Skip to main content

Ο Κόμπι Μπράιαντ δεν θα είχε καμία τύχη στη Θεσσαλονίκη

Ο άδικος χαμός ενός μεγάλου αθλητή στην Αμερική, μπορεί να λειτουργήσει ως «καθρέφτης αλήθειας» για αυτή την άλλοτε συμβασιλεύουσα.

Ο ξαφνικός και άδικος θάνατος του Κόμπι Μπράιαντ, ενός από τους καλύτερους μπασκετμπολίστες που έχουν πατήσει ποτέ σε παρκέ γηπέδου, σόκαρε τους φίλους του μπάσκετ –και του αθλητισμού γενικότερα σε όλο τον κόσμο. Στην πραγματικότητα σόκαρε τους ανθρώπους απανταχού της Γης, διότι είναι ένα γεγονός που δικαιώνει την φράση που αιώνες πριν είπε ο Σόλων στον βασιλιά Κροίσο, ο οποίος ζητούσε από τον Έλληνα σοφό να τον κατονομάσει ως τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο του κόσμου, αλλά εκείνος αρνήθηκε.

Ο Μπράιαντ έφυγε νεότατος σε μια στιγμή που έχοντας αποχωρήσει από την ενεργό δράση απολάμβανε όσα είχε κερδίσει ιδρώνοντας στο παρκέ. Κυρίως απολάμβανε την αποδοχή των νεότερων, που ζητούσαν τις συμβουλές και τα μαθήματά του – ανάμεσα τους και ο δικός μας Γιάννης Αντετοκούμπο. Κυρίως, όμως, ευτύχησε να ζήσει από πρώτο χέρι την εξέλιξη του αθλήματος που υπηρέτησε, να δει νεότερους παίκτες να ξεπερνούν τα κατορθώματά του, όπως είναι φυσικό. Ο Μπράιαντ, όπως συμβαίνει με όλους τους σημαντικούς παλαίμαχους του αθλητισμού, ήταν μέρος του ΝΒΑ όχι μόνο όσο έπαιζε, αλλά και μετά την αποχώρησή του, βοηθώντας με τις γνώσεις και την εμπειρία του στην εξέλιξη των πραγμάτων.  

Όλα αυτά συμβαίνουν στον φυσιολογικό μοντέρνο κόσμο. Διότι στην… μεταμοντέρνα Ελλάδα η εξέλιξη έρχεται από δύο άλλους παράγοντες, που έχουν καιρό να μας επισκεφθούν: Είτε από ένα θαύμα, τύπου Euro 2004 στην Πορτογαλία, για το οποίο κανείς δεν μπορεί να δώσει σίγουρη εξήγηση. Είτε από την ουρανοκατέβατη έλευση κάποιου… Μεσσία, τύπου Νίκος Γκάλης ή Βασίλης Χατζηπαναγής, οι οποίοι από συγκυρίες επί της ουσίας άρχισαν και τελείωσαν την καριέρα τους στα ελληνικά γήπεδα. Διότι για κανένα σύστημα –επειδή ακριβώς δεν υπάρχει κανένα σύστημα- η παρουσία αυτών των ανθρώπων δεν θα μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο απ’ όσο φορούσαν τη φανέλα κι έπαιζαν στο γήπεδο. Από εκεί και πέρα κανείς δεν τους ζήτησε στα σοβαρά να ασχοληθούν με τον αθλητισμό από άλλα ουσιαστικά ή έστω τιμητικά πόστα.

Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη και το μπάσκετ αυτό που συμβαίνει προκαλεί έντονη μελαγχολία. Μια ματιά στο βαθμολογικό πίνακα του πρωταθλήματος φτάνει και περισσεύει. Άρης και ΠΑΟΚ –οι ομάδες που έκαναν το μπάσκετ μόδα στις δεκαετίες του 1980 και του 1990- βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις και παλεύουν να αποφύγουν τον υποβιβασμό, κάτι που είναι αμφίβολο αν το πετύχουν. Όσο για τον Ηρακλή, που και αυτός κάποια στιγμή στα χρυσά χρόνια βρισκόταν ψηλά, μετά από πολύχρονη περιπέτεια στις μικρότερες κατηγορίες, φέτος παίζει στο κανονικό πρωτάθλημα, αλλά βρίσκεται κάπου στη μέση χάρη σε κάποιους ξένους μισθοφόρους.

Πρόκειται για παρακμή ή μάλλον μιζέρια, ξεπεσμό, πραγματική κατάντια για την οποία κανείς δεν ενδιαφέρεται. Αν, μάλιστα, βάλει κανείς στην εξίσωση και την πλήρη απουσία νέων καλών παικτών, που να συγκεντρώνουν κάποιο ευρύτερο ενδιαφέρον, η εικόνα γίνεται ακόμη πιο στενάχωρη. Κι όμως για πολλά χρόνια το μπάσκετ –ειδικά το μπάσκετ- ήταν για τη Θεσσαλονίκη κάτι περισσότερο από άθλημα. Ήταν ευρωπαϊκό διαβατήριο. Η άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο πλην Βαλκανίων Θεσσαλονίκη είχε καταχωρηθεί λόγω του μπάσκετ σε ένα ξεχωριστό ευρωπαϊκό χάρτη. Επίσης, το μπάσκετ ήταν κοινωνικό γεγονός και πηγή πλούτου για την πόλη. Η έλλειψη, όμως, ουσιαστικής παιδείας και επομένως η αδυναμία στρατηγικού προγραμματισμού οδήγησε τα πράγματα στο θλιβερό παρών. Δεν είναι τυχαίο ότι από τη χρυσή εποχή, κατά τη διάρκεια της οποία πολλοί άξιοι Έλληνες και ξένοι παίκτες φόρεσαν τη φανέλα των ομάδων της Θεσσαλονίκης, κανείς δεν παίζει σήμερα ουσιαστικό ρόλο. Κι αν όλα αυτά τα χρόνια κάποιος αξιοποιήθηκε για λίγο είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.

Στην Αμερική πολλές καταστάσεις –συμπεριλαμβανομένου και του μπάσκετ- αποδεικνύουν ότι ο κανονικός καπιταλισμός είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε στην Ελλάδα ή ξορκίζουμε από την Ελλάδα. Κατ’ αρχήν διότι ο καπιταλισμός –που έχει άπειρες αδυναμίες, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση- εκτιμά την έννοια της περιουσίας και επιβάλλει την διαδικασία της συνέχειας. Κανείς δεν είναι πάνω από το σύστημα, το οποίο παράγει πλούτο, τον οποίο απολαμβάνουν αν όχι όλοι, πάντως πολλοί. Για το ΝΒΑ ο Μπράιαντ ήταν περιουσιακό στοιχείο. Σύμβολο όσο ζούσε, κάτι που θα εξακολουθήσει και τώρα που πέρασε στην αιωνιότητα. Όσο κι αν ακούγεται σκληρό, από τον βίαιο θάνατό του θα προκύψουν ηθικά και υλικά κέρδη, επειδή οι σημαντικές αξίες σε ένα χώρο είναι παντοτινές, αρκεί να υπάρχει φροντίδα γι’ αυτό. Για τη Θεσσαλονίκη ο Γκάλης, ο Χατζηπαναγής, ο Κούδας και όσοι μεγάλοι πέρασαν από τις ομάδες της, μόλις σταμάτησαν τον αθλητισμό πέρασαν στο περιθώριο. Είναι αμφίβολο εάν οι σημερινοί αθλητές και προπονητές θεωρούν ότι κάτι μπορούν να μάθουν από αυτούς.

Είναι αμφίβολο εάν οι ομάδες που οι ίδιοι τίμησαν με ιδρώτα τους προσκαλούν στο γήπεδο. Προφανώς αυτοί που τις διοικούν είναι ευχαριστημένοι με τις λίγες εκατοντάδες των κουρασμένων πια οπαδών που πηγαίνουν στα περισσότερα γήπεδα της Θεσσαλονίκης. Και με τις καραβιές των μισθοφόρων, οι οποίοι φορούν φανέλες με τιμημένα χρώματα. Οι άνθρωποι αυτοί έρχονται –δηλαδή τους φέρνουν- μόνο για τα αποτελέσματα και όχι για να υπηρετήσουν την ιστορία και τα ιδανικά κάποιου συλλόγου. Αθλητές, ενδεχομένως άξιοι πολλοί από αυτούς, αφού –για παράδειγμα- πέρσι ο ΠΑΟΚ πήρε στο ποδόσφαιρο το πρωτάθλημα, τους οποίους, όμως, σχεδόν κανείς δεν αναγνωρίζει στο δρόμο, αφού αλλάζουν συνέχεια.

Στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης οι άνθρωποι των αγορών συνηθίζουν να λένε ότι το πέταγμα μιας πεταλούδας στη Νέα Υόρκη, ενδέχεται να επηρεάσει τον καιρό στο Τόκιο. Κάπως έτσι ο άδικος χαμός ενός μεγάλου αθλητή στην Αμερική, μπορεί να λειτουργήσει ως «καθρέφτης αλήθειας» γι’ αυτή την άλλοτε συμβασιλεύουσα και πλέον μόνιμη συμπρωτεύουσα –κομπάρσο και παραστρατημένη- Θεσσαλονίκη.