Skip to main content

Είναι τα ξενοδοχεία η επόμενη φούσκα της Θεσσαλονίκης;

Νέες επενδύσεις για την κατασκευή ξενοδοχείων και τη μετατροπή κτηρίων σε χώρους φιλοξενίας στη Θεσσαλονίκη ποντάροντας στην αύξηση του τουρισμού.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, όταν η ευφορία για τις προοπτικές της χώρας και ειδικότερα της Β. Ελλάδος ήταν μεγάλη, λόγω της πτώσης των προς Βορράν συνόρων και του ανοίγματος των Βαλκανίων, είχε κυκλοφορήσει μια μελέτη με αμερικανική υπογραφή, που προέβλεπε ότι σε 20 χρόνια από τότε –μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000- το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης θα φιλοξενούσε περί τα 4 εκατ. κατοίκους.

Η συγκεκριμένη «μελέτη» έριχνε το βάρος της ανάπτυξης στις ανατολικές περιοχές και προέβλεπε την απόλυτη συνένωση και ομογενοποίηση περιοχών που σήμερα ανήκουν στους δήμους Καλαμαριάς, Πυλαίας – Χορτιάτη, Θέρμης και Θερμαϊκού. Ήταν, μάλιστα, τόσος ο ενθουσιασμός και η σιγουριά για τις εξελίξεις, που αρκετές επιχειρηματικές κινήσεις δρομολογήθηκαν στον τομέα των ακινήτων και των κατασκευών με βάση αυτή την εκτίμηση. Φυσικά η πραγματικότητα είχε άλλες προτεραιότητες –από το εκ νέου άνοιγμα του Ανατολικού Ζητήματος με τα σύνορα των χωρών της περιοχής, έως την αναταραχή στην Ανατολική μεσόγειο- με αποτέλεσμα πολύς κόσμος να μείνει εκτεθειμένος. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλά από τα οικόπεδα -φιλέτα  της περιοχής –χαρακτηριστικά παραδείγματα τα πρώην εργοστάσια Siemens, της Φιλκεράμ Johnson και της ΒΙΑΜΥΛ- παραμένουν εντελώς αναξιοποίητα, ενώ και πολλά κτήρια στην ευρύτερη περιοχή –κυρίως κατοικίες- παραμένουν απούλητα και ξενοίκιαστα.

Ούτε η Θεσσαλονίκη απέκτησε πληθυσμό 4 εκατ. κατοίκων, ούτε η οικονομία της αναπτύχθηκε αλματωδώς –το αντίθετο συνέβη, υποβαθμίστηκε- ούτε η όποια ανάπτυξη υπήρξε κατά βάσιν από την κατανάλωση κατευθύνθηκε στα ανατολικά. Στη δεκαετία του 2000 ωφελημένο βγήκε το κέντρο της πόλης που ξαναγεννήθηκε, ενώ από το 2010 η κρίση πάγωσε τις εξελίξεις.

Τα τελευταία χρόνια λίγο η διεθνής τάση για την αξιοποίηση των κέντρων των πόλεων και περισσότερο η προοπτική λειτουργίας του μετρό διατηρεί το κέντρο της Θεσσαλονίκης στην επενδυτική επικαιρότητα. Σε συνδυασμό με την εξωστρέφεια που απέκτησε η πόλη λόγω του χαρακτήρα και των επιδιώξεων του πρώην δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη, αρκετοί διέβλεψαν προοπτικές στον τουρισμό. Κάπως έτσι ένα σημαντικό κομμάτι από το κτηριακό απόθεμα της πόλης –σε πολλές περιπτώσεις παλιές κατασκευές από τον μεσοπόλεμο- απέκτησε αξία.

Ολόκληρα κτήρια άλλαξαν ιδιοκτήτη ή μισθώθηκαν για δεκαετίες, ανακαινίστηκαν και μετατράπηκαν –ή βρίσκονται σε διαδικασία μετατροπής- σε χώρους φιλοξενίας. Ξενοδοχεία κλασικού τύπου, boutique hotels, ενοικιαζόμενα με την ημέρα διαμερίσματα και τα συναφή. Δεκάδες είναι οι περιπτώσεις που έγιναν γνωστές μόνο τα δύο – τρία τελευταία χρόνια. Αν και ακριβής καταγραφή δεν υπάρχει πολλά είναι τα εκατομμύρια που επενδύουν Έλληνες και ξένοι και ασφαλώς μεγάλες είναι οι προσδοκίες. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν σε βαθμό βεβαιότητας ότι η Θεσσαλονίκη, της οποίας όντως η διεθνής αναγνωρισιμότητα και η γενικότερη επισκεψιμότητα είναι μάλλον υποβαθμισμένες, θα ανακάμψει θεαματικά το επόμενο διάστημα. Κάτι που με βάση κάποιες ενδείξεις είναι πιθανό, αλλά ταυτόχρονα μακρινό και αβέβαιο. Αν τα επόμενα χρόνια η πόλη δεν πάει τόσο καλά όσο πιστεύουν κάποιοι, ουδείς θα δικαιούται να εκπλαγεί.

Στη χώρα μας και ειδικότερα στη Θεσσαλονίκη έχει αποδειχθεί ότι οι ευκαιρίες είναι εύκολο να χαθούν. Διότι η γεωγραφία και η ιστορία μπορεί να παραμένουν σταθεροί σύμμαχοι, αλλά στον 21ο αιώνα από μόνες τους δεν φτάνουν για την οικονομική ανάπτυξη. Η Θεσσαλονίκη για να προσελκύσει πολύ περισσότερους επισκέπτες απ’ ότι σήμερα, χρειάζεται τη συνδρομή της οικονομίας, της επιχειρηματικότητας, της εκπαίδευσης, των νέων τεχνολογιών. Χρειάζεται οργάνωση του τουριστικού της προϊόντος, επαγγελματισμό και μάρκετινγκ.

Χρειάζεται, επίσης, την αξιοποίηση ορισμένων συγκριτικών πλεονεκτημάτων, όπως η ιστορία και τα μνημεία της, αλλά και το ανεπανάληπτο θαλάσσιο μέτωπο, που στο μεγαλύτερο κομμάτι του παραμένει παρατημένο και πηγή ρύπανσης και δυσφήμισης. Ένα από τα αξιοπερίεργα των εξελίξεων είναι ότι παραδοσιακοί ξενοδόχοι –σημαντικές οικογένειες της πόλης- έχουν μείνει έξω από αυτό το… πάρτι. Δεν επεκτείνονται, αλλά επιλέγουν να εκσυγχρονίσουν και να ενδυναμώσουν τις υφιστάμενες μονάδες. Όπως σημείωνε πρόσφατα σε συνεργάτες του έμπειρος ξενοδοχειακός παράγων της Θεσσαλονίκης «η επισκεψιμότητα της πόλης όπως εκφράζεται σήμερα στις πληρότητες των ξενοδοχείων δεν δικαιολογεί ενθουσιασμό, καθώς δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν σε θεαματική αύξηση της τουριστικής κίνησης τα επόμενα χρόνια. Πολύ περισσότερο δεν δικαιολογούν επενδύσεις, πολλές εκ των οποίων γίνονται με σχετικά ακριβό τραπεζικό δανεισμό και η απόσβεσή τους μοιάζει μεγάλη περιπέτεια».

Αν κάτι δεν πάει καλά τα επόμενα χρόνια και οι επενδύσεις σε ξενοδοχειακή υποδομή στη Θεσσαλονίκη εξελιχθούν σε φούσκα για την αγορά, αυτό δεν θα είναι κάτι πρωτόγνωρο. Έχει συμβεί πολλές φορές, καθώς συχνά ο ενθουσιασμός οδηγεί σε αβέβαιες επιχειρηματικές κινήσεις. Η αλήθεια είναι ότι με βάση τα αντικειμενικά δεδομένα η Θεσσαλονίκη έχει τεράστιες τουριστικές δυνατότητες. Μόνο που συχνά τα «αντικειμενικά δεδομένα» δεν αρκούν. Είναι σαν το ταλέντο που έχει κάποιος στο αθλητισμό, αλλά πηγαίνει χαμένο διότι δεν το καλλιεργεί.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τουρισμού κρουαζιέρας. Όλοι οι παράγοντες της συγκεκριμένης αγοράς συμφωνούν σε γενικές γραμμές ότι η Θεσσαλονίκη έχει πολλές προϋποθέσεις για να προσελκύσει κρουαζιερόπλοια. Από το λιμάνι της που βρίσκεται μέσα στην πόλη, σε απόσταση αναπνοής από το εμπορικό κέντρο, στο οποίο φτάνει κανείς περπατώντας μόλις 5 λεπτά, μέχρι ιστορικά μνημεία, αλλά και παγκόσμια τοπόσημα σε απόσταση δύο ωρών ή και λιγότερο (Όλυμπος, Βεργίνα, βήματα του Αποστόλου Παύλου κ.λπ.). Κι όμως, επί δεκαετίες ο μικρός αριθμός των κρουαζιερόπλοιων προκαλεί θλίψη και μελαγχολία.

Η αγορά είναι πολυπαραγοντική κατάσταση. Δεν είναι μόνο μαθηματικά, αλλά και φυσική, ψυχολογία, πολιτική. Πιθανόν και χημεία, ίσως και άλλες επιστήμες. Γι’ αυτό το ιδανικό είναι οι επενδύσεις ενός κλάδου σε έναν τόπο για γίνονται με ρυθμό που να βρίσκονται λίγο νωρίτερα από την κάλυψη των αναγκών. Εξίσου σύνηθες, όμως, είναι να γίνονται βιαστικά, ωθούμενες από τον ανταγωνισμό. Κάπως έτσι δημιουργούνται φούσκες, τις οποίες στο τέλος πληρώνουν πολλοί.

Η Θεσσαλονίκη έχει σημαντικά περιθώρια τουριστικής ανάπτυξης. Και μεγάλη ανάγκη, καθώς ο πλούτος που παράγεται από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα διαχέεται οριζόντια στην οικονομία και την κοινωνία. Εκείνο που σίγουρα δεν έχει ανάγκη η τοπική οικονομία και επιχειρηματικότητα είναι μία ακόμη φούσκα στον ταλαιπωρημένο –και γι’ αυτό εσχάτως εξαιρετικά ευαίσθητο- χώρο των ακινήτων.