Skip to main content

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην κτηνοτροφία - Το νέο βιώσιμο μοντέλο

Τι δείχνουν τα στοιχεία για τις επιπτώσεις της αύξησης της θερμοκρασίας στα ζώα – Επανασχεδιασμό των συστημάτων εκτροφής προτείνουν οι επιστήμονες

Διαταραχές στη γονιμότητα, μείωση της ποσότητας και αλλοίωση της σύνθεσης του παραγόμενου γάλακτος, αλλά και συχνότερη εμφάνιση νόσων είναι μερικές μόνο από τις «πληγές» που φέρνει στη ζωική παραγωγή η άνοδος της θερμοκρασίας λόγω κλιματικής αλλαγής.

Οι σημαντικές αυτές επιπτώσεις, που έχουν άμεσο αντίκτυπο όχι μόνο στους κτηνοτρόφους, αλλά και ευρύτερα στην οικονομία της χώρας, η οποία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανία τροφίμων, επιβάλλει, σύμφωνα με τους ειδικούς, ανασχεδιασμό του μοντέλου παραγωγής και εκτροφής.

Ήδη τα πρώτα σημάδια των αλλαγών που έχει προκαλέσει η κλιματική αλλαγή είναι αισθητά. «Έχουμε αλλαγή στις κλιματικές ζώνες και βλέπουμε σιγά – σιγά εξωτικά νοσήματα να ανεβαίνουν προς τις χώρες του Βορρά. Για παράδειγμα, είδαμε νοσήματα που μεταδίδονται από τα τσιμπούρια στη Νορβηγία, ενώ δεν υπήρχαν. Έχουμε προβλήματα με την έλλειψη νερού, τα οποία που είναι σε άμεση συνάρτηση με τις χιονοπτώσεις που απαιτούνται για να γεμίσουν οι υδροφόροι ορίζοντες. Υπάρχουν τέτοια θέματα που επηρεάζουν τη ζωική παραγωγή, γιατί επηρεάζεται και η παραγωγή των ζωοτροφών», εξήγησε στη Voria.gr ο διευθυντής του Εργαστηρίου Ζωοτεχνίας του ΑΠΘ, καθηγητής Κτηνιατρικής, Γιώργος Αρσένος.

Αξιοσημείωτες είναι οι επιπτώσεις που έχει η θερμική καταπόνηση ειδικά στα γαλακτοπαραγωγά ζώα. «Αυτή τη στιγμή έχουμε στοιχεία από το 2011 στα πρόβατα και στα γίδια, γιατί πέρα από το θέμα της θερμικής καταπόνησης έχουμε και το ζήτημα της υποκλινικής μαστίτιδας. Με τη θερμική καταπόνηση έχουμε αυτόματα πτώση της γαλακτοπαραγωγής, η οποία φτάνει μέχρι και το 20% σε κάποιες μονάδες που δεν λαμβάνουν μέτρα, όπως τοποθέτηση ανεμιστήρων και συστημάτων κατιονισμού. Το ζώο δεν παράγει γάλα, γιατί δεν μπορεί να φάει. Το ίδιο συμβαίνει και στα μοσχάρια. Παράλληλα, όσο αυξάνεται η θερμοκρασία έχουμε αλλοίωση της φυσιολογικής σύνθεσης του γάλακτος στα γαλακτοπαραγωγά ζώα. Μειώνεται το λίπος και η πρωτεΐνη, αλλάζει δηλαδή η σύνθεσή του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλάζει η περιεκτικότητα και τυροκομική ικανότητα, το τι παράγεται από αυτά το γάλα. Έχουμε επίσης διαταραχές στη γονιμότητα και στη θερμορυθμιστική ικανότητα των ζώων και όλα αυτά έχουν επιπτώσεις στην παραγωγή. Όσο το ζώο στρεσάρεται και βρίσκεται υπό θερμική καταπόνηση, αλλάζει ο μεταβολισμός του και γίνεται πιο ευάλωτο σε ασθένειες. Άρα έχουμε μεγαλύτερη νοσηρότητα και χρειαζόμαστε μεγαλύτερες επενδύσεις σε σταβλικές εγκαταστάσεις. Αυτό σημαίνει ότι αυξάνεται το κόστος της διατήρησης της ζωικής παραγωγής και κατά συνέπεια και οι τιμές των προϊόντων», τόνισε ο κ. Αρσένος.

Νέες τεχνολογίες στην εκτροφή και ανθεκτικά είδη

Σύμφωνα με τον καθηγητή, θα πρέπει άμεσα να ληφθούν μέτρα σε τρεις άξονες, με πρώτο τον μετασχηματισμό των συστημάτων εκτροφής με την ενσωμάτωση καινοτόμων τεχνολογιών. «Στο πλαίσιο έρευνας σε κάθε μονάδα τοποθετούμε έναν μετεωρολογικό σταθμό για να δούμε πώς αντιδρά το ζώο μέσα στον στάβλο, πώς επηρεάζεται από το μικροκλίμα και από τις εναλλαγές της θερμοκρασίας σε ετήσιο επίπεδο, ανάλογα και με τον αριθμό των ζώων. Θέλουμε να δούμε ποιο είναι το ιδανικό περιβάλλον και ο ιδανικός αριθμός ζώων ανά κυβικό μέτρο. Υπάρχουν συσκευές που μετρούν τον αέρα και μοντέλα προσομοίωσης που μας βοηθούν να βελτιώσουμε την ευζωία των ζώων και την παραγωγή τους. Όπως υπάρχουν αρκετά συστήματα καταγραφής των αποδόσεων, που μας δείχνουν πόσο γάλα παράγει καθημερινά μία αγελάδα με ρομποτικά συστήματα. Αυτά τα μοντέλα θα μας επιστρέψουν να δούμε και να επανασχεδιάσουμε τα συστήματα εκτροφής της επόμενης τριακονταετίας, ώστε να μεγιστοποιηθούν οι αποδόσεις των ζώων, να ελαχιστοποιηθεί ποσοστό νοσηρότητας και εμφάνισης νοσημάτων και να βελτιωθεί η προσαρμοστικότητά τους στην κλιματική αλλαγή. Αυτή είναι μία ολιστική προσέγγιση με χρήση νέων τεχνολογιών και είναι ο μόνος τρόπος όταν έχεις πληροφορία σε ετήσια βάση για να δεις τι συμβαίνει με διάφορα νοσήματα, με την παραγωγικότητα», ανέφερε.

Κομβικής σημασίας στον άξονα αυτόν θεωρείται και η στροφή σε είδη ζώων που με βάση τα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά τους έχουν μεγαλύτερη ανθετικότητα στην κλιματική αλλαγή. «Πρέπει να δούμε κατά πόσο υπάρχουν ζώα με γενετικό υπόβαθρο που θα μπορούν να αντεπεξέλθουν καλύτερα στις κλιματικές αλλαγές. Κάναμε μία μεγάλη μελέτη χρησιμοποιώντας δεδομένα από μερικά χιλιάδες μετρήσεις από πρόβατα της φυλής Χίου και δείξαμε ότι τα ζώα αυτά έχουν στο γενετικό τους υπόβαθρο την πληροφορία και τη δυνατότητα, γονίδια δηλαδή, που τα κάνουν ανθεκτικά και ταυτόχρονα να μην είναι ευάλωτα στις απότομες αλλαγές της θερμοκρασίας, δηλαδή να διατηρούν την υψηλή τους παραγωγικότητα και ταυτόχρονα την υγεία τους. Στην Ελλάδα έχουμε γενετικό υπόβαθρο ζώων με πολύ μεγάλη παραλλακτικότητα στο γονιδίωμά τους, ζώα που έχουν φοβερά υποθέματα γενετικά ως προς την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ήδη θα έπρεπε να έχουμε εντείνει τις προσπάθειές μας προς αυτήν την κατεύθυνση», τόνισε ο κ. Αρσένος.

Οι ζωοτροφές και το νέο μοντέλο κτηνοτροφίας

Ο δεύτερος μεγάλος πυλώνας είναι οι ζωοτροφές και η παραγωγή τους. «Πρέπει ένα μεγάλο μέρος των ζωοτροφών να είναι ιδιοπαραγόμενες ή τουλάχιστον παραγόμενες σε μικρή απόσταση από τις εκτροφές. Να μην χρειάζεται να μεταφέρουμε ζωοτροφές από την Αργεντινή με ότι αυτό συνεπάγεται για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Να υπάρξει δηλαδή συνδυασμός φυτικής και ζωικής παραγωγής, ώστε να αλλάξει αυτή η εξάρτηση», σημείωσε ο καθηγητής.

Ο τρίτος άξονας είναι η διαμόρφωση ενός μοντέλου ορεινής κτηνοτροφίας για την Ελλάδα, το οποίο προϋποθέτει να ανασχεδιαστεί όλο το θέμα των επιδοτήσεων και της διάθεσης των βοσκοτόπων. «Αυτό θα μας δώσει τη δυνατότητα να έχουμε βιώσιμες εκμεταλλεύσεις και ταυτόχρονα να έχουν κέρδος οι κτηνοτρόφοι, οι οποίο στην συντριπτική τους πλειονότητα στηρίζονται κρατιέται από τις επιδοτήσεις. Αυτό είναι μη βιώσιμο. Η νέα ατζέντα που έχει εισαγάγει η Ευρωπαϊκή Ένωση αφορά σε πρώτη φάση τις οικονομικές δραστηριότητες και τις επενδύσεις που θα γίνουν. Οι δείκτες και για τη ζωική παραγωγή δείχνουν ότι οι επενδύσεις στον τομέα της ζωικής παραγωγής είναι επισφαλείς. Εκτιμώ ότι στο τέλος του 2020, η ΕΕ θα δίνει επιδοτήσεις μόνο σε όσα συστήματα έχουν ολιστική προσέγγιση, εφαρμόζουν κυκλική γεωργία και είναι βιώσιμα. Αν η χώρα δεν έχει προχωρήσει μέχρι τότε σε αυτά τα συστήματα, θα βγει εκτός ο τομέας ζωικής παραγωγής με ανυπολόγιστες συνέπειες για την οικονομία», κατέληξε ο κ. Αρσένος.