Skip to main content

Μόνο πέντε κρουαζιερόπλοια θα «πιάσουν» φέτος στη Θεσσαλονίκη

Η αποχώρηση των εταιρειών κρουαζιέρας από τη βορειοανατολική Μεσόγειο, ο ρόλος της Τουρκίας και η στρατηγική που πρέπει να αλλάξει.

Εξαιρετικά μειωμένη αναμένεται τη φετινή τουριστική περίοδο η άφιξη κρουαζιερόπλοιων στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μέχρι την περασμένη Παρασκευή μόλις πέντε αφίξεις πλοίων είχαν πιστοποιηθεί για κάποια στιγμή τους επόμενους μήνες μέχρι το φθινόπωρο, έναντι 32 – 35 αφίξεις τα προηγούμενα χρόνια. Η Θεσσαλονίκη «πληρώνει» την αποχώρηση των εταιρειών κρουαζιέρας από τη βορειοανατολική Μεσόγειο, καθώς οι συνεχείς φονικές τρομοκρατικές ενέργειες που πραγματοποιούνται στο έδαφος της Τουρκίας έχουν αναστείλει για φέτος δρομολόγια που περνούσαν από την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη και συμπεριελάμβαναν στάσεις τόσο στα νησιά του Β.Α. Αιγαίου, όσο και στη Θεσσαλονίκη.

Αν και τα 35 κρουαζιερόπλοια που υπό φυσιολογικές συνθήκες έπιαναν στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης τα τελευταία χρόνια ήταν μικρός αριθμός –ανάλογος με τα λιμάνια της Λήμνου και της Καβάλας και μικρότερος από το λιμάνι του Βόλου- προσέφεραν τονωτική ένεση στην αγορά της πόλης τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς μετέφεραν μερικές χιλιάδες επισκέπτες. Η κίνηση αυτή θα λείψει φέτος, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο τα πράγματα για το λιανεμπόριο του κέντρου της πόλης. Σε μια χρονιά κατά την οποία αναμένεται ρεκόρ τουριστικών αφίξεων στην Ελλάδα η Θεσσαλονίκη θα παραμείνει «φτωχός συγγενής», καθώς μόνο οι βαλκάνιοι γείτονες αποτελούν τους σταθερούς πελάτες της πόλης.

Ειδικά για την κρουαζιέρα και τις δυνατότητες της Θεσσαλονίκης οι συζητήσεις είναι πολλές τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στους αρμόδιους για τον τουρισμό φορείς της περιοχής. Η θέση του λιμανιού που βρίσκεται στην «καρδιά» του κέντρου της πόλης και επιτρέπει την εύκολη και με τα πόδια πρόσβαση στην αγορά, καθώς και η εγγύτητα της Θεσσαλονίκης σε παγκοσμίου ενδιαφέροντος ιστορικά σημεία της Β. Ελλάδος (Όλυμπος, Βεργίνα, Πέλλα, Αμφίπολη, Στάγιρα, Άγιον Όρος) που επιτρέπει τις ολιγόωρες εκδρομές, αποτελούν συγκριτικά πλεονεκτήματα για την προσέλκυση κρουαζιερόπλοιων, που παραμένουν αναξιοποίητα. Έτσι η προσθήκη σε αυτή την εξίσωση ζητημάτων ασφαλείας, που αφορούν μεν τη γειτονική χώρα, αλλά αφορούν τα ίδια με τη Θεσσαλονίκη δρομολόγια, οδηγούν σε ένα σχεδόν μηδενικό αποτέλεσμα.

Με αυτά τα δεδομένα ίσως και να πρόκειται για μια κάποιου είδους ευκαιρία. Η αγορά της κρουαζιέρας όσο ενδιαφέρουσα είναι από οικονομική άποψη –συνήθως με κρουαζιερόπλοια κάνουν διακοπές άνθρωποι μεσαίου και ανώτερου οικονομικού επιπέδου-, άλλο τόσο δύσκολη είναι στην ανάπτυξη της για έναν τόπο, καθώς απαιτεί χρόνο για να αποδώσει. Ειδικά εάν δεν πρόκειται για περιοχές με μνημεία της εμβέλειας ενός Παρθενώνα ή πόλεις του μεγέθους και των ιδιαιτεροτήτων της Κωνσταντινούπολης, η προσπάθεια που πρέπει να γίνει είναι μεγάλη και –κυρίως- συντονισμένη. Στη Θεσσαλονίκη, παρά τις κατά καιρούς συζητήσεις και τις θεωρητικές προσεγγίσεις του ζητήματος από το Δήμο, την Περιφέρεια, τους επαγγελματίες του τουρισμού και την ΟΛΘ ΑΕ, οι κινήσεις που καταγράφονται τα πολλά τελευταία χρόνια είναι μεμονωμένες. Έτσι, παρά τις καλές προθέσεις, το αποτέλεσμα είναι περιορισμένο. Η στρατηγική από εδώ και πέρα πρέπει να αλλάξει. Η προσπάθεια πρέπει ενδεχομένως να αφορά την ένταξη της Θεσσαλονίκης που διαθέτει κατάλληλο μέγεθος, χαρακτήρα και ιστορία, σε δρομολόγια που αφορούν την Ελλάδα και άλλες ασφαλείς περιοχές της Μεσογείου. Ενδεχομένως…

Σε κάθε περίπτωση η τουριστική αγορά υπόκειται σε πολλές εξωγενείς συνθήκες κι επομένως χρειάζεται προσαρμοστικότητα. Ούτως ή άλλως κάθε δυσκολία, όπως και κάθε κρίση, αποτελούν ταυτόχρονα ευκαιρίες. Για όποιους και όσους μπορούν να τι εντοπίσουν και να τις αξιοποιήσουν. Το σταυρόλεξο του τουρισμού γενικά και της κρουαζιέρας ειδικότερα είναι για τη Θεσσαλονίκη εξαιρετικά δύσκολο και πολύπλοκο. Οι  φορείς και οι εκπρόσωποι της πόλης δε συνεργάζονται κι έτσι το ένα μετά το άλλο τα στοιχήματα χάνονται. Ακόμη και στις καλές και απόλυτα ευνοϊκές περιόδους. Ας ελπίσουμε, λοιπόν, δύο πράγματα: Πρώτον, ότι έστω και σε αυτή τη φάση η προσπάθεια θα ξεκινήσει. Δεύτερον, ότι η ελληνική ιδιαιτερότητα, σύμφωνα με την οποία με αντίξοες συνθήκες πετυχαίνουμε καλύτερα αποτελέσματα, θα επιβεβαιωθεί για μία ακόμη φορά.