Skip to main content

Ο Κοέν χορεύει ως το τέλος του έρωτα στην προκυμαία της Θεσσαλονίκης

Όταν τα πράγματα στριμώχνονται, οι άνθρωποι επιστρέφουν στα σοβαρά. Μόλις η κατάσταση «σφίξει», τα αντανακλαστικά της χαζομάρας ακυρώνονται.

«Να και η κορώνα σου /
η βούλα και τα δαχτυλίδια /
και να η αγάπη σου /
για όλα τα πράγματα. /

Να και το κρασί σου /
και το πέσιμο απ' το μεθύσι /
και να η αγάπη σου /
η αγάπη σου για όλο αυτό. /

Ας ζήσει ο καθείς /
κι ο καθείς ας πεθάνει /
γειά σου αγάπη μου /
κι αγάπη μου έχε γειά.»

Όταν τα πράγματα στριμώχνονται, οι άνθρωποι επιστρέφουν στα σοβαρά. Μόλις η κατάσταση «σφίξει», σχεδόν αυτόματα τα αντανακλαστικά της χαζομάρας και του χαβαλέ ακυρώνονται. Τα καρτούν αποχωρούν από το προσκήνιο –καίγονται στην κυριολεξία- και οι πραγματικοί άνθρωποι, ούτε ήρωες, ούτε αντιήρωες, παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους για να βγάλουν τα κάστανα απ’ τη φωτιά.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκε ανέκαθεν ο Λέοναρντ Κοέν. Και ανήκει ακόμη, αφού τρία χρόνια και κάτι μέρες μετά το θάνατό του βλέπουν το φως της δημοσιότητας καινούρια του τραγούδια. Για την ακρίβεια, στίχοι του που μελοποίησε ο γιός του, και ηχογραφήσεις στις οποίες συμμετείχαν αρκετοί από τους συνεργάτες του. Ανέκδοτα κομμάτια ενός κόσμου ιδεών και συναισθημάτων, που για περισσότερα από 50 χρόνια περιηγήθηκαν τον πλανήτη και φώλιασαν ήσυχα στις ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η επιστροφή του 2019 ίσως να είναι η τελευταία για τον Λέοναρντ Κοέν –κανείς δεν ξέρει πόσα υπόλοιπα θαύματα παραμένουν κρυφά στα αρχεία των δημιουργικών ανθρώπων. Αλλά δεν είναι η πρώτη. Στα χρόνια τη διασημότητας του ο Κοέν είχε κατ’ επανάληψη «εξαφανιστεί» για να επανακάμψει δριμύτερος. Μέχρι το τέλος έγραφε σαν ποιητής και τραγουδούσε ψιθυριστά, βραχνά και συναρπαστικά. Την τελευταία φορά που τραγούδησε στην Ελλάδα ήταν πάνω από 70 και οι χιλιάδες που τον παρακολούθησαν από κοντά επί τρεις ώρες έζησαν μία από τις σημαντικότερες μουσικές εμπειρίες της ζωής τους.



Ο Λέοναρντ Κοέν έδειξε από μικρός για πού το πάει. Ήταν μόλις στα δέκα του χρόνια το 1944, όταν την ημέρα της κηδείας του πατέρα του προτίμησε να κάνει το δικό του μνημόσυνο, μακριά απ’ όλους. Έγραψε ένα αποχαιρετιστήριο σημείωμα, το οποίο τύλιξε σ’ ένα λυμένο παπιγιόν που πήρε από την ντουλάπα και το έθαψε στο χώμα, στο πίσω μέρος του κήπου του σπιτιού της οικογένειας στο Μόντρεαλ του Καναδά. Στην ουσία έθαψε το πρώτο δικό του γραπτό. Ακολούθησαν πολλά γραπτά με αντίθετη πορεία, αφού όχι μόνο δε θάφτηκαν, αλλά άντεξαν κι έγιναν κτήμα των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.

Ο νεαρός Λεόναρντ ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ξεκίνησε, αλλά οι δυσκολίες ήταν πολλές. Έτσι το 1966 το γύρισε στο τραγούδι, αφού πήρε απόφαση ότι ως συγγραφέας δεν θα μπορούσε να ζήσει. Ήταν και ο Μπομπ Ντίλαν που είχε εμφανιστεί στον ορίζοντα αποδεικνύοντας με την παρουσία του ότι στη μουσική σκηνή υπάρχει χώρος ακόμη και για ποιητές που δεν είναι καλλίφωνοι, αλλά τραγουδούν από τα βάθη της ψυχής τους.

Η Σουζάν σε κατεβάζει στο μέρος της κοντά στο ποτάμι /
ακούς τις βάρκες να περνούν /
περνάς τη νύχτα δίπλα της /
και ξέρεις πως είναι μισότρελη./

Αλλά γι’ αυτό θέλεις να είσαι εκεί /
και σε ταΐζει τσάι και πορτοκάλια /
που ταξίδεψαν από τη μακρινή Κίνα. /

Και όταν προσπαθείς να της πεις /
πως δεν έχεις αγάπη να της δώσεις /
εκείνη σε φέρνει στα νερά της /
κι αφήνει το ποτάμι να απαντήσει /
πως ήσουν πάντα ο εραστής της /
και θέλεις να ταξιδέψεις μαζί της /
και θέλεις να ταξιδέψετε στα τυφλά /
και ξέρεις ότι θα σ’ εμπιστευτεί /
γιατί άγγιξες το τέλειο σώμα της με το μυαλό σου».

Αυτή η δεύτερη σοβαρή εκφραστική και καλλιτεχνική προσπάθεια του Λέοναρντ Κοέν ήταν επιτυχής. Τα επόμενα χρόνια τα τραγούδια του αγαπήθηκαν. Τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου άσχημα για έναν άνθρωπο που δεν δίσταζε να ομολογεί: «Ποτέ δεν μου ήταν εύκολο να γράφω. Συνήθως η διαδικασία μού προκαλεί απέχθεια. Προσπαθήστε λοιπόν να καταλάβετε ότι ποτέ δεν είχα την πολυτέλεια να επιλέξω τι είδους βιβλία ή ποιήματα ήθελα να γράψω, ούτε ποιες γυναίκες ήθελα να αγαπήσω, ούτε τι είδους ζωή ήθελα να ζήσω».
ΥΓ. Το βράδυ της περασμένης Τετάρτης, μιας ημέρας με ψιλόβροχο και αέρα στη Θεσσαλονίκη, όταν ακριβώς λόγω του ψιλόβροχου και του αέρα η πόλη νοιάζει ομορφότερη και οι άνθρωποι χαλαροί και διάφανοι, ένα αδύνατος άνδρας, με έντονα χαρακτηριστικά κατέβαινε την Ίωνος Δραγούμη, περπατώντας στο δεξί πεζοδρόμιο. Φορούσε κοστούμι, γραβάτα, καπέλο και είχε ριγμένο στους ώμους ένα διάσημο μπλε αδιάβροχο γνωστής βρετανικής φίρμας. Πιθανόν ένα Burberry με λίγο δέρμα στα μανίκια, αγορασμένο στο Λονδίνο το 1959. Δεν έδειχνε να τον ενοχλεί ούτε το ψιλόβροχο, ούτε ο αέρας. Αντίθετα, έμοιαζε να απολαμβάνει τη βόλτα. Έφτασε μέχρι το τέλος του δρόμου, πέρασε απέναντι στη λεωφόρο Νίκης, έστριψε δεξιά, αμέσως μετά αριστερά και βρέθηκε στην πρώτη προβλήτας του λιμανιού. Συνέχισε με κατεύθυνση προς το τέλος της προκυμαίας. Έφτασε δίπλα στον γερανό που είναι τοποθετημένος ως τοπόσημο, κάτι σαν υπογραφή ότι το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είναι εμπορικό. Στάθηκε ευθυτενής να ατενίζει το βάθος του ορίζοντα για ώρα. Έβγαλε από την τσέπη του αδιάβροχου ένα πακέτο αμερικάνικα τσιγάρα κι έναν αναπτήρα Zippo, επίσης αμερικάνικο. Άναψε το τσιγάρο και το κάπνισε αργά και απολαυστικά. Χαμένος στις σκέψεις του και στις εικόνες που έβλεπε. Το νερό, τα πλοία, τα φώτα των πλοίων, τα φώτα της πόλης στο πλάι. Που και που ψιθύριζε λέξεις τραγουδιστά και κάθε φορά ένα χαμόγελο διαγράφονταν στα σφιχτά του χείλη, ενώ το σώμα του λικνιζόταν στο ρυθμό των κυμάτων. Κάποιος που περνούσε τυχαία από ένα σημείο που ποτέ κανείς δεν περνάει τυχαία, ορκιζόταν την άλλη μέρα πως με τη βοήθεια του αέρα τον άκουσε να τραγουδάει:     

«Χόρεψε μου την ομορφιά σου /
όταν οι μάρτυρες αποχωρούν. /
Άφησε με να αισθανθώ τις κινήσεις σου /
όπως κάνουν στην Βαβυλώνα. /
Δείξε μου σιγά-σιγά εκείνο /
που μόνο τα όρια του μπορώ να γνωρίσω. /
Χόρεψε μαζί μου ως το τέλος του έρωτα. /

Χόρεψε μου την ομορφιά σου /
με ένα φλεγόμενο βιολί. /
Χόρεψε μου μέσα από τον πανικό /
μέχρι ότου ασφαλής συγκεντρωθώ εντός. /
Άγγιξε με με το γυμνό σου χέρι /
ή άγγιξε με με το γάντι σου. /
Χόρεψε μαζί μου ως το τέλος του έρωτα».