Skip to main content

Η «κρίση των λιπασμάτων» φέρνει νέες αυξήσεις στα τρόφιμα

Μετά την ενέργεια, η άνοδος στις τιμές των λιπασμάτων αυξάνουν κι άλλο το κόστος παραγωγής. Όλα σχεδόν τα τρόφιμα θα φτάσουν ακριβότερα στο πιάτο μας.

Την ώρα που οι τιμές στην πλειονότητα των τροφίμων έχουν ήδη πάρει την ανιούσα λόγω της αύξησης στο κόστος παραγωγής, ένας ακόμα συντελεστής έρχεται να αυξήσει ακόμα περισσότερο την τιμή των τροφίμων στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στους πάγκους των λαϊκών αγορών και σε όλα τα καταστήματα που εμπορεύονται συναφή είδη.

Ο λόγος δεν είναι άλλος από τα λιπάσματα, η τιμή των οποίων έχει κυριολεκτικά εκτοξευθεί το τελευταίο διάστημα, δημιουργώντας μεγάλο προβληματισμό στις τάξεις των γεωργών που βλέπουν ότι πρέπει να πληρώσουν χρυσάφι την παραγωγή τους, μετά τις μεγάλες αυξήσεις σε πετρέλαιο και ενέργεια.

«Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα ανησυχητική», επισημαίνει στην Voria.gr ο πρόεδρος της  Αγροτικής Εταιρικής Σύμπραξης Θεσσαλονίκης Χρήστος Τσιχήτας. Σύμφωνα με τον ίδιο, η ουρία (ένα εκ των βασικών λιπασμάτων) τριπλασιάστηκε σε αξία, με τους αγρότες να καλούνται να πληρώσουν έως 1.050 ευρώ τον τόνο, έναντι 350 ευρώ πέρυσι!

Ανάλογη είναι η εικόνα και στα υπόλοιπα λιπάσματα, όπου η τιμή έχει φτάσει στα 750 ευρώ ανά τόνο, από 450 ευρώ πέρυσι, ήτοι 35 ευρώ το τσουβάλι από 15.

«Τα πρώτα προϊόντα που θα δούμε αισθητή άνοδο στην τιμή είναι τα οπωροκηπευτικά. Είναι είδη που καλλιεργούνται, παράγονται και βγαίνουν στο εμπόριο άμεσα, οπότε το κόστος θα μετακυληθεί άμεσα στον καταναλωτή», σημειώνει ο κ. Τσιχήτας.

Ωστόσο ο προσεχής Σεπτέμβριος θα σημάνει και νέα επιβάρυνση στον προϋπολογισμό των νοικοκυριών, αφού τότε θα μετακυληθεί το κόστος παραγωγής για τα σιτηρά, το ρύζι και το βαμβάκι. Άνοδος του κόστους παραγωγής θα σημειωθεί και στα φυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ζωοτροφών, κάτι που σημαίνει ότι οι Έλληνες καταναλωτές θα πρέπει να βάλουν πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη στο προσεχές μέλλον και για ζωικά προϊόντα, όπως τα γαλακτοκομικά και το κρέας.

Οι λόγοι του ράλι τιμών

Το πανάκριβο λίπασμα, επιπλέον βάσανο για τους αγρότες, έχει τις αιτίες του όπως και τα καύσιμα στις διεθνείς συγκυρίες.

Η κυριαρχία της πανδημίας ουσιαστικά από τον Μάρτιο του 2020, έφερε και ραγδαία άνοδο της κατανάλωσης τροφίμων, ειδικά μέσω των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ.

Η μεγάλη ζήτηση τροφίμων έφερε και αύξηση της παραγωγής, που με τη σειρά της παρουσίασε μεγάλες ανάγκες σε λιπάσματα, το κόστος των οποίων προοδευτικά άρχισε να ανεβαίνει.

Στο ενδιάμεσο αυτής της διετίας οι περισσότεροι δεν αντιλήφθηκαν τι συμβαίνει, ωστόσο φαίνεται ότι οδηγηθήκαμε στην «κρίση του λιπάσματος». Σύμφωνα με την έρευνα της Διεθνούς Ομοσπονδίας Λιπασμάτων (IFA), εργοστάσια λιπάσματος επηρεασμένα από διάφορους παράγοντες, όπως η ραγδαία ζήτηση που προαναφέρθηκε, η εκτόξευση της τιμής της αμμωνίας και του θείου, το υψηλό κόστος ενέργειας, αλλά και άλλους λόγους οδηγήθηκαν στο λουκέτο. Αυτό σήμανε και μείωση των ποσοτήτων που ζητούσε η διψασμένη για λίπασμα αγροτική παραγωγή.

Οι λιπασματοπαραγωγές χώρες, αντιλαμβανόμενες το πρόβλημα που ήδη είχε ανακύψει, έδωσαν όπως ήταν φυσιολογικό προτεραιότητα στην ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής τους, παγώνοντας τις εξαγωγές και αφήνοντας στα κρύα του λουτρού χώρες οι οποίες εξαρτούν την αγροτική τους παραγωγή από τα εισαγόμενα λιπάσματα.

Οι ΗΠΑ έχουν επιβάλει σοβαρούς περιορισμούς στις εξαγωγές τους, ενώ η Ρωσία έχει επιβάλει πλαφόν στις ποσότητες αζωτούχων και φωσφορικών λιπασμάτων που φεύγουν εκτός χώρας.

Οι Κινέζοι προχώρησαν σε πιο αυστηρά μέτρα και πάγωσαν εντελώς τις εξαγωγές τους, ενώ η ινδική κυβέρνηση αποφάσισε να στραφεί με γενναιόδωρες επιδοτήσεις προς την ενίσχυση των αγροτών της χώρας με τον δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό στον πλανήτη.

Η Αίγυπτος, ένας ακόμα μεγάλος παίκτης στον χώρο των εξαγωγών λιπασμάτων, προχώρησε στην παύση εξαγωγών αζωτούχων λιπασμάτων, ενώ και ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχασε την ευκαιρία να στερήσει την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή από τα τουρκικά λιπάσματα, επιβάλλοντας περιορισμούς σε εξαγωγές αζωτούχων, φωσφορικών αλλά και καλλιούχων λιπασμάτων.

Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι κυρώσεις που έχουν επιβληθεί στη Λευκορωσία, έχουν παίξει τον ρόλο τους στο χρηματιστήριο του λιπάσματος, αφού μετά τον Καναδά και τη Ρωσία είναι η χώρα που εξάγει τη μεγαλύτερη ποσότητα ποτάσας, ουσίας απαραίτητης για την παραγωγή λιπασμάτων.

Στη χώρα μας η κυβέρνηση προσπάθησε να αποτρέψει το επερχόμενο τσουνάμι με μείωση του ΦΠΑ στα λιπάσματα από 13% σε 6%, ωστόσο καλοί γνώστες της αγοράς εκτιμούν ότι ένα τέτοιο μέτρο δεν είναι ικανό να σταματήσει τη νέα λαίλαπα ανατιμήσεων.

Μάιο – Ιούνιο αισθητές οι αυξήσεις

Το ήδη αυξημένο κόστος παραγωγής έχει ήδη γίνει αισθητό στους πάγκους των λαϊκών αγορών, όπου συρρέουν για τον επιούσιο οι μέσοι Έλληνες καταναλωτές.

Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας πωλητών Λαϊκών Αγορών Μακεδονίας Θράκης Άγγελος Δερετζής, εξηγεί στην Voria.gr ότι η κρίση στην αγορά των λιπασμάτων θα φανεί περισσότερο τέλη άνοιξης με αρχές καλοκαιριού.

«Είναι η εποχή που αυξάνεται η ζήτηση σε φρούτα και λαχανικά που είναι δημοφιλή στο καταναλωτικό κοινό. Το κόστος που επωμίζονται τώρα οι παραγωγοί ουσιαστικά θα φανεί εκείνη την περίοδο στους καταναλωτές. Η κατάσταση όμως είναι ήδη δύσκολη λόγω των αυξήσεων στα ενεργειακά κόστη», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ίδιο είναι το κλίμα και στην Κεντρική Αγορά Θεσσαλονίκης, όπου οι τιμές έχουν δείξει από νωρίς τις ανοδικές διαθέσεις τους, εξαιτίας διαφόρων παραγόντων. Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Εμπόρων Λαχαναγοράς Γιάννη Χαραλαμπίδη, οι παγωνιές έχουν αυξήσει τις τιμές σε μαρούλια και λοιπές σαλάτες, ενώ οι βροχοπτώσεις στο Νευροκόπι που επέφεραν καταστροφές στις καλλιέργειες πατάτας, αύξησαν τις τιμές και σε αυτό το δημοφιλές είδος της χειμερινής περιόδου.

«Σαν να μην έφταναν όλα αυτά υπάρχει και το τέλος εισόδου στην ΚΑΘ, που όπως είναι λογικό προκαλεί και αυτό ανατιμήσεις, ενώ δημιουργεί δεύτερες σκέψεις στους εμπόρους για το εάν πρέπει να προτιμήσουν τη Λαχαναγορά της Θεσσαλονίκης για τις προμήθειές τους ή να στραφούν σε άλλες αγορές», σημειώνει ο κ. Χαραλαμπίδης.