Skip to main content

Ο Θεσσαλονικιός που κατακτά με τη μουσική του το Λος Άντζελες

Ο 33χρονος Απόστολος Παπαποστόλου πειραματίζεται και εξελίσσει συνεχώς τον ήχο του, έχοντας ήδη βάλει την υπογραφή του σε μεγάλα μουσικά πρότζεκτ.

Ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη και πλέον διαγράφει μια επιτυχημένη επαγγελματική πορεία στο Λος Άντζελες, όπου συνεργάζεται με ηχηρά ονόματα της ελληνικής και ξένης δισκογραφίας στη σύνθεση και την παραγωγή μουσικής. Ο Απόστολος Παπαποστόλου ήταν τεσσάρων ετών όταν πέρασε για πρώτη φορά την πόρτα του Νέου Ωδείου Θεσσαλονίκης για να μάθει μουσική και απότε δεν σταμάτησε ποτέ να παίζει με νότες και μουσικά όργανα. Από τα θρανία του ωδείου, στη σκηνή του Rockwave Festival και από τα έδρανα του Berklee College of Music στα μεγάλα μουσικά στούντιο του Λος Άντζελες, ο νέος μουσικός δεν σταματάει να πειραματίζεται, να μαθαίνει και να εξελίσσει τον ήχο του εναλλάσσοντας με επιτυχία τους διαφορετικούς ρόλους που αναλαμβάνει γύρω από τη μουσική. Στα 33 του χρόνια έχει βάλει ήδη την υπογραφή του σε πολλά και σημαντικά πρότζεκτ δίπλα σε σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως οι ΜΠΛΕ και ο εξαιρετικός συνθέτης, Γιώργος Καλλής και έχει κατακτήσει τις πρώτες του διακρίσεις.

Ποια είναι τα πρόσφατα επαγγελματικά σας βήματα σε Ελλάδα και εξωτερικό;

Παρότι ζω στην Αμερική τα τελευταία έξι χρόνια, διατηρώ καλλιτεχνικούς δεσμούς με την Ελλάδα με κάθε ευκαιρία που μου δίνεται. Αρχίζοντας με αντίστροφη χρονολογική σειρά, στις 3 Απριλίου κυκλοφορήσαμε το “Όπου πας” με τους Άνυα, το συγκρότημα μας με τον τραγουδιστή Θωμά Βλιαγκόφτη. Το βίντεο κλιπ που το συνόδευσε ήταν μια σύμπραξη εξαιρετικών ταλέντων του κινηματογραφικού χώρου, όπως ο σκηνοθέτης Λάζαρος Θεοδωρακόπουλος, ο κινηματογραφιστής Θεόδωρος Τζάρτος και ο μοντέρ Νάσος Γκατζούλης (εξαιρετικός σκηνοθέτης επίσης, δείτε το “Tim of the Jungle”). Στις 27 Μαρτίου κυκλοφόρησε το soundtrack της Ρωσικής ταινίας “Lev Yashin. The dream goalkeeper”, στο οποίο συμπεριλήφθη και το τραγούδι “Mon premier amour”, το οποίο συνέθεσα για την ταινία. Ερμηνεύθηκε από την υπέροχη φωνή της τραγουδίστριας και ηθοποιού Ελίζας Γεροντάκη, η οποία επιμελήθηκε και τους στίχους στα Γαλλικά. Παράλληλα, στις 13 Μαρτίου κυκλοφορήσαμε το single και videoclip “Brighter Days Ahead” με τους Federal Av, ένα κράμα soul, gospel και παλιάς καλής r&b.

Το συγκρότημα είναι ντόπιο Λος-Αντζελίτικο, νεοσύστατο και στήθηκε με αφορμή την τυχαία γνωριμία μας σε μια εκκλησία με την εκπληκτική φωνή του συγκροτήματος, τον αφροαμερικανό Cedric Clarke. Θα σας πάω ακόμα ένα μήνα πίσω, στις 9 Φεβρουαρίου, όπου κυκλοφορήσαμε το “Σ’αγάπησα Κρυφά” με τους ΜΠΛΕ. Ο
πρώτος ενικός πληθυντικού που χρησιμοποιώ οφείλεται στο ότι για όλα τα παραπάνω κομμάτια επιμελούμαι την παραγωγή, ενορχήστρωση και την ηχογράφηση των περισσότερων οργάνων - το οποίο είναι και η κύρια δουλειά ενός μουσικού παραγωγού στις μέρες μας. Επειδή μιλήσατε για τα πιο πρόσφατα, ας σταματήσω κάπου εδώ στους τρεις μήνες.

