Skip to main content

Μένουμε Θεσσαλονίκη: Τα γκέτο ανομίας και ο δημόσιος χώρος

Η δημοτική κίνηση καταγγέλλει τους χώρους ανομίας που έχουν δημιουργηθεί στον δήμο δίνοντας κάποιες λύσεις για την αξιοποίηση του δημόσιου χώρου.

Την ανάπτυξη μιας νέας μορφής, πολυεθνικού εγκλήματος, το οποίο αναπτύσσεται γοργά στις μεγάλες πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη καταγγέλλει η παράταξη του δήμου «Μένουμε Θεσσαλονίκη» με την «πολιτική "ανοιχτών συνόρων"».

Σε σχετική ανακοίνωσή της η παράταξη επισημαίνει πως «η μορφή αυτή ανομίας θέτει διάφορα νέα ζητήματα στην καθημερινότητα των ανθρώπων», δημιουργώντας «ένα αμείλικτο και διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας» καθώς και ζητήματα στον δημόσιο χώρο, φέρνοντας ως παράδειγμα την πλατεία Αριστοτέλους και λαϊκές όπως της Ξηροκρήνης. Μάλιστα, η παράταξη αναφέρει πως γίνεται «απόπειρα φίμωσης των λαϊκών αιτημάτων, που περνούν από μια σύγχρονη ιερά εξέταση ως ύποπτα ρατσισμού, και καταδικάζονται ως εγκλήματα γνώμης έχουν ως πρακτικό αποτέλεσμα το αντίθετο από εκείνο που διακηρύσσουν».

Η παράταξη «Μένουμε Θεσσαλονίκη» προτείνει μεταξύ άλλων στην πλατεία Αριστοτέλους «μόνιμο κιόσκι ενημέρωσης για την ιστορία της πόλης, που να διαθέτει υποδομές για ανοιχτές εκδηλώσεις», αλλά και ο δήμος Θεσσαλονίκης «να φτιάξει καλαίσθητα αλλά και ανθεκτικά στους βανδαλισμούς εκθετήρια για μόνιμες, ανοιχτές εκθέσεις, ή να επεκτείνει την παιδική χαρά, και βέβαια να συνεχίσει την 24ώρη φύλαξη».

Αναλυτικά η ανακοίνωση της δημοτικής κίνησης:

Η πολιτική «ανοιχτών συνόρων» που επί της ουσίας ακολουθεί η χώρα τα τελευταία 5 χρόνια, έχει ευνοήσει την ανάπτυξη μιας νέας μορφής, πολυεθνικού εγκλήματος, το οποίο αναπτύσσεται γοργά στις μεγάλες πόλεις -και στην Θεσσαλονίκη: Δουλεμπόριο, διακίνηση ναρκωτικών και λαθραίων τσιγάρων, πορνεία, μεταφορές χρημάτων από τη μία, ληστείες ή ξεκαθαρίσματα λογαριασμών για τον έλεγχο πλατειών και γειτονιών από την άλλη. Το έγκλημα δεν έχει αλλάξει μόνο στη μορφή του, αλλά ακόμα και στην ηθική του: Πριν από μερικά χρόνια, ήταν αδιανόητο να γίνονται μαχαιρώματα ή βάναυσοι ξυλοδαρμοί, για 20€ ή για ένα κινητό ή να συνδυάζονται οι επιθέσεις μικροκλοπών με σεξουαλική παρενόχληση. Όχι πια.

Ένα νέο κοινωνικό ζήτημα

Η μορφή αυτή ανομίας θέτει διάφορα νέα ζητήματα στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Σε ό,τι αφορά στην πόλη, τις γειτονιές της, δημιουργεί ένα αμείλικτο και διάχυτο αίσθημα ανασφάλειας, ενώ υπάρχει και το ζήτημα του δημόσιου χώρου: Είναι ή δεν είναι δικαίωμα όλων να κυκλοφορούν ελεύθερα, δίχως να κατακλύζονται από το αίσθημα του φόβου στην πόλη τους; Αποκλείονται ή όχι οι πολλοί, και κυρίως οι πιο αδύναμοι, από την οποιαδήποτε πλατεία που μεταβάλλεται σε γκέτο ανομίας; Αυτά είναι τα προβλήματα που τίθενται σήμερα στην πλατεία Αριστοτέλους, ιδίως στο πάνω της μέρος, ή σε λαϊκές συνοικίες όπως αυτήν της Ξηροκρήνης.

Φυσικά το ζήτημα είναι και ταξικό. Οι συνέπειες της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης πλήττουν πρώτα και κυρίως τους φτωχούς, γιατί οι πλούσιοι και οι ισχυροί έχουν πρόσβαση στην ιδιωτική ασφάλεια, αλλά και γιατί βρίσκονται πιο κοντά στα κέντρα λήψης αποφάσεων και με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζουν προτεραιότητα στην διαχείριση των ζητημάτων: Κανείς δεν είδε ποτέ βανάκια ΜΚΟ να λειτουργούν στην Προξένου Κορομηλά, τον πεζόδρομο Αγίας Σοφίας, κοντά στο Αμερικάνικο προξενείο ή το Τούρκικο προξενείο.

Γι’ αυτό και το αίτημα για ασφάλεια, είναι κυρίως αίτημα των λαϊκών στρωμάτων, και των φτωχών γειτονιών -δεν είναι τυχαίο ότι η Β΄ δημοτική κοινότητα είναι εκείνη που καταθέτει ψήφισμα το οποίο καταγγέλλει τις άθλιες συνθήκες που επικρατούν σε εκείνη την περιοχή, ή ότι στην πλατεία Αριστοτέλους το γκέτο αφορά στο λαϊκό της κομμάτι, προς τα πάνω, στην πλατεία Δικαστηρίων και κοντά στο Καπάνι, και όχι στο Ολύμπιον ή μπροστά από το Ηλέκτρα Παλάς.

Η φίμωση των λαϊκών αιτημάτων

Εδώ, συμβαίνει και το εξής παράδοξο. Ενώ τα λαϊκά αυτά αιτήματα απευθύνονται στο κράτος, τους κυβερνώντες, και τις ελίτ, απαιτώντας πιο αυτονόητο –να πάψει να ισχύει σε πλατείες και γειτονιές ο νόμος του ισχυρού, και να επανέλθει το κράτος δικαίου– συναντούν σφοδρές αντιδράσεις από πολιτικούς χώρους που υποτίθεται ότι παρεμβαίνουν για να ελέγξουν την εξουσία, υπέρ των αδύναμων.

Έτσι και στις 24/02, στο Δημοτικό Συμβούλιο, οι κάτοικοι της Ξηροκρήνης που αντιδρούν στην υποβάθμιση της ζωής τους, θα κατηγορηθούν για «ρατσισμό»… από την δημοτική παράταξη του ΚΚΕ. Στο ίδιο μήκος κύματος, οι Πράσινοι, η δικαιωματιστική αριστερά, ο πολυπολιτισμικός αντιεξουσιασμός προπαγανδίζουν ότι τάχα τα ζητήματα της εγκληματικότητας συνιστούν «ακροδεξιά ατζέντα» και ρίχνουν, υποτίθεται, νερό στο «φυλετικό μίσος».

Προσπερνούν το γεγονός ότι στην Β΄ Δημοτική Κοινότητα μένουν σε μεγάλο βαθμό μετανάστες από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, που εγκαταστάθηκαν εκεί από το 1990, Κινέζοι, ή άλλοι μετανάστες που έχουν πια αφομοιωθεί ομαλά στην κοινωνία και πέφτουν κι αυτοί θύματα υποβάθμισης μαζί με τους ντόπιους. Όπως προσπερνούν και το γεγονός ότι το άνω μέρος της πλατείας Αριστοτέλους ήταν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες τόπος πολυεθνικής συνάντησης προτού γίνει γκέτο και στέκι κάθε λογής παραβατικών. Και κλείνουν τα μάτια τους μπροστά σε αυτές τις πραγματικότητες, γιατί για εκείνο που ενδιαφέρονται είναι η καταγγελία και η επίθεση στους «νοικοκυραίους», η προσβολή και αποδόμηση της ελληνικότητας, που είναι υποτίθεται υπεύθυνη για τον σωβινισμό που τάχα χαρακτηρίζει τον μέσο άνθρωπο, ο οποίος πρέπει «να κάτσει στ’ αβγά του», να «κρυφτεί στις τρύπες του» κ.ο.κ.

Μια δημοκρατική απάντηση

Η δε αυτή απόπειρα φίμωσης των λαϊκών αιτημάτων, που περνούν από μια σύγχρονη ιερά εξέταση ως ύποπτα ρατσισμού, και καταδικάζονται ως εγκλήματα γνώμης έχουν ως πρακτικό αποτέλεσμα το αντίθετο από εκείνο που διακηρύσσουν. Δίνουν επιχειρήματα στην εξουσία, για την ηθική απαξίωση των κινητοποιούμενων, καθώς και άλλοθι για την αδιαφορία της με συνέπεια να μπλοκάρεται η μόνη δημοκρατική διέξοδος στο ζήτημα, που είναι η παρέμβαση της πολιτείας και της τοπικής αυτοδιοίκησης προς μια διπλή κατεύθυνση: Των θετικών πολιτικών υπέρ της απογκετοποίησης, με αλλαγή χρήσεων στις γειτονιές και τις πλατείες, αλλά και πολιτικών αστυνόμευσης που ζητούν το αυτονόητο, να πάψει δηλαδή η αστυνομία να λειτουργεί ως σεκιούριτι VIP, διασημοτήτων και βουλευτών, ως δύναμη καταστολής των λαϊκών κινητοποιήσεων, ή ως ασφάλεια γηπέδων, και να θέσει σε πρώτη δραστηριότητά της τις πιο επιτακτικές και μαζικές κοινωνικές ανάγκες.

Αν δεν συμβεί αυτό, θα πάρουμε τον δρόμο του Αγίου Παντελεήμονα της Αθήνας: Στο κενό του κράτους δικαίου θα αναπτυχθούν φαινόμενα αυτοδικίας, ενώ όντως ρατσιστικές πολιτικές δυνάμεις θα σπεύσουν να καλύψουν το κενό που αλαζονικά αφήνει η δημοκρατία στην έκφραση των λαϊκών αναγκών. Ακριβώς, δηλαδή, όπως συνέβη με την Χρυσή Αυγή πριν 10 χρόνια στην γειτονιά της Αχαρνών.

Τι μπορεί να κάνει ο Δήμος Θεσσαλονίκης;

Ο Δήμος Θεσσαλονίκης, λοιπόν, και η τωρινή του διοίκηση θα πρέπει να γίνει αποδέκτης πιέσεων προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Για την Β΄ Δημοτική Κοινότητα «συμπαρίσταται μεν και χαιρετίζει», παίρνει πρωτοβουλίες για την εγκατάσταση της δημοτικής αστυνομίας στην ευρύτερη περιοχή, ωστόσο αυτά δεν φτάνουν. Πρέπει να συμβάλει (και όχι μόνο να πιέσει) για να κλείσουν τα στέκια της μαφίας, και να πάψει η δραστηριότητα των συμμοριών.

Τα περίφημα κιόσκια της Λισαβόνας, μια πρακτική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί υπό όρους και στην πλατεία Αριστοτέλους

Σε ό,τι αφορά δε στην Αριστοτέλους, πρέπει να διορθώσει την πολιτική του, όχι αποχωρώντας για να παραδώσει την πλατεία πίσω στους… εμπόρους ναρκωτικών, όπως ζητούν κάποιοι αλλά να μονιμοποιήσει την παρουσία του στην πλατεία: Αντί για αποσπασματικές κινήσεις με τις ακαλαίσθητες εγκαταστάσεις των Χριστουγέννων, όπου ψάχνουμε εκ των υστέρων ποιος θα τις χρησιμοποιήσει για εκδηλώσεις, μπορεί να εγκατασταθεί ένα μόνιμο κιόσκι ενημέρωσης για την ιστορία της πόλης, που να διαθέτει υποδομές για ανοιχτές εκδηλώσεις, να φτιάξει καλαίσθητα αλλά και ανθεκτικά στους βανδαλισμούς εκθετήρια για μόνιμες, ανοιχτές εκθέσεις, ή να επεκτείνει την παιδική χαρά, και βέβαια να συνεχίσει την 24ώρη φύλαξη.

Το αίτημα της λαϊκής κοινωνίας έχει διατυπωθεί ξεκάθαρα: Διεκδικεί την εξομάλυνση της καθημερινότητάς της, το να μην φοβάται και να μην απειλείται στο σπίτι της ή καθώς διασχίζει την πόλη, το να αισθανθεί και πάλι οικείες τις γειτονιές που μένει και τις πλατείες που (θέλει να) κάθεται, το να έχει μια φυσιολογική ζωή δίχως να αντιμετωπίζει κάθε μέρα το φάσμα της βίας, και τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων». Είναι δημοκρατική επιταγή να ακούσουμε αυτά τα αιτήματα.