Skip to main content

Κορωνοϊός, κόστος και κακοκαιρίες γονάτισαν το καρπούζι της Β. Ελλάδας

Η αβεβαιότητα που έχει φέρει η κρίση του κορωνοϊού έβαλε φρένο στις παραγγελίες καρπουζιών σε πελάτες στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία.

Κίνδυνος να παραμείνουν αδιάθετοι δεκάδες τόνοι καρπουζιών ελλοχεύει το φετινό καλοκαίρι, καθώς οι παραγωγοί που δραστηριοποιούνται σε περιοχές του δήμου Δίου Ολύμπου βλέπουν ότι οι παραγγελίες στο εξωτερικό φέτος είναι μηδαμινές λόγω της κρίσης που έχει φέρει η πανδημία του κορωνοϊού.

Έχοντας να ανταγωνιστούν τη βαριά βιομηχανία καρπουζιού της χώρας στην Πελοπόννησο, οι καρπουζοπαραγωγοί της Πιερίας σε Καρίτσα και Δίον κατάφεραν να δημιουργήσουν μια δυναμική εγχώρια παραγωγή, στηριζόμενοι κυρίως στις εξαγωγές παρά στην εγχώρια αγορά που είναι καλυμμένη.

«Πέρυσι τέτοια εποχή έφευγαν καθημερινά φορτηγά με 50 έως 100 τόνους σε πελάτες στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία. Φέτος όμως όλα δείχνουν ότι εξαγωγές δεν θα υπάρξουν», εξηγεί στη Voria.gr ο πρόεδρος της Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Καρίτσας Διονύσης Φόλιος.

Η αβεβαιότητα που έφερε στην αγορά αγροτικών προϊόντων η κρίση του κορωνοϊού έχει οδηγήσει, σύμφωνα με τον κ. Φόλιο, αλυσίδες σούπερ μάρκετ, αλλά και καταστήματα με εξειδικευμένα αγροτικά προϊόντα να φρενάρουν εισαγωγές προϊόντων υψηλού κόστους και στρέφονται σε πιο φθηνές λύσεις. Άλλωστε, η έλλειψη καρπουζιού στις βόρειες χώρες δεν είναι ένα γεγονός που θα γίνει ιδιαίτερα αισθητό από το καταναλωτικό κοινό.

Μείωση των καλλιεργειών

Ωστόσο, για τους Μακεδόνες καλλιεργητές της όψιμης παραγωγής καρπουζιού, που ουσιαστικά ακολουθεί την πρώιμη παραγωγή στην Ηλεία, δεν είναι το πρώτο χτύπημα που δέχθηκαν.

Οι κακές καιρικές συνθήκες των προηγούμενων ετών και η καταστροφή σε πολλές περιπτώσεις της παραγωγής έχουν οδηγήσει αρκετούς να μεταστραφούν στην καλλιέργεια άλλων προϊόντων, με δεδομένο ότι το καρπούζι απαιτεί αυξημένη και συνάμα πολυέξοδη καλλιεργητική φροντίδα.

Αποτέλεσμα ήταν η παραγωγή καρπουζιού, που κάλυπτε πριν μια τετραετία 2.400 στρέμματα καλλιεργήσιμων εκτάσεων στην περιοχή, να έχει συρρικνωθεί στα 1.500 στρέμματα.