Περιγράψτε την εμπειρία της συνεργασίας σας με τους ΜΠΛΕ. Τι καινούργιο έδωσε το “Σ’αγάπησα κρυφά” στον ήχο του συγκροτήματος;

Αρχικά να σας πω ότι η ανταπόκριση του κοινού ξεπέρασε κάθε προσδοκία, καθώς το τραγούδι μετρά ήδη πάνω από 330 χιλιάδες προβολές στο λίγο καιρό της κυκλοφορίας του. Πρόκειται για μια δυναμική μπαλάντα με εξαιρετικό, άμεσο στίχο και μια ερμηνεία που μόνο η φωνή της Τζώρτζια μπορεί να μας δώσει. Με τους ΜΠΛΕ συνεργαζόμαστε αγαστά από το 2015. Είναι αξιέπαινοι γιατί ετοιμάζονται να κλείσουν τα 25 τους χρόνια ως συγκρότημα και καταφέρνουν να είναι επίκαιροι και να ξεπερνούν τον εαυτό τους με κάθε
κυκλοφορία. Το “Σ’αγάπησα κρυφά” το διαλέξαμε από δεκάδες τραγούδια και το δουλέψαμε για μήνες μέχρι να φτάσουμε στο αποτέλεσμα που μας ικανοποίησε όλους. Αφού ρωτάτε εμένα, να σας πω πως το “καινούριο” οφείλεται αφενός στον εύθραυστο χαρακτήρα των στίχων, κάτι στο οποίο η Τζώρτζια δε μας έχει συνηθίσει μέχρι στιγμής, αλλά και αφετέρου στον υβριδικό χαρακτήρα της ενορχήστρωσης που παντρεύει την ηλεκτρονική μουσική με το πιάνο και τα έγχορδα. Ηχητικά αποτελεί σίγουρα νέα μονοπάτια για τη δισκογραφία του συγκροτήματος. Ιδιαίτερη χαρά για μένα ήταν και η συμμετοχή της τσελίστριας και πολύτιμης συνεργάτιδάς μου, Kinga Bacik (την οποία είδαμε και στα Oscars 2020 πλάι στον Eminem), η οποία πλαισίωσε το βιολί και βιόλα των ΜΠΛΕ, Νατάσα Αλεξίου.

Πώς εμπνευστήκατε το Call to Arms, το οποίο πέτυχε ήδη την πρώτη του διάκριση;

Πίσω στο 2016, όταν πρωτοήρθα στο Λος Άντζελες ξεκινήσαμε τους Club Zothique μαζί με τον αδερφικό φίλο και μουσικό, το Βασίλη Ζλατάνο. Έχοντας πίσω μας δέκα χρόνια εμπειρίας ως συμπαίκτες στους the ViperVikings, το συγκρότημά μας στη Θεσσαλονίκη, υπήρχε ήδη τρομερή χημεία. Το Call to Arms ήταν η πρώτη από τις ιδέες του που μου έβαλε να ακούσω και με έπιασε από το πρώτο δευτερόλεπτο. Σε πολύ μεγάλο βαθμό το κομμάτι ήταν ήδη εκεί, καθώς και η πρώτη στροφή από τους στίχους και το ρεφρέν. Διαβάζοντάς το, η δεύτερη και η τρίτη στροφή μου βγήκαν αβίαστα, σα να ήξερα ακριβώς τί ξεκινούσε να πει. Έπειτα, στη μουσική προσέθεσα πολυφωνίες και ενορχήστρωσα τα βιολιά - τα οποία παρεμπιπτόντως ηχογράφησε η Νατάσα Αλεξίου στην Ελλάδα - και δουλέψαμε τις τελικές πινελιές της παραγωγής με τον Βασίλη. Για την ηχογράφηση της φωνής επιστρατεύσαμε την Ελίζα Γεροντάκη, η οποία είχε την κατάλληλη
φωνή για τα σχεδόν μιλητά κουπλέ. Μεσολάβησαν τρία χρόνια στο συρτάρι, αλλά τελικά αποφασίσαμε να
προχωρήσουμε σε κυκλοφορία single και βίντεο κλιπ με σκηνοθέτη την Καρίνα Λογοθέτη (της πολυβραβευμένης “Βουρβουρού”) και πρωταγωνίστρια την ίδια την Ελίζα. Η έμπνευση προήλθε από το Twin Peaks του David Lynch αλλά και τους στίχους του τραγουδιού, οι οποίοι αντικατοπτρίζονται στις δράσεις του βίντεο. Τα γυρίσματα έλαβαν χώρα με δύο συνθήκες: το πρώτο μισό γυρίστηκε σε υπερδιπλάσια ταχύτητα ενώ το δεύτερο μισό γυρίστηκε ανάποδα - ναι, η Ελίζα έμαθε να ραπάρει τα λόγια με υπερφυσική ταχύτητα αλλά και ανάποδα! Το μοναδικό οπτικό αποτέλεσμα έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή μέχρι στιγμής σε δύο σημαντικά φεστιβάλ, τα NYC Independent Film Festival και Tokyo Lift-Off Film Festival.

Απολαμβάνετε τον πειραματισμό μεταξύ ήχων και ειδών μουσικής;

Απολύτως. Τον απολαμβάνω σε τέτοιο βαθμό που ίσως να έπρεπε να επικεντρωθώ σε ένα, δύο είδη μουσικής και να εμβαθύνω παραπάνω. Είμαι ένας κλασικής παιδείας βιολιστής αλλά ροκ ντράμερ στην ψυχή, κατά τα άλλα απόφοιτος φωνητικής από το Berklee (που εμβαθύνει περισσότερο στη jazz) που όμως ανακαλύπτει την ηλεκτρονική και την κινηματογραφική μουσική. Ναι, μπορώ με βεβαιότητα να πω πως ενδίδω απόλυτα στην απόλαυση του πειραματισμού, αλλά προς υπεράσπισή μου στο τέλος της ημέρας όλα μουσική είναι.

Ποιες οι προκλήσεις της παραγωγής μουσικής για ταινίες και ντοκιμαντέρ;

Πρώτα έρχεται η πρόκληση του προγραματισμού του χρονοδιαγράμματος: οι περισσότερες παραγωγές δεν έρχονται στην ώρα τους, αλλά θεωρείται δεδομένο ότι όποτε έρθουν σταματάς ό,τι άλλο κάνεις. Επίσης, τυχαίνει συχνά οι εμπλεκόμενοι στην παραγωγή της ταινίας να μη συμπνέουν ως προς το μουσικό όραμα ή να έχουν δυσκολία να το επικοινωνήσουν λεκτικά. Έτσι, μπορεί η μεγαλύτερη πρόκληση να αποδειχθεί η μουσική ερμηνεία του αφηρημένου ή διφορούμενου feedback. Η πηγαία μουσική σύνθεση μπορεί εύκολανα παραμορφωθεί σε μια προσπάθεια να ικανοποιηθεί ο μέσος όρος των εμπλεκόμενων, κάτι που δεν υπηρετεί πάντα το αποτέλεσμα. Σε πολλές από τις πιο αξιόλογες καλλιτεχνικές δημιουργίες ο εκάστοτε καλλιτέχνης είχε carte blanche να εκφραστεί όπως θέλει. Ίσως να είναι αυτού του είδους η αίσθηση ελευθερίας που βρίσκει το δρόμο της στο κοινό και αποκτούν αξία οι δημιουργίες. Η ελεύθερη έκφραση όμως ενέχει και κινδύνους και η λήψη ρίσκων στη βιομηχανία του θεάματος είναι ανεπιθύμητη πλέον, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων. Έτσι τελικά η πρόκληση συχνά είναι να μη χάνεται η πηγαία έκφραση και η καλλιτεχνική αξία προς όφελος της βιομηχανοποίησης.

Ποιες είναι μέχρι σήμερα οι πιο δυνατές στιγμές που θυμάστε από τη διαδρομή σας;

Υπάρχει κάτι μαγικό στις πρωτόγνωρες εμπειρίες που τις κάνει ακόμη πιο δυνατές. Ξεκινώντας το 2005 από live σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης, η πρώτη φορά που είδα το μικρό κοινό μας να ξέρει τους στίχους από τα τραγούδια μας και να τραγουδάει μαζί μας ήταν καθοριστικής σημασίας. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι η μουσική που φτιάχναμε για εμάς είχε αποκτήσει αξία και για άλλους ανθρώπους. Με το ίδιο συγκρότημα, τους ViperVikings, είχαμε κι άλλες τέτοιες στιγμές. Αξέχαστο θα μου μείνει το τηλεφώνημα που έλαβα ένα πρωί το 2008 όπου έμαθα ότι θα παίζαμε στο Rockwave Festival μαζί με τους Offspring, τον Marky Ramone και τους Gossip. Ή το τηλεφώνημα που λάβαμε έπειτα από την εμφάνισή μας στο Ράδιο Αρβύλα το 2010 με την πρόσκληση να ηχογραφήσουμε το δίσκο μας σε στούντιο του Λος Άντζελες με ηχολήπτη τον Greg Edenfield (2Pac, Megadeth, Korn) και τον θρυλικό Howie Weinberg (με τα 15 βραβεία Grammy) στο mastering.

Τελευταία μεγάλη στιγμή μας ως συγκρότημα ήταν το 1ο πανελλήνιο βραβείο στο διαγωγνισμό Red Bull Bedroom Jam κι η επικείμενη εμφάνιση μας στο Ejekt Festival ’13 πλάι στους Pet Shop Boys και τον James Blake. Το 2014, έχοντας αποφοιτήσει ως Χημικός Μηχανικός από το ΑΠΘ έλαβα υποτροφία για να σπουδάσω μουσική στο ίδρυμα που ονειρευόμουν από έφηβος, το Berklee College of Music, το οποίο μου άλλαξε πορεία και με έφερε στην Αμερική. Το 2015 καθώς φοιτούσα, κυκλοφόρησα την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά ως παραγωγός με το επετειακό άλμπουμ “.20” των ΜΠΛΕ, το οποίο απέδωσε δύο τραγούδια που ακούγονται μέχρι σήμερα ευρέως στο ραδιόφωνο, τα “Φίλα με στο στόμα” και “Κοίτα”. Το 2017, μετρώντας ήδη ένα χρόνο στο Los Angeles ως ελεύθερος επαγγελματίας, η τύχη με έφερε κοντά στον εξαιρετικό συνθέτη Γιώργο Καλλή και στην πρώτη μας συνεργασία για το “Cliffs of Freedom”, μία ταινία για την Ελληνική επανάσταση του 1821 για την οποία είχα την ευκαιρία να δουλέψω ως βοηθός συνθέτη και score coordinator καθώς και να δανείσω τη φωνή μου για το soundtrack. Την ίδια χρονιά έγινε και το ντεμπούτο μου στο χώρο του κινηματογράφου με την ελληνικού χρώματος διασκευή του _Les pêcheurs de perles_ (Georges Bizet) για το φινάλε του βραβευμένου ντοκιμαντέρ "Mykonos, the soul of an island" του Νίκου Μαστοράκη. Το 2018 είχα τη μοναδική ευκαιρία να τραγουδήσω για 40.000 οπαδούς των Red Sox στο Fenway Stadium της Βοστώνης, εμπειρία μεγαλειώδης καθώς το μέγεθος του κοινού ήταν ανεπανάληπτο για εμένα. Το 2019 ήρθε το πρώτο μου συμβόλαιο για ταινία μεγάλου μήκους ως συνθέτης και αυτό αποτελεί σίγουρα σημείο καμπής στη μέχρι τώρα διαδρομή μου. Αλλά μεγάλη στιγμή αποτελεί και κάθε μου Σάββατο, όπου διδάσκω στην Ακαδημία Μουσικής για Τυφλούς από το 2016 μέχρι και σήμερα.

Μιλήστε μας για την εμπειρία σας ως δάσκαλος στην Ακαδημία Μουσικής για Τυφλούς.

Είναι μοναδική. Από την πρώτη μου μέρα μαγεύτηκα από τον κόσμο όπου η όψη παύει να έχει ιδιαίτερη σημασία. Οι μαθητές μου μού μαθαίνουν να ακούω σε μεγαλύτερο βάθος. Και θα σας το εξηγήσω με ένα παράδειγμα. Μια τυπική μέρα ο κάθε μαθητής παρακολουθεί 6-8 ιδιαίτερα μαθήματα σε διαφορετικά όργανα και μέρος της διδασκαλίας είναι να συνοδεύουμε τους μαθητές μας στο επόμενό τους μάθημα. Μία από τις πρώτες φορές που συνόδευα το μικρό (6χρονο τότε) Nathan, μου είπε “πολύ μεγάλο είναι αυτό το δωμάτιο” καθώς μπήκαμε σε μια πράγματι μεγάλη αίθουσα. Ακούγεται προφανές, αλλά δεν είχα συνειδητοποιήσει πόση ηχητική πληροφορία αγνοούμε και θεωρούμε δεδομένη στην καθημερινότητά μας επειδή βασιζόμαστε στην όρασή μας. Η αυξημένη αυτή ευαισθησία που έχουν οι μαθητές μας μεταφράζεται και μουσικά. Οι εκ γενετής τυφλοί έχουν απόλυτο αυτί, το οποίο σημαίνει ότι αναγνωρίζουν οποιαδήποτε νότα χωρίς προσπάθεια, με την ίδια άνεση που εμείς θα αναγνωρίζαμε ένα χρώμα. Για κάποιους από τους μαθητές μου αισθάνομαι σαν να παραδίδω μαθήματα σε μικρούς Mozart, με δυνατότητες και επίπεδο εφάμιλλο των - πολύ μεγαλύτερων σε ηλικία - συσπουδαστών μου στο Berklee.

Είστε πολυπράγμων. Ποιες είναι οι δυσκολίες του να συνδυάζει κανείς όλους τους διαφορετικούς ρόλους που έχετε αναλάβει;

Η δυσκολία έγκειται στην ανάγκη για διαρκή εξέλιξη και απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Δεν είναι στατικό επάγγελμα, πρέπει να υπάρχει διάθεση για διαρκή μάθηση και να δαπανείται πολύς χρόνος για αυτό. Ο λόγος είναι απλός: η μουσική βιομηχανία ζητάει να μπορεί κανείς να υιοθετήσει πολλούς διαφορετικούς ρόλους. Ένα απλό παράδειγμα είναι πως πλέον θεωρείται δεδομένο ότι ένας συνθέτης να μπορεί να παραδώσει μόνος ένα καλά μιξαρισμένο κομμάτι σε ποιότητα έτοιμη για μετάδοση (broadcast quality). Αυτό παλιότερα θα απασχολούσε ίσως έναν ενορχηστρωτή, έναν παραγωγό, ένα μουσικό σύνολο χ αριθμού ανθρώπων, έναν ηχολήπτη για την ηχογράφηση, ενδεχομένως κάποιον άλλο για τη μίξη και τέλος έναν ακόμη για το mastering. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι για να ανταποκριθεί κανείς σε αυτές τις απαιτήσεις πρέπει να μπορεί να “φορέσει το καπέλο” - όπως λέμε εδώ - όλων των ρόλων που προανέφερα. Δεν αρκεί λοιπόν να εξελίσσεται κανείς ως συνθέτης, πρέπει ταυτόχρονα να καλλιεργείται η μουσική ικανότητα σε διάφορα όργανα, η ηχοληψία, η μίξη, το μάστεριγκ καθώς και ο μουσικός προγραμματισμός και η χρήση πολλαπλών εφαρμογών επειδή ένας δυνατός υπολογιστής είναι απαραίτητος σύντροφος για όλα τα παραπάνω. Ενώ στα περισσότερα επαγγέλματα η τάση είναι η υπερεξειδίκευση, στον δικό μας χώρο παρατηρείται και το αντίστροφο.

Ποια είναι τα σχέδια σας για το μέλλον;

Λίγο πριν γράψω τα λόγια αυτά είδα το πρώτο ολοκληρωμένο μοντάζ της ταινίας μεγάλου μήκους που ανέλαβα ως συνθέτης και πέρασα ώρες με το σκηνοθέτη στο skype μιλώντας για τη μουσική επένδυση. Σύντομα θα έρθω αντιμέτωπος με το τελικό μοντάζ για να συνθέσω το soundtrack και δεν μπορώ να περιμένω! Παράλληλα θα δουλέψω με τον Γιώργο Καλλή στην παραγωγή της Disney Russia, “The Last Warrior: Root of Evil”, το sequel της μεγαλύτερης εισπρακτικής επιτυχίας όλων των εποχών στη Ρωσία. Το σημαντικότερο, περιμένω να κοπάσει η μπόρα που μας βρήκε παγκοσμίως για να ξαναεπισκεφθώ την αγαπημένη μου χώρα. Σας αφήνω και πάω να φορέσω τα καπέλα που λέγαμε!