Skip to main content

Ο Μπομπ κι ο Διονύσης περπατούν σκυφτοί στην παραλία της Θεσσαλονίκης

Τόσο ο Ντίλαν όσο και ο Σαββόπουλος είναι δημιουργοί – ποιητές μεγάλης αξίας και εμβέλειας, πολύ μεγαλύτερης από πολλούς «κατ’ επάγγελμα» ποιητές.

Ο Μπομπ Ντίλαν νομπελίστας, ο Διονύσης Σαββόπουλος επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής. Οι καιροί αλλάζουν, δίχως να κοιτάζουν τη δική μας μελαγχολία. Στη Θεσσαλονίκη, στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Τα σύμβολα της αντισυμβατικότητας στη σκέψη, στην ιδεολογία, στη μουσική, ακόμη και στον τρόπο ζωής, κάποιοι δημιουργοί που άφησαν βαθύ αποτύπωμα στο πέρασμά τους και επηρέασαν όλους τους επόμενους –εν προκειμένω τραγουδοποιούς και ακροατές- διανύοντας την όγδοη δεκαετία της ζωής τους αποδέχονται τιμές και αναγνώριση από καταστημένους θεσμούς που επί δεκαετίες σνόμπαραν. Όχι συγκεκριμένα τα βραβεία Νόμπελ, ούτε συλλήβδην το ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά ό,τι εκφράζουν για την κοινωνία αυτά τα βαριά ονόματα, που στεγάζονται σε εμβληματικά και επιβλητικά κτίρια.  

Σε αυτή τη σχέση –στους φορείς που τους τίμησαν και τους τροβαδούρους που τιμήθηκαν- το πρόβλημα το έχουν ο Ντίλαν και ο Σαββόπουλος. Διότι τόσο το ίδρυμα Νόμπελ, όσο και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μπορούν να υπερηφανεύονται ότι έκαναν την υπέρβαση. Τίμησαν αξιοκρατικά δύο εμπνευσμένους ανθρώπους, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στην ουσία και όχι στα… τυπικά προσόντα. Τόσο ο Ντίλαν, όσο και ο Σαββόπουλος είναι δημιουργοί – ποιητές μεγάλης αξίας και εμβέλειας. Πολύ μεγαλύτερης από πολλούς «κατ’ επάγγελμα» ποιητές, που έχουν εξίσου ή και περισσότερο τιμηθεί. Οι δύο τροβαδούροι, όμως, αποδεχόμενοι τις διακρίσεις, «μουτζουρώνουν» ένα κομμάτι από το αντισυμβατικό τους παρελθόν. Βέβαια, χρόνια πριν, όταν η μεγάλη ορμή της νιότης είχε περάσει και οι δύο έχουν ξεκαθαρίσει ότι οι προθέσεις τους γράφοντας και τραγουδώντας δεν ήταν ιδεολογικές, με την τρέχουσα έννοια της καθημερινής πολιτικής και κομματικής συζήτησης.

Μπορεί τα τους ευνόησε η εποχή και το κλίμα της να γίνουν η φωνή σε διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, αλλά παρέμειναν και οι δύο ανένταχτοι. Ή μάλλον ήταν πάντοτε με το μέρος της αισθητικής και του ελεύθερου πνεύματος. Αλλά και με το δίκιο, όσες φορές αποφάσισαν να μιλήσουν για συγκεκριμένα πρόσωπα και γεγονότα. Για τον άδικα καταδικασμένο μαύρο μποξέρ Ρούμπιν –Hurricane- Κάρτερ ο Μπομπ και τον ταλαιπωρημένο από το δράμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας Νίκο Κοεμτζή ο Διονύσης. Ή για τον άθλιο πόλεμο του Βιετνάμ και οι δύο.   

Ο Μπομπ Ντίλαν και ο Διονύσης Σαββόπουλος ανήκουν στη χρυσή γενιά του 20ου αιώνα. Δεν έζησαν την υλική, πνευματική και ψυχική καταστροφή ενός Μεγάλου Πολέμου, αλλά βρήκαν το δρόμο τους στη μουσική, στην ποίηση, στις ιδέες στα καλύτερα χρόνια, στη δεκαετία του 1960. Είναι τροβαδούροι, δηλαδή ποιητές και μουσικοί, όχι πολιτικοί καθοδηγητές.

Υπ’ αυτή την έννοια φταίνε λιγότερο αν πολλοί από αυτούς που τους άκουγαν και τους θαύμαζαν τους αντιμετώπισαν ως ηγήτορες. Ο Ντίλαν στην αυτοβιογραφία του το λέει καθαρά. Προφανώς δεν του άρεσε ο πόλεμος του Βιετνάμ, αλλά δεν είχε τη φιλοδοξία να τον σταματήσει. Δεν το διανοήθηκε καν. Όσο για τον Σαββόπουλο θεωρήθηκε αντισυστημικός, αλλά αυτό οφείλεται περισσότερο στην τέχνη του και λιγότερο στην επιθυμία του. Αν –για παράδειγμα- στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Κάρολος Κουν δεν απέρριπτε την προσέγγιση του στους «Αχαρνής» του Αριστοφάνη, ίσως να έμπαινε στο Ηρώδειο και στην Επίδαυρο από νωρίς.

Τελικά οφείλουμε να το αποδεχθούμε. Στην τέχνη το ευρύτερο πλαίσιο παίζει ρόλο, αλλά η έμπνευση και το ταλέντο καθορίζουν το αποτέλεσμα. Αν κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ περπατώντας στην παραλία της Θεσσαλονίκης  συναντήσετε δυο σκιές να περπατούν σιωπηλές σκυμμένες με τα χέρια στις τσέπες κόντρα στον παγωμένο Βαρδάρι, ίσως να ανήκουν στον Μπομπ και στον Διονύση. Ακόμη, όμως, κι αν αποδειχθεί ότι δεν είναι οι δυο τους, αλλά κάποιοι άλλοι, δεν θα έχει και πολύ σημασία. Τα τραγούδια τους, τα λόγια τους, οι μελωδίες τους, οι παράξενες φωνές του θα ακούγονται κάπου στο βάθος. Ανάμεσα στα αυτοκίνητα της λεωφόρου ή από το βάθος του θαλασσινού ορίζοντα. Έστω κι αν εσείς δεν τα ακούτε, αυτά θα είναι εκεί να μας θυμίζουν τις μέρες τις παλιές!