Skip to main content

Νέος Ποινικός Κώδικας: Ο πόλεμος κατά των fake news και ο κίνδυνος λογοκρισίας

Με τη νέα διάταξη στον Ποινικό Κώδικα ανοίγουν επικίνδυνα μονοπάτια τα οποία μπορούν να οδηγήσουν έως και σε ακραίας μορφής λογοκρισία

Κατ' αρχάς ας δώσουμε ένα παράδειγμα: Μετεωρολόγος προβαίνει στην πρόγνωση ότι επίκεινται στις αμέσως προσεχείς ώρες ή και μέρες σφοδρότατες βροχοπτώσεις, εξ αιτίας των οποίων δύνανται να προκληθούν καταστροφικές πλημμύρες σε συγκεκριμένες περιοχές. Η πρόγνωσή του αναμεταδίδεται από τα Μέσα Ενημέρωσης προκαλώντας, όπως είναι λογικό, εύλογη ανησυχία, ενδεχομένως και φόβο, σε μερίδα πολιτών. Στην πορεία αποδεικνύεται ότι η εξέλιξη του καιρικού φαινομένου ήταν διαφορετική, είτε γιατί η πρόγνωση του μετεωρολόγου ήταν εσφαλμένη είτε επειδή, για διάφορους λόγους, τα καιρικά φαινόμενα τελικώς εξασθένησαν.

Με βάση τη χθεσινή τροποποίηση του άρθρου 191 του Ποινικού Κώδικα, δύνανται να ασκηθούν διώξεις και να επιβληθούν ποινές, τόσο σε βάρος του μετεωρολόγου (ακόμη και στην περίπτωση που θα είχαν επιβεβαιωθεί οι προβλέψεις του), όσο και σε βάρος όσων δημοσιοποίησαν την πρόγνωσή του, απλοί πολίτες, επαγγελματίες δημοσιογράφοι, ΜΜΕ, ακόμη και οι ιδιοκτήτες τους.

Η ακριβής διατύπωση του τροποποιηθέντος άρθρου 191 έχει ως εξής: “Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή. Εάν η πράξη τελέστηκε επανειλημμένα μέσω του τύπου ή μέσω διαδικτύου, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και χρηματική ποινή. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και ο πραγματικός ιδιοκτήτης ή εκδότης του μέσου με το οποίο τελέστηκαν οι πράξεις των προηγούμενων εδαφίων”.

Στην προηγούμενη μορφή του, το άρθρο προέβλεπε ότι: “1. Όποιος δημόσια ή μέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις με αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή. 2. Όποιος από αμέλεια γίνεται υπαίτιος της πράξης της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας”.

Με την τροποποίηση επέρχονται συνεπώς οι ακόλουθες αλλαγές:

1. Εκτός από την πρόκληση “φόβου” εξ αιτίας της διάδοσης ή διασποράς ψευδών ειδήσεων, ποινικά ελέγξιμη είναι πλέον και η πρόκληση “ανησυχίας”. Πρόκειται για ένα συναίσθημα, εξαιρετικά σύνηθες στην καθημερινότητα των πολιτών και ασφαλώς, κατώτερης έντασης σε σχέση με το “φόβο”, ανίκανο να προκαλέσει “κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία”.

2. Η διάδοση ή διασπορά ψευδών ειδήσεων θεωρείται ποινικά ελέγξιμη, ακόμη και εάν δεν παράξει τις συνέπειες οι οποίες περιγράφονται, δηλαδή τον “κλονισμό της εμπιστοσύνης του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία” · αρκεί να θεωρηθεί πως “είναι ικανές” να οδηγήσουν σε αυτό το αποτέλεσμα, ασχέτως εάν αυτό, τελικώς δεν επέλθει. Εν ολίγοις, “η διάδοση ή διασπορά ψευδών ειδήσεων” από έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης μετατρέπεται σε έγκλημα δυνητικής διακινδύνευσης. Δεν απαιτείται, δηλαδή, η πρόκληση φόβου στους πολίτες, αρκεί η ενδεχόμενη πιθανότητα να προκληθεί φόβος ή έστω απλή ανησυχία.

3. Όσον αφορά τους τομείς πρόκλησης βλάβης, αφαιρούνται με την τροποποίηση, ο τουρισμός και οι διεθνείς σχέσεις και προστίθεται η δημόσια υγεία, προφανώς λόγω της πανδημίας.

4. Παύει, επίσης, η ποινικοποίηση της συγκεκριμένης πράξης, εφόσον τελείται λόγω αμέλειας.

Είναι σαφές ότι οι τροποποιήσεις στο άρθρο 191 επήλθαν λόγω της πανδημίας. Η κυβέρνηση θεωρεί ότι κάποιες απόψεις, επιστημόνων ή μη, ως προ τη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης δεν εξυπηρετούν την εθνική προσπάθεια. Ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι οι προθέσεις της είναι αγαθές, με τη νέα διάταξη ανοίγει επικίνδυνα μονοπάτια τα οποία μπορούν να οδηγήσουν έως και σε ακραίας μορφής λογοκρισία· σε βάρος επιστημονικών κρίσεων, οι οποίες θεωρούνται ως “αιρετικές” ή και απλών απόψεων σχετικά με την αποτελεσματικότητα των μέτρων διαχείρισης της πανδημίας.

Όπως απέδειξε η περιπέτεια την οποία ζούμε εδώ και ενάμιση χρόνο, οι σημερινές επιστημονικές “αλήθειες”, όπως για παράδειγμα η μη υποχρεωτική χρήση μάσκας, την επαύριο θεωρούνται εσφαλμένες. Αλλά και η ίδια η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη από μεγάλες αλήθειες οι οποίες όταν πρωτοδιατυπώθηκαν εξοβελίστηκαν ως “αιρετικές”. Όμως η επιστήμη προχωρά και αναπτύσσεται μέσα από αβεβαιότητες, από διαφωνίες, αλλά και από τη διαλεκτική σύνθεση των διαφορετικών απόψεων.

Πέραν αυτών, έννοιες όπως η πρόκληση “ανησυχίας” ή “φόβου” είναι εξόχως υποκειμενικές, που σε συνδυασμό με τη δυνητική εκδοχή της πρόκλησης βλάβης, μπορούν να οδηγήσουν σε αυθαίρετες κρίσεις, θέτοντας σε ευθεία αμφισβήτηση την έννοια της “ασφάλειας δικαίου”. Ενδεχόμενες, δε, καταφανώς εσφαλμένες δικαστικές αποφάσεις, πέρα από τις όποιες άδικες έννομες συνέπειες θα επιφέρουν, είναι βέβαιο ότι προϊόντος του χρόνου θα οδηγήσουν σε λογοκρισία ή και αυτολογοκρισία. Η δε συνυπευθυνότητα των ιδιοκτητών των ΜΜΕ είναι σαφές ότι θα δυσχεράνει περαιτέρω το έργο των δημοσιογράφων καθώς θα υπόκεινται στον διαρκή έλεγχο του εργοδότη τους.