάλωση ενέργειας. Εξάλλου, οι ανανεώσιμες πηγές δεν περιορίζονται μόνον στην ηλιακή και την αιολική ενέργεια· έχει μεγάλη σημασία ν’ αξιοποιηθούν και η γεωθερμική ενέργεια ή τα μικρά υδροηλεκτρικά φράγματα. Μια τέτοια προσέγγιση θα επηρεάσει θετικά το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας· αυτό, με τη σειρά του, θα συμβάλει στη μείωση των τιμών, και συνακόλουθα στον περιορισμό των τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών από την εκτόξευσή τους.

Πολλοί λένε ότι η δυνατότητα των Δήμων να παρέμβουν είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Κι όμως, μια πρόσφατη πρωτοβουλία του Δήμου Συκεών, μαζί μ’ εκείνον της Σιθωνίας, για την από κοινού σύσταση ενεργειακής κοινότητας, που θα λειτουργεί με φωτοβολταϊκά πάρκα στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής, και θα καταστήσει στο άμεσο μέλλον τους δύο οργανισμούς ενεργειακά πλεονασματικούς, αποτελεί μια έμπρακτη απάντηση στις μεμψιμοιρίες. Από αυτήν την κοινωνική επένδυση σημαντική θα είναι η εξοικονόμηση χρημάτων που πήγαιναν στις πληρωμές για το ρεύμα και τη θέρμανση, ενώ η πλεονάζουσα παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας θα διοχετευθεί για να εξισορροπήσει τους λογαριασμούς των φτωχότερων νοικοκυριών, με απολύτως διάφανο τρόπο.

Με μια παρόμοια πρωτοβουλία θα μπορούσε να εκκινήσει την ενεργειακή του πολιτική και ο Δήμος της Θεσσαλονίκης. Κατ’ αρχάς, υπάρχουν διαθέσιμες, μεγάλες και ανοικοδόμητες εκτάσεις, σε βιομηχανικές περιοχές προς τα δυτικά όρια του Δήμου μας.

Ύστερα, υπάρχει το γεωθερμικό πεδίο του Λαγκαδά προς τα δυτικά, του Ανθεμούντα προς τα Ανατολικά, καθώς κι εκείνο της Καλλικράτειας λίγο πιο μακριά. Είναι όλα τους ανεκμετάλλευτα ενεργειακά και κάθε συζήτηση για την αξιοποίησή τους περιορίζεται στο επίπεδο των ιαματικών λουτρών, λες και μια χώρα μπορεί να λειτουργεί μόνον ως ξενώνας αναψυχής.

Επίσης, σημαντικές επενδυτικές προοπτικές προσφέρει η εξειδικευμένη ανακύκλωση ελαιαποβλήτων/ελαιοπυρήνων και άλλων βιοϋπολειμμάτων, και η μετατροπή τους σε βιοκαύσιμα· εφόσον ο Δήμος στηρίξει εμπράκτως τέτοιου τύπου επενδύσεις και δραστηριότητες, θα προκαλέσει και την δημιουργία μιας ολόκληρης αγοράς από επιχειρήσεις, οι οποίες θα εμπλέκονται στην ροή της ανακύκλωσης (π.χ. στην επεξεργασία ή στην συλλογή των υλικών).

Ανεκμετάλλευτες παραμένουν και οι επιφάνειες των δημοτικών κτηρίων, οι οποίες θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν φωτοβολταϊκά ή και μικρά αιολικά. Μάλιστα, κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει σε συνεργασία με άλλους φορείς, που διαθέτουν εγκαταστάσεις σημαντικής έκτασης, όπως είναι τα Πανεπιστήμια της πόλης ή τα νοσοκομεία της. Σε δεύτερη φάση, θα μπορούσε να εξεταστεί η γενίκευση της πρακτικής αυτής και στις πολυκατοικίες: οι ηλιακοί θερμοσίφωνες μπορούν ν’ αντικατασταθούν με ολοκληρωμένα συστήματα παραγωγής ενέργειας, τα οποία, εκτός από ζεστό νερό, παράγουν και αποθηκεύουν ενέργεια.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω δεν είναι μόνον στο χέρι των Δήμων, και συγκεκριμένα του Δήμου Θεσσαλονίκης. Εκκρεμούν οι τεχνικές εργασίες στο ηλεκτρικό δίκτυο, που θα μπορούσαν να ενσωματώσουν τέτοιες επενδύσεις. Συνήθως αυτό επικαλούνται οι Δήμαρχοι -ως δικαιολογία- αντί να πιέσουν ή να παροτρύνουν την κεντρική Πολιτεία με συγκεκριμένες προτάσεις, ώστε να γίνει σαφέστερο το πλαίσιο των ευκαιριών που διαμορφώνονται σήμερα. Για να το πούμε αλλιώς, «όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, όλη μέρα κοσκινίζει».

Ένας ενεργειακά πλεονασματικός Δήμος δεν γλιτώνει μόνον τα έξοδα θέρμανσης και ηλεκτροδότησης –τα οποία, στο κάτω κάτω της γραφής, θα μπορούσαν ν’ ανακατευθυνθούν για έργα στις γειτονιές, την κοινωνική πρόνοια ή το περιβάλλον. Το σημαντικότερο είναι ότι ο Δήμος γίνεται παραγωγικός -αλλάζει δηλαδή η διοικητική του νοοτροπία- ενώ παράλληλα συνεισφέρει στην υπόθεση της εθνικής ενεργειακής αυτοδυναμίας.

Τον τελευταίο καιρό, πολύς λόγος γίνεται και πάλι στην Θεσσαλονίκη για «εμβληματικά έργα». Και αυτή τη φορά, λόγω έλλειψης δημιουργικότητας και απουσίας πολιτικών και προγραμματικών οριζόντων, επιστρέφουμε στον «μπουλντοζοκεντρισμό», δηλαδή σε προτάσεις για κατασκευές και αναπλάσεις, οι οποίες ενισχύουν το γνωστό μοντέλο ανάπτυξης στο τρίπτυχο: «δήμαρχοι-εργολάβοι-υπερτουρισμός.»

Ωστόσο, η παγκόσμια κατάσταση δείχνει ότι αυτή η εμμονή είναι -αν μη τι άλλο- επικίνδυνη για την βιωσιμότητα των πόλεων και αναχρονιστική. Είναι καιρός ν’ αφήσουμε πίσω μας τις αδιέξοδες νοοτροπίες και να συνειδητοποιήσουμε ότι το «εμβληματικό έργο» της δεκαετίας για την Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να είναι παραγωγικού και όχι παρασιτικού τύπου. (Ως «Μένουμε Θεσσαλονίκη», θα επανέλθουμε στο θέμα με συγκεκριμένες προτάσεις.)

Ο δήμος Θεσσαλονίκης μπορεί -επιτέλους- να έχει ενεργειακή πολιτική· η ενίσχυση των κλάδων της ελληνικής μεταποίησης και της εγχώριας παραγωγικής βάσης είναι συστατικό στοιχείο αυτής της πρόκλησης».