Skip to main content

Γιατί είναι τόσο διαφορετικά τα Σάββατα του κορωνοϊού στη Θεσσαλονίκη

Σήμερα είναι Σάββατο, αλλά στη Θεσσαλονίκη, και σχεδόν παντού στον υπόλοιπο κόσμο, τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό εξελίσσονται άχρωμα και άγευστα.

Για πολλούς λόγους το Σάββατο είναι μια διαφορετική ημέρα, ίσως η πιο ενδιαφέρουσα της εβδομάδας. Και στη Θεσσαλονίκη. Ίσως επειδή πολλοί ανάμεσά μας δεν εργάζονται, αλλά η αγορά είναι ανοιχτή κι έτσι υπάρχει η δυνατότητα για μια βόλτα στα μαγαζιά, για κάποιο ρούχο, για ένα δώρο, για τα καινούρια βιβλία, ακόμη και για κάποια cd τελευταίας εσοδείας. Και μετά για έναν χαλαρό καφέ με θέα θάλασσα. Επίσης η μέρα προφέρεται για μια συνάντηση με φίλους, ενώ το γεγονός ότι την επομένη ξημερώνει η Κυριακή αργία επιτρέπει το ξενύχτι.

Αν και η πολυκοσμία βλάπτει, τα Σάββατα ενδείκνυνται για πρακτικούς λόγους στον προγραμματισμό μιας εξόδου. Μιας συναυλίας, μιας θεατρικής παράστασης, ενός σινεμά, μίας ταβέρνας, ενός μπαρ. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια πολλές εκδηλώσεις και εμφανίσεις περιορίζονται στα σαββατόβραδα. Ταυτόχρονα αποτελεί από το παρελθόν την κλασική μέρα του αγγλικού ποδοσφαίρου, κάτι που στις μέρες μας έχει αλλάξει, αλλά η ανάμνηση παραμένει ισχυρή.  

Όλα αυτά ίσχυαν –με τις παραλλαγές που ο καθένας επέλεγε για τον εαυτό του και τον κύκλο του- μέχρι περίπου έντεκα μήνες πριν. Ήταν στις 26 Φεβρουαρίου 2020 όταν εντοπίστηκε το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα –συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη- και λίγες ημέρες μετά όλα άλλαξαν. Η καθημερινότητα ανατράπηκε, τόσο απ’ έξω, όσο και από μέσα. Η αγωνία του άγνωστου, ο φόβος της αρρώστιας, το άγχος των κανόνων, η σχολαστικότητα των κινήσεων εγκαταστάθηκαν για τα καλά παντού. Όπου ζουν, εργάζονται, κινούνται οι άνθρωποι. Τίποτα δεν είναι όπως παλιά και μάλλον ούτε στο μέλλον θα επιστρέψουμε στα ίδια. Μόνο που το μέλλον είναι μια άλλη ιστορία, η οποία θα συζητηθεί στην ώρα της. Προς το παρόν έχουμε να διαχειριστούμε ένα παρόν, που τόσους μήνες μετά δεν μπορούμε να συνηθίσουμε. Μάλλον δεν θέλουμε να συνηθίσουμε, διότι πολύ απλά χωρίς την ανθρώπινη επαφή έχει γίνει στεγνό και γεμάτο κοφτερές γωνίες. Ασφαλώς ο άνθρωπος ως προσαρμοστικό ον τα καταφέρνει στις διαφορετικές συνθήκες και γι’ αυτό επιβίωσε, αλλά σε κάθε μεταβολή μέχρι να εφευρεθεί εκ νέου το όμορφο, το δημιουργικό, το απολαυστικό περνούν αρκετές χαμένες γενιές. Σε κάθε περίπτωση άλλο πράγμα η ανατροπή στη ζωή ενός ανθρώπου ή μιας οικογένειας και άλλο να έρχονται τα πάνω κάτω σε μια ολόκληρη κοινωνία.

Σήμερα είναι Σάββατο, αλλά στη Θεσσαλονίκη –και σχεδόν παντού στον υπόλοιπο κόσμο- τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό εξελίσσονται άχρωμα και άγευστα. Περίπου όπως κάθε μέρα. Η βόλτα στην αγορά –στην Τσιμισκή, στη Μητροπόλεως, στην Ερμού και όπου αλλού- με τις ουρές και η διστακτικότητα να περάσει κανείς την είσοδο ενός μαγαζιού, αφαιρεί την περισσότερη από τη χρυσόσκονη του shopping therapy. Οι συναντήσεις με φίλους στα πάρκα, με έναν καφέ στο χέρι, θυμίζουν κάτι από σχολική κοπάνα, χωρίς όμως την ένταση και τον πυρετό της εφηβείας και της… παρανομίας. Ίσα ίσα να μην ξεχαστούμε.

Το να βλέπεις ταινία στο Netflix δεν έχει την ίδια χάρη με το σινεμά. Χάνει μεγάλο κομμάτι από τη μαγεία της σκοτεινής αίθουσας, όπου μια σιωπηλή τυχαία συσπείρωση ανθρώπων παίρνει τα χαρακτηριστικά κοινότητας, που παρακολουθεί με κοινό βλέμμα τις σκηνές και μοιράζεται τις συγκινήσεις, τα γέλια, τα δάκρια, την ανατριχίλα. Ακόμη και το ματς από την τηλεόραση είναι πολύ διαφορετικό σε ένα γήπεδο χωρίς κόσμο στις κερκίδες. Οι φωνές παικτών και προπονητών, που πάντα μιλάνε μεταξύ τους την ώρα της μάχης και τώρα μπορούμε να τους ακούσουμε, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν ούτε την ένταση, ούτε την ατμόσφαιρα της οχλοβοής των οπαδών. Είναι να απορεί κανείς πως παίζουν οι παίκτες, από που τροφοδοτούν το πάθος τους, από που αντλούν κίνητρο για να βγάλουν ενέργεια. Ίσως και να φτάνουν τα συμβόλαια, ποιος ξέρει; Όσο για την τελευταία μόδα με τις τηλεοπτικές και ιντερνετικές μέσω live streaming συναυλίες και θεατρικές παραστάσεις ακούγεται περισσότερο σαν απελπισμένη διέξοδος, παρά σαν ουσιαστική προσέγγιση μιας τέχνης. Οι μεγάλοι του θεάτρου και της μουσικής σκηνής γνωρίζουν καλά ότι μια παράσταση ή μια συναυλία πάνε καλά μόνο όταν το κοινό από κάτω έχει ταλέντο.

Η αντικοινωνικότητα που έχει επιβάλει ο κορωνοϊός είναι τρομακτική. Ακόμη κι αν σε λίγο καιρό -σε έξι μήνες ή σε ένα χρόνο- τα εμβόλια κάνουν τη δουλειά τους και η καθημερινότητα αποκαταστήσει τους ρυθμούς της, μάλλον τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά. Ούτε ποτέ όσοι ζούμε σήμερα κι έχουμε αυτούς τους καταναγκασμούς θα ξεχάσουμε. Οι εικόνες με τα πεζοδρόμια της Θεσσαλονίκης γεμάτα διστακτικούς μασκοφόρους, που προσέχουν ποιον θα συναντήσουν και πως θα διασταυρωθούν, έγραψαν και δεν σβήνουν. Η πολυκοσμία της παραλίας με περιπατητές της ανάγκης, αθλητές της πλάκας, απρόσεκτους ποδηλάτες, και ερασιτέχνες ρομαντζοφόρους περισσότερο απωθεί, παρά ελκύει. Όπως κάθε τι που ενώ είναι καταναγκαστικό προσποιείται το χαλαρό.

Θα αντέξουμε, χωρίς αμφιβολία. Πάντα έτσι γίνεται στο τέλος. Μόνο που υπάρχει σοβαρό κόστος. Δηλαδή ένας λογαριασμός που θα έρθει η στιγμή να πληρωθεί.  

ΥΓ1. Στα δύο επόμενα υστερόγραφα υπάρχουν δύο παραδείγματα από τις αποδράσεις που –ανάμεσα σε πολλά άλλα- μας στερεί ο κορωνοϊός.. Τα ταξίδια ή τις περιπλανήσεις εντός των τειχών. Διότι το καθένα από αυτά έχει αξία ως επιλογή. Όχι ως υποχρεωτική συνθήκη.     

ΥΓ2. «Ο Καβάφης», γράφει η Γαλλίδα, αν και κατά το ήμισυ Βελγίδα, Μαργκεριτ Γιουρσενάρ, «θυμίζει στον ταξιδιώτη του ότι δεν θα βγει από τον τόπο της καταγωγής του, ότι όπου κι αν πάει, η πόλη του θα τον ακολουθεί. Ο άνθρωπος του Μπωντλέρ, όπου και αν πηγαίνει, απλώς λικνίζει το άπειρό του στις πεπερασμένες θάλασσες ...όμως ο ίδιος αυτός Μπωντλέρ που τόσο συχνά περιφρονεί το ταξίδι, αναγνώρισε τη σχεδόν άλογη επιθυμία που υπολανθάνει σε όλους μας... μια ανάγκη αποδημίας, μια ζωτική ανάγκη να νιώσει ότι βρίσκεται αλλού, αλλά πραγματικοί ταξιδευτές είναι μονάχα εκείνοι που φεύγουν για να φύγουν- ανάλαφρες καρδιές που μοιάζουν με μπαλόνια, από τη μοίρα τους ποτέ δεν ξεφεύγουν...». Με αυτές τις σκέψεις κι έχοντας κατά νου τι βλέπουμε, τι γυρεύουμε σ' ένα ταξίδι και τι αποκομίζουμε απ' αυτό η Γαλλίδα ακαδημαϊκός, που έφυγε από τη ζωή το 1987 έγραψε λίγο πριν πεθάνει το βιβλίο «Ο γύρος της φυλακής», με όσα κατάλαβε από τα ταξίδια της στον κόσμο.

ΥΓ3. Η ποιήτρια Λένα Παπά υποστηρίζει με τον τρόπο της ότι όλα όσα θέλουμε βρίσκονται μέσα μας. Στο μυαλό μας, στην καρδιά μας. Στο δωμάτιο. Ένα επίκαιρο ποίημα που έγινε τραγούδι:

«Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις /
ό, τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς /
κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες /
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό. /
Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα /
μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα /
αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο /
όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες. /
Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή /
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως /
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους /
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών.
Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας /
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν /
και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές /
κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά /
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά.
Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα /
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ’ αγγίξεις /
μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους /
αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα».