Skip to main content

Ο δρόμος του Αγάθωνα από τον Μάνο Χατζιδάκι μέχρι τον Κώστα Σκαρβέλη

Είναι εντυπωσιακό το πως ένας τραγουδιστής που ξεκίνησε νεότατος από τις μπουάτ της περιοχής του Λευκού Πύργου στη Θεσσαλονίκη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ένα -μικρό στην αρχή, μεγαλύτερο στη συνέχεια- κύμα από ρεμπέτικες κομπανίες εμφανίστηκε στην ελληνική δισκογραφία. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το ρεμπέτικο τραγούδι άρχισε να γνωρίζει μία ακόμη –την τρίτη κατά σειρά- άνθιση του και επέστρεψε εντυπωσιακά στην επικαιρότητα, από την οποία δεν έχει φύγει έκτοτε. Βοήθησαν σ’ αυτό ο δίσκος του Γιώργου Νταλάρα «50 χρόνια ρεμπέτικο τραγούδι», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία, αλλά και η εμφάνιση την ίδια περίοδο στη δισκογραφία της «Ρεμπέτικης Κομπανίας» των Κοντογιάννηδων με 12 επανεκτελέσεις εμβληματικών τραγουδιών υπό τον τίτλο «Τα μπλε παράθυρα».

Στις αρχές, λοιπόν, των 80’s έκανε την εμφάνισή της η «Αθηναϊκή κομπανία» με καινούρια τραγούδια ρεμπέτικου ύφους που έγραφε ο Δημήτρης Χατζηδιάκος, η Οπισθοδρομική κομπανία, στην οποία συμμετείχε η Ελευθερία Αρβανιτάκη και «Τα παιδιά απ’ την Πάτρα», ένα συγκρότημα φοιτητών που σπούδαζαν στην Πάτρα, αλλά δεν κατάγονταν από την πόλη, που ευτύχησαν να ξαναπούν στη δισκογραφία το «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός» του Άκη Πάνου και του Στράτου Ατταλίδη και να σπάσουν πολλά ρεκόρ επιτυχίας.

Μέσα σε αυτό το κλίμα οι εταιρείες δίσκων αναζητούσαν η κάθε μια τη δική της ή τις δικές τους ρεμπέτικες κομπανίες. Κάποια στιγμή στη Θεσσαλονίκη κάποιος που γνώριζε τα μέλη του Ρεμπέτικου Συγκροτήματος Θεσσαλονίκης και είχε επαφές σε μια διαφημιστική εταιρεία της πόλης που συνεργαζόταν σε διάφορα επίπεδα με την Music Box του Βελγοεβραίου Μαρτέν Γκεσάρ. Τόσο ο ίδιος, όσο και η σύζυγος του Μαρίκα ήταν δύο πανέξυπνοι άνθρωποι που αγαπούσαν αυτό που έκαναν. Κατάλαβαν αμέσως ότι το Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης βρισκόταν στο πνεύμα της εποχής και συμφώνησαν γρήγορα να μην κάνουν παρεμβάσεις. Δεν υπήρχε λόγος.

Κάπως έτσι η φωνή του Αγάθωνα έγινε γνωστή ανά την Ελλάδα. Είναι εντυπωσιακό το πως ένας τραγουδιστής που ξεκίνησε νεότατος από τις μπουάτ της περιοχής του Λευκού Πύργου στη Θεσσαλονίκη τραγουδώντας μπαλάντες του Μάνου Χατζιδάκι –ιδιαίτερα τα τραγούδια από το «Παραμύθι χωρίς όνομα»- κατάφερε να καλλιεργήσει τη φωνή του στο κλασικό ρεμπέτικο ύφος. Διότι αυτό υπήρξε ο Αγάθωνας όλα τα μετέπειτα χρόνια μέχρι τον ξαφνικό χαμό του πριν λίγες ημέρες, μόλις στα 65 του χρόνια. Ένας ταγμένος στην τέχνη του ρεμπέτικου τραγουδιού άνθρωπος, μουσικός και τραγουδιστής. Τις τελευταίες δεκαετίες ήταν μάλλον ότι πιο πιστό –και γι’ αυτό λυτρωτικό- ερμηνευτικά στο ύφος της κλασικής εποχής του ρεμπέτικου, ακούσαμε. Σα να ηχογραφούσε στις δεκαετίες του 1930 και του 1940 χωρίς να αντιγράφει, αλλά ακουμπώντας την ψυχή του σε αυτή την εποχή. Η μεγάλη του αδυναμία ήταν ο Κώστας Σκαρβέλης και τραγούδια του. Χωρίς υπερβολή ο Αγάθωνας σύστησε στο ευρύ κοινό αυτόν τον σπουδαίο και εξόχως σεμνό δημιουργό.

Όπως συμβαίνει με τους μουσικούς έτσι και με τον Αγάθωνα η απουσία του –τα γέλια του, τα νεύρα του, οι παραξενιές του- είναι επώδυνη για τους δικούς του ανθρώπους. Θα λείψουν φρικτά από την οικογένεια και τους στενούς του φίλους. Για το κοινό τα πράγματα είναι διαφορετικά. Διότι υπάρχουν οι δίσκοι. Τα τραγούδια που είπε, η φωνή του, ο μπαγλαμάς του θα συντροφεύει στο διηνεκές πολλές παρέες. Θα αποτελέσει τη μουσική επένδυση σε πολλά γλέντια. Σε χαρές και λύπες. Τα ρεμπέτικα είναι αυθεντικά τραγούδια και ο Αγάθωνας ένας απόλυτα αξιόπιστος φορέας μετάδοσης του. Άλλωστε και ο ίδιος αυτό ήθελε, αυτό επιδίωκε αυτό κατάφερε. Προφανώς δεν του πήγαν όλα όπως θα ήθελε. Για παράδειγμα παραπονιόταν επειδή δεν του διμνόταν η δυνατότητα να τραγουδήσει στη Θεσσαλονίκη όσο θα ήθελε, στην Αθήνα είχε πολύ μεγαλύτερη ζήτηση. Αλλά στο τέλος αυτό που μένει είναι τα τραγούδια.

Με τον Αγάθωνα και τους συνεργάτες του βρέθηκα δύο φορές στο εξωτερικό, στη δεκαετία του 2000. Μία εβδομάδα με τέσσερις συναυλίες στην Ιταλία (Τεργέστη, Βενετία, Περούτζια, Ρώμη) και μία επίσκεψη οδικώς στα Τίρανα, την πρωτεύουσα της Αλβανίας, με πρόσκληση της ελληνικής διπλωματικής αποστολής και ειδικά του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων και του επικεφαλής του Χρήστου Φαρμάκη, ως παράλληλη εκδήλωση ενός επιχειρηματικού συνεδρίου. Το πόσο του άρεσε να παίζει και να τραγουδάει στο εξωτερικό δεν λέγεται. Παρά το ότι δυσκολευόταν να κοιμηθεί οπουδήποτε αλλού εκτός από το σπίτι του. Ήταν μεγάλη ικανοποίηση να κερδίζει ο ίδιος και τα ρεμπέτικα το σεβασμό ενός κοινού που δεν ήταν μυημένο στο συγκεκριμένο είδος. Ένιωθε τη δύναμη τους πάνω στη σκηνή και κατάφερνε να τη μεταδώσει.

Τι να πει κανείς τώρα που η σκηνή έκλεισε!

Καλό ταξίδι Αγάθωνα και να μας θυμάσαι. Και να μην αναρωτιέσαι, δεν μπορούμε να σε ξεχάσουμε…