Skip to main content

Μέρες και νύχτες του Μάνου Χατζιδάκι στη Θεσσαλονίκη

Σαν σήμερα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925 γεννήθηκε ο Μάνος Χατζιδάκις, που ενσαρκώνει το καλύτερο πρόσωπο της νεοελληνικής ευαισθησίας του 20ου αιώνα.

Γενέθλια! Σαν σήμερα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925, γεννήθηκε στην Ξάνθη ο Μάνος Χατζιδάκις. Έχουν περάσει 96 χρόνια. Μια ημερομηνία, μια επέτειος, που δεν συνιστά τίποτε περισσότερο από μίαν ακόμη αφορμή για να σκεφτούμε τον Μάνο Χατζιδάκι. Έναν ξεχωριστό Έλληνα. Έναν άνθρωπο που ενσαρκώνει το καλύτερο πρόσωπο της νεοελληνικής ευαισθησίας του 20ου αιώνα και βάλε. Έναν ποιητή, ο οποίος ήξερε πολύ καλά ότι εκείνο που μετράει περισσότερο στους ανθρώπους είναι το «μέσα νταμάρι», η εσωτερική πληρότητά τους.

Έναν ιδεολόγο που δεν δίστασε να τα βάλει με το κατεστημένο –αν και από ένα σημείο κι έπειτα πολλοί αντιμετώπιζαν και τον ίδιο σαν κατεστημένο- ήταν και ο για να υπερασπιστεί τις ιδέες και τις αρχές του ή για να προτείνει καινούρια πράγματα. Έναν επαναστάτη που κατάφερε να γοητεύσει -και εξακολουθεί να γοητεύει- γενιές και γενιές νέων ανθρώπων, οι οποίοι ακούνε κατά μόνας ή σε παρέες τη μουσική του κι έτσι γνωρίζουν τον εαυτό τους και γίνονται καλύτεροι. Έναν μουσικό που επέμεινε μέχρι το τέλος να διαχωρίζει –και να υπερασπίζεται με πάθος- την αυθεντικότητα έναντι της επιτυχίας. Δεν υπάρχουν πολλοί που να πέταξαν το αγαλματάκι του Όσκαρ στο καλάθι των απορριμμάτων –ευτυχώς το διέσωσε η γυναίκα που του καθάριζε το σπίτι- ή να γυρίζει την πλάτη στο πιο επιτυχημένο εμπορικά κομμάτι της δουλειάς του, τα κινηματογραφικά τραγούδια της Φινος Φιλμ.

Ο Μάνος Χατζιδάκις αγαπούσε τη Θεσσαλονίκη. Το έλεγε, το εξηγούσε με τον τρόπο του και –κυρίως- το αποδείκνυε διαρκώς, αφού κατάφερε να διατηρήσει ακμαία τη σχέση του με την πόλη για 50 χρόνια. Την επισκεπτόταν συχνά, μέχρι το τέλος. Τις περισσότερες φορές ιδιωτικά και αθόρυβα, για να ζήσει τη χαλαρότητα των ρυθμών της, να νιώσει τη δύναμη της θάλασσας, να τυλιχθεί στην υγρασία της ατμόσφαιρας, να ανατριχιάσει περπατώντας κόντρα στον παγωμένο Βαρδάρη, να δει τους φίλους του. Να εξερευνήσει το βυζαντινό της παρελθόν και το ερωτικό της παρόν.

Η πρώτη φορά

Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης του 1945 ο 20χρονος Μάνος Χατζιδάκις βρέθηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Όπως έχει γράψει: «Είχε τελειώσει η λειτουργία και οι εκκλησίες άδειες, φωτισμένες ηχούσαν πένθιμα. Περπατούσα μόνος και θαμπωμένος – είπα από μέσα μου: <Θεέ μου, πόση αμαρτία πρέπει να περιέχει αυτή η πόλη για να ‘χει τόσες εκκλησίες>. Ο προσφερόμενος νεανικός έρωτας, μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. Η επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς, μυστικούς κώδικες με τους οποίους ολοκλήρωνες φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις.

Η Θεσσαλονίκη είχε τω καιρώ εκείνω τρεις κοινωνικές τάξεις, χωρίς μεγάλες αποστάσεις μεταξύ τους. Την αστική, τη μικροαστική και τη λεγόμενη λαϊκή, εργατική. Οι τάξεις αυτές είχαν μιάν ανομολόγητη έλξη ανάμεσα τους, που εκδηλωνότανε με τον ομοφυλόφιλο ερωτισμό των παιδιών τους. Και οι διάφορες συνοικίες της Θεσσαλονίκης, συνδέονταν η μία με την άλλη με λεωφορεία και με νεανικές διαδρομές, αναζητήσεως συντρόφων. Και έτσι έγινα φανατικός λάτρης της πόλης και των αφανών κατοίκων της. Τα παλιά σπίτια, οι ατέλειωτες συνοικίες, οι κεντρικοί μα και οι απόκεντροι δρόμοι της, λειτουργούσαν θρησκευτικά τον ερωτισμό των νεαρών κατοίκων της και την υπέροχη και τόσο προχωρημένη αταξική ερωτική συνείδησή τους. Συγχρόνως μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας, δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας κι ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας».

Μουσχουντής και ρεμπέτικα

Στην αρχή έμενε σε φίλους του, στα νεοκλασικά της παραλίας.  Έκανε παρέα με τους Βαλαγιάννηδες, γνώρισε τον έφηβο Βασιλικό να τριγυρνάει με το πρώτο του βιβλίο στο χέρι. Πήγαινε στην Άνω Πόλη. Αγνάντευε την πόλη από ψηλά και τον ορίζοντα, ενώ σε κάτι παλιές μάντρες παρακολουθούσε παραστάσεις καραγκιόζη. Όπως ο ίδιος έλεγε «η Θεσαλονίκη με μάγευε». Τον αγαπούσε πολύ ο Μουσχουντής. Ο περιβόητος από την Κατοχή αστυνομικός διευθυντής, κουμπάρος του Τσιτσάνη και λάτρης των ρεμπέτικων. Έγιναν φίλοι. Πήγαιναν μαζί στα «Κούτσουρα» του Δαλαμάγκα και σε άλλα στέκια για να ακούσουν τους ρεμπέτες. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Χατζιδάκις ήταν στην ουσία ο πρώτος που μίλησε δημόσια το 1949 για την αξία αυτών των τραγουδιών, σοκάροντας την αστική διανόηση της εποχής. Και για τους ρεμπέτες, που –όπως έλεγε- «μ’ αρέσουν, συνδυάζουν ταπεινοφροσύνη και μεγαλείο σαν τους πρώτους χριστιανούς».

Λάουρα, ο πρώτος έρωτας

Ο αστικός μύθος λέει ότι ο Χατζιδάκις ερωτεύθηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, 20χρονος, σε εκείνη την πρώτη του επίσκεψη. Δεκαετίες μετά ο φίλος του Νίκος Γκάτσος σκιαγράφησε αυτό τον έρωτα στον δίσκο «Χειμωνιάτικος ήλιος», που περιέχει τραγούδια που έγραψαν με τον Χατζιδάκι και εμπιστεύθηκαν στον Μανόλη Μητσιά:

«Λάουρα, Λάουρα πρώτο μου τραγούδι /
σ’ έφτασα, μ’ έφτασες ως τον ουρανό /
Λάουρα, Λάουρα πούπουλο και χνούδι /
θα ’μουνα, θα ’σουνα είκοσι χρονώ».

Αριστοτέλους και μαγεία

Αλλά και αργότερα όταν έγινε γνωστός και είχε την οικονομική άνεση να μένει σε ξενοδοχείο. Πήγαινε πάντα στο «Μεντιτερανέ» στη λεωφόρο Νίκης και μετά το 1978, όταν λόγω του σεισμού το ξενοδοχείο έκλεισε και κατεδαφίστηκε, «μετακόμισε» στο «Ηλέκτρα Παλάς» στην πλατεία Αριστοτέλους. Άλλωστε ο ίδιος έλεγε ότι από την παλιά Θεσσαλονίκη των δεκαετιών του 1940 και του 1950 απέμειναν τα επόμενα χρόνια τρία πράγματα: η θάλασσα, η πλατεία Αριστοτέλους και μια μαγεία στην ατμόσφαιρα. Την οποία αναζητούσε κάνοντας μεταμεσονύκτιες μοναχικές βόλτες στην παλιά παραλία, όπου κατέληγαν σχεδόν πάντα οι αναζητήσεις του.

Ο κύκλος του C.N.S.

Ήταν άλλωστε αυτή η θάλασσα και αυτή η μαγεία στην ατμόσφαιρα που στα τέλη της δεκαετίας του 1950 του έδωσαν την έμπνευση να γράψει τους στίχους και τη μουσική σε έξι τραγούδια, στον «Κύκλο του C.N.S.». σε ένα από αυτά, το «με πνίγει τούτη η θάλασσα» λέει:
«Με πνίγει ετούτ’ η θάλασσα /
που τόσο αγάπησα /
με πνίγει το τραγούδι της /
με πνίγει η ερημιά της.

Κι’ είναι στα δάχτυλα ρυθμός /
ένας ατέλειωτος καημός /
η ανάμνησή Του.

Κι’ είναι Θεός κι’ είναι Χριστός /
κι’ είναι καραβοκύρης /
ο φίλος μου που μ’ άφησε /
κληρονομιάν Εσένα».


Στα «Μπλε Παράθυρα»

Ήταν, όμως, κι εκείνο το βράδυ στα «Μπλε Παράθυρα», κάπου την Άνοιξη του 1987 ή 1988. Ήταν την επομένη μιας συναυλίας στο Παλαί ντε σπορ με τους καλλιτέχνες, οι οποίοι τους προηγούμενους μήνες εμφανίζονταν στην μπουάτ «Σείριος», που ο Χατζιδάκις είχε ανοίξει στην Αθήνα. Οι διοργανωτές της συναυλίας θέλησαν να κάνουν ένα τραπέζι στον Χατζιδάκι, ο οποίος τους ενημέρωσε ότι θα έμενε για μια δυο μέρες στην πόλη. Το ραντεβού κλείστηκε για τις 9.30 το βράδυ, στο Ηλέκτρα Παλάς, όπου έμενε ο συνθέτης.

Οι τέσσερις οικοδεσπότες έφτασαν στην ώρα τους, όπως –πράγμα σπάνιο- και ο ίδιος. Τον ρώτησαν που προτιμούσε να πάνε και τι ήθελε να φάει. Εκείνος αποφεύγοντας κάθε τυπικότητα ξάφνιασε την ομήγυρη λέγοντας με το γνωστό και αναγνωρίσιμο αξάν του «μου είπαν ότι υπάρχει μια ταβέρνα που λέγεται Μπλε Παράθυρα κι εκεί ο γιός ενός φίλου μου παίζει με μια νεανική κομπανία ρεμπέτικα». Επρόκειτο για ένα νεανικό –κατά βάσιν φοιτητικό- στέκι, στις 40 Εκκλησιές, στο πάνω μέρος του Καυτατζογλείου και ακριβώς κάτω από τα κτήρια των φοιτητικών εστιών. Σε 20 λεπτά η παρέα έφτασε στο μαγαζί. Η ώρα πλησίαζε 10, φυσούσε ελαφρύ αεράκι και από τη μισάνοιχτη πόρτα, την οποία φώτιζαν δυο – τρεις λάμπες, ακούγονταν οι ήχοι της κομπανίας. Για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Ή μάλλον γύρισε δεκαετίες πίσω, όταν ακόμη τα ρεμπέτικα παίζονταν και ακούγονταν σε συνθήκες ημιπαρανομίας, όπως τα είχε προλάβει ο Χατζιδάκις στην περίοδο της Κατοχής. Μόλις η παρέα με τον Μάνο Χατζιδάκι στη μέση μπήκε στην μικρή αίθουσα, έπεσε απόλυτη σιωπή.

Οι λιγοστοί θαμώνες και οι νεαροί μουσικοί αναγνώρισαν τον συνθέτη και φυσιολογικά… κόμπλαραν. Μάλλον δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ευτυχώς, πριν η αμηχανία διαλύσει τα πάντα κι ενώ όλοι όσοι βρίσκονταν στο μαγαζί κοίταζαν για να βεβαιωθούν ότι ήταν ο Χατζιδάκις, μια κυρία από ένα τραπέζι είχε την έμπνευση να του προσφέρει για καλωσόρισμα ένα κόκκινο λουλούδι. Εκείνος χαμογέλασε, είπε ευχαριστώ –μια έμμεση επιβεβαίωση ότι όντως ήταν αυτός- και οι ήχοι επέστρεψαν στην αίθουσα. Οι χαμηλές κουβέντες και οι νότες από τα όργανα.

Εκείνο το βράδυ ο Χατζιδάκις πρόσεχε την κομπανία και τα παιξίματα της με καλλιτεχνική προσήλωση. Μπορεί να τσιμπολογούσε και που και που να αντάλλασσε κάποιες κουβέντες με την ομήγυρη, αλλά κατά βάσιν πρόσεχε τους μουσικούς με ευλάβεια. Άκουγε τα τραγούδια και όσα δεν ήξερε ρωτούσε να μάθει ποια ήταν και ποιος τα έγραψε. Η παρέα θυμάται ακόμη τα κολακευτικά του σχόλια για ένα τραγούδι της «Αθηναϊκής Κομπανίας», με τίτλο «Σ’ ένα άλμπουμ», το οποίο άκουγε για πρώτη φορά ή τουλάχιστον δε θυμόταν να το έχει ξανακούσει.

Στην παλιά παραλία

Μετά τα μεσάνυχτα η παρέα επέστρεψε στο Ηλέκτρα. Ο Χατζιδάκις ευχαρίστησε τους τέσσερις και με τον τρόπο του τους έδωσε να καταλάβουν ότι ήθελε να μείνει μόνος για να κάνει τη βόλτα στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης. Μια πόλη που αγαπούσε και που τροφοδότησε τα αισθήματά του από νωρίς. 

Μια θλιμμένη αρχόντισσα*

«Μια θλιμμένη αρχόντισσα /
είν’ η Παναγιά μου /
που κεντάει τριαντάφυλλα /
πάνω στην καρδιά μου.

Στα μαλλιά της μπλέκονται /
δυο μικρά πουλιά /
που τη νύχτα γίνονται /
άστρα και φιλιά.

Φίλησέ με αρχόντισσα /
είσαι η Παναγιά μου /
κέντησε τριαντάφυλλα /
πάνω στην καρδιά μου».

*Από τον «Κύκλο του C.N.S.»