Skip to main content

Μπιθικώτσης - Καζαντζίδης: Μια συνάντηση στη Θεσσαλονίκη

Η φωνή δωρική, ξύλινη, λες και αναδύονταν απευθείας από το κέντρο της γης, δονούσε το μαγαζί. Οι θαμώνες ένιωθαν το σεισμό, αλλά δεν ήθελαν να φύγουν.

Στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, δεξιά από την Πορτάρα που υπάρχει στην περιοχή του Τριγωνίου, βρίσκεται μια υπόγεια ταβέρνα. Ένα κουτούκι που μοιάζει σα να ξεχάστηκε από τον παλιό καλό καρό. Με λίγα τραπεζάκια κι ένα μικρό πάλκο, στο οποίο με το ζόρι χωρούν δυο – τρία όργανα. Ένα μπουζούκι, μια κιθάρα, ένας μπαγλαμάς, άντε κι ένα ακορντεόν για να… γεμίζει ο ήχος. Ένα βράδυ, κατά τις 10, η χαμηλή πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας λεπτός κύριος κανονικού αναστήματος, που φορούσε σκούρο κουστούμι, γιλέκο, άσπρο πουκάμισο και γραβάτα. Κάθισε σε μια γωνιά και παρήγγειλε μια σαλάτα και λίγο κρασί. Πέντε λεπτά αργότερα η πόρτα άνοιξε και πάλι. Ένας άνδρας νεότερος, λίγο πιο εύσωμος, με λιγοστά μαλλιά, που φορούσε πουκάμισο, πουλόβερ και σακάκι μπήκε μέσα. Πλησίασε τον κουστουμαρισμένο, αγκαλιάστηκαν, φιλήθηκαν σταυρωτά κι έκατσαν απέναντι. Η νύχτα προχωρούσε αργά, οι δύο φίλοι έπιναν και συζητούσαν. Όπως διαβεβαιώνει ο σερβιτόρος που πηγαινοέρχονταν έδειχναν να θυμούνται τα παλιά, αφού χαμογελούσαν με κατανόηση. Φυσικά άκουγαν και τους μουσικούς, τρία νέα παιδιά, που τραγουδούσαν ρεμπέτικα. Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Χατζηχρήστο, Μητσάκη, Μπαγιαντέρα. Στο τέλος κάθε τραγουδιού χειροκροτούσαν, όπως και οι λιγοστοί άλλοι θαμώνες. Γύρω στις 11 και 15΄ γυρίζει ο ένας, αυτός με το πουλόβερ, και λέει στον κουστουμαρισμένο:

«Γρηγόρη, δε λες ένα τραγούδι;». Για να πάρει… πληρωμένη απάντηση: «Θα πω Στέλιο, αρκεί μετά να πεις κι εσύ ένα. Στο κάτω κάτω εσύ είσαι αυτός που τα παράτησε νωρίς και δεν μπορούμε να σε ακούσουμε». Συμφώνησαν και ο αδύνατος κύριος μόλις τελείωσαν οι τρεις μουσικοί ένα τραγούδι σηκώθηκε, έφτασε στο πάλκο, έσκυψε, κάτι είπε και ο μπουζουξής τον ρώτησε: «Σε τι τόνο θέλετε να το πιάσουμε κ. Μπιθικώτση;». Συνεννοήθηκαν και το μπουζούκι άρχισε να ζωγραφίζει τη μελωδία, ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, που έγραψε ο ίδιος ο Μπιθικώτσης.

«Σε τούτο το στενό /
σε τούτο το δρομάκι /
ξεψύχησε ένας έρωτας /
και χάθηκε μια αγάπη».
Ο φίλος του Μπιθικώτση σηκώθηκε, πλησίασε στο μικρό πάλκο κι άρχισε να χορεύει αργά, μόλις σε ένα τετραγωνικό μέτρο, με δάκρυα στα μάτια.
«Καταραμένο σούρουπο
καταραμένο δείλι /
αλλού τον ένανε /
κι αλλού τον άλλονε /
μας έχεις στείλει. /
Με λόγια θλιβερά /
με λόγια πικραμένα /
κι εσύ με πλήγωσες πολύ /
αλλά κι εγώ εσένα».

Η φωνή δωρική, ξύλινη, λες και αναδύονταν απευθείας από το κέντρο της γης, δονούσε το μαγαζί. Οι θαμώνες ένιωθαν το σεισμό, αλλά δεν ήθελαν να φύγουν για να… σωθούν. Ο μοναχικός χορός συνεχίζονταν και όσοι ήταν εκεί δεν ήξεραν που να προωτοκοιτάξουν. Στο μαρμαρένιο προσωπείο του ερμηνευτή, που είχε πετρώσει από την εσωτερική ένταση ή στον χορευτή, που ζούσε τη στιγμή σα να κουβαλούσε επάνω του τα ζόρια, τους καημούς και τα μεράκια όλου του κόσμου.

«Σε τούτο το στενό /
σε τούτο το δρομάκι /
στερνή φορά με φίλησες /
και χόρτασα φαρμάκι.
Καταραμένο σούρουπο…»  
 
Το τραγούδι τελείωσε. Μαζί του κι ο χορός. Το μόνο που απέμεινε ήταν η απόλυτη ησυχία. Κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Οι δύο φίλοι –γιατί ήταν φανερό πως ήταν φίλοι- αγκαλιάστηκαν με θέρμη. «Η σειρά σου τώρα», είπε ο Μπιθικώτσης στον άλλο, που ήταν βέβαια ο Στέλιος Καζαντζίδης. Εκείνος γύρισε στους μουσικούς, κάτι τους είπε βιαστικά κι εκείνοι ξεκίνησαν να παίζουν.

«Το τελευταίο βράδυ μου /
απόψε το περνάω /
κι όσοι με πίκραναν πολύ /
τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή /
όλους τους συγχωρνάω. /

Τα ρουθούνια ανοιγόκλειναν εντυπωσιακά. Η φωνή ξεχύθηκε κατακλυσμιαία από τον ουρανό και κάλυψε κάθε σημείο του χώρου. Κάθε πόρο των ανθρώπων, ακόμη και των τοίχων.

Ο Μπιθικώτσης πλησίασε, έπιασε απ’ τον ώμο τον Στέλιο και στο ρεφρέν του έκανε δεύτερη φωνή:  

Όλα είναι ένα ψέμα /
μια ανάσα μια πνοή /
σα λουλούδι κάποιο χέρι /
θα μας κόψει μια αυγή. /
Δυο πόρτες έχει η ζωή /
άνοιξα μια και μπήκα /
σεργιάνισα ένα πρωινό /
και πριν να ’ρθει το δειλινό /
από την άλλη βγήκα».   

Το τραγούδι τελείωσε και οι δύο μεγάλοι του λαϊκού μας τραγουδιού αγκαλιασμένοι κατευθύνθηκαν προς το τραπεζάκι τους. Το χειροκρότημα που τους συνόδευσε ήταν μοναδικό σε ένταση και πάθος. Ακόμη πιο συγκλονιστικός, όμως, ήταν ο μπουζουξής και φυσικός ηγέτης του μικρού σχήματος. «Αξιότιμες κυρίες, αγαπητοί κύριοι κάπου εδώ το πρόγραμμά μας τελειώνει για σήμερα. Ίσως και για αύριο, ποιος ξέρει; Καταλαβαίνετε ότι είναι αδύνατο να συνεχίσουμε από εδώ και πέρα. Εύχομαι να κρατήσετε για πάντα στην ψυχή σας όσα είδαμε, όσα ακούσαμε, όσα εισπράξαμε τα τελευταία λεπτά». Μετά κατέβηκε από το πάλκο, έβαλε με φροντίδα το μπουζούκι στη θήκη, φόρεσε το σακάκι του και βγήκε στο δρόμο. Τον ακολούθησαν οι άλλοι δύο μουσικοί, αλλά και μία μία οι παρέες που βρίσκονταν στο κουτούκι. Σε πέντε λεπτά ο Γρηγόρης και ο Στέλιος είχαν μείνει μόνοι. «Θα χρειαστείτε κάτι άλλο;» τους ρώτησε ο μαγαζάτορας, ακουμπώντας στο τραπέζι ένα ακόμη κιλό από το ημίγλυκο που έπιναν. Ο σερβιτόρος είχε φύγει κι αυτός ακολουθώντας τους πελάτες. Έγνεψαν αρνητικά. «Όποτε θέλετε να φύγετε, απλώς τραβήξτε την εξώπορτα» είπε ψιθυριστά και τράβηξε κι αυτός προς την έξοδο. Τα δύο… θηρία έμειναν μόνα τους. Είχαν πολλά να πουν και να θυμηθούν. Και ακόμη περισσότερα να κατανοήσουν.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Στέλιος Καζαντζίδης, οι δύο εμβληματικοί ερμηνευτές του λαϊκού μας τραγουδιού, είχαν πολλούς φίλους στη Θεσσαλονίκη. Όπως οπουδήποτε ζούσαν Έλληνες, εντός ή εκτός των συνόρων. Δεν είναι βέβαιο αν οι ίδιοι είχαν συνειδητοποιήσει πλήρως τι σήμαινε η παρουσία τους για το λαϊκό τραγούδι, για τον λαϊκό πολιτισμό. Μάλλον καλύτερα, διότι –κακά τα ψέματα- όταν κάποιος συνειδητοποιεί τη μοναδικότητα και το μεγαλείο του κάτι θολώνει. Σε ένα πεδίο που τα πάντα κρίνονται σε μία έκφραση, μια συλλαβή, ένα απειροελάχιστο γύρισμα της φωνής, το παραμικρό μετράει. Στην προκειμένη περίπτωση η φύση και το… μέσα νταμάρι έκαναν όλη τη δουλειά με τον καλύτερο τρόπο. Εκείνο το βράδυ στη Θεσσαλονίκη –ένα βράδυ που δεν καταγράφηκε σε καμία φωτογραφία, ούτε βίντεο, αλλά και οι παρόντες ορκίστηκαν σιωπηλά να μην μαρτυρήσουν, να ξεχάσουν τις εικόνες και τους ήχους, για να διατηρήσουν την ένταση και να κρατήσουν μέσα τους την καθοριστική εμπειρία- κάτι πέρασε απ’ το μυαλό των δύο για το τι πραγματικά συμβαίνει, αλλά είχαν τόσα να συζητήσουν, που στο τέλος ήταν σα να μην πέρασε τίποτα.

Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης γεννήθηκε το 1922 στο Περιστέρι, ως τελευταίο παιδί μιας οικογένειας με τέσσερα παιδιά. Στο τραγούδι ξεκίνησε ως μπουζουξής και συνθέτης, αλλά καθιερώθηκε ως κορυφαίος ερμηνευτής μετά το 1955. Εκτός από τα εκατοντάδες δικά του που έχει τραγουδήσει έχει συνδέσει τη φωνή του τόσο με ρεμπέτικα και λαϊκά του Μάρκου, του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, όσο και με κορυφαίες στιγμές του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι, του Ξαρχάκου, του Μούτση. Η φωνή του αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα. Ήταν βασικός πρωταγωνιστής στις συγκλονιστικές συναυλίες της μεταπολίτευσης, σε όλα τα γήπεδα της χώρας. Πέθανε το 2005.



Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία Αττικής το 1931. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε στα χρόνια του εμφυλίου από παρακρατικούς. Την αξία της φωνής του τη διέκρινε πρώτος ο Στέλιος Χρυσίνης, ένας μουσικός και συνθέτης του ρεμπέτικου, που ήταν τυφλός. Ξεκίνησε στη δισκογραφία το 1952, πατώντας στα χνάρια του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Ο άνθρωπος που αντιλήφθηκε τις πραγματικές δυνατότητες της φωνής του ήταν ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Ο Καζαντζίδης συνδέθηκε με τα τραγούδια της ξενιτιάς, της φτώχιας, της απελπισίας των ανθρώπων που μετά τη δεκαετία του 1940 άρχισαν να στοιβάζονται στους συνοικισμούς των ελληνικών πόλεων. Φυσικά και με τους μετανάστες, που εκείνα τα χρόνια έφευγαν μαζικά για τις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου τις στοές. Για πολλά χρόνια η φωνή του διαπαιδαγωγούσε τα Ελληνόπουλα από τα τζουκ μποξ των υπόγειων σφαιριστηρίων. Πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου 2001, τρεις μόλις ημέρες μετά το παγκόσμιο σοκ της κατάρρευσης των Δίδυμων Πύργων στη Νέα Υόρκη.



Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Στέλιος Καζαντζίδης γνωρίζονταν καλά. Ο ένας σεβόταν απόλυτα τις φωνητικές δυνατότητες και την εκφραστική εμβέλεια του άλλου. Εάν ο καζαντζίδης εξέφρασε με απόλυτο και δραματικό τρόπο την εποχή του ο Μπιθικώτσης ήταν η εποχή του. 

Για την ιστορία, εκείνο το βράδυ στο ταβερνάκι της Άνω Πόλης, ο Γρηγόρης και ο Στέλιος έφυγαν αργά. Περπάτησαν προς το Τριγώνιο, «αόρατοι» ανάμεσα σε συντροφιές νέων παιδιών που αγκαλιασμένα με τρυφερότητα και αγάπη και κρατώντας ένα κουτάκι μπύρας ή ένα μπουκάλι ρετσίνα Μαλαματίνα, αγνάντευαν τα φώτα της Θεσσαλονίκης και στο βάθος τις αντιφεγγίσεις στα νερά του Θερμαϊκού. Η πόλη ετοιμαζόταν να ξυπνήσει